«Γιατί δεν έφυγες;», «γιατί επέστρεψες;», «γιατί μιλάς τώρα;», «πώς είναι δυνατόν ένας βιασμός να κρατάει τρία χρόνια;», «γιατί δεν προστάτευσες τον εαυτό σου;», «γιατί δεν ζήτησες βοήθεια;», «πού είναι τα σημάδια του βιασμού;», «ποιος τα είδε;», «υπάρχουν μάρτυρες;», «γιατί δεν φώναξες “βοήθεια”;», «τι θα πει “πάγωσα”;»…

Ads

Αυτές είναι ορισμένες από τις ερωτήσεις που καλείται να απαντήσει ένα θύμα σεξουαλικής κακοποίησης προκειμένου να γίνει πιστευτό. Ερωτήσεις που τίθενται τόσο από τον περίγυρο όσο και από τις δικαστικές αρχές της χώρας, αν η υπόθεση πάρει τον δρόμο της δικαιοσύνης.   

Απευθυνθήκαμε στον ψυχίατρο και διευθυντή της Διεύθυνσης Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού, κ. Γιώργο Νικολαϊδη, σε μια προσπάθεια να προσεγγίσουμε την ψυχολογία ενός θύματος σεξουαλικής κακοποίησης. Η εμπειρία του στη διαχείριση περιστατικών παιδικής κακοποίησης είναι μεγάλη. Από τη θέση δε του πρώην προέδρου και νυν μέλους της επιτροπής Lanzarote του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία των παιδιών από την σεξουαλική εκμετάλλευση, έχει συμμετάσχει και στην καμπάνια «Start to talk» (https://www.coe.int/en/web/sport/start-to-talk), η οποία είχε ως στόχο την κινητοποίηση δημόσιων αρχών και αθλητικών σωματείων για τον τερματισμό της σεξουαλικής κακοποίησης και εκμετάλλευσης. Ενήλικες ανέλαβαν να «σπάσουν τη σιωπή» για να δώσουν φωνή στα ανήλικα θύματα. Πόσο εύκολα όμως σπάει αυτή η σιωπή;

Μπορείτε να δώσετε έναν ορισμό: τι είναι ο βιασμός;

Ads

Η ορολογία που έχει επικρατήσει άσχετα με τα νομικά κείμενα — γιατί στα νομικά κείμενα υπάρχουν και άλλες προτεραιότητες στο πώς ορίζονται αυτά τα φαινόμενα — είναι αυτή της βίας μεταξύ ερωτικών συντρόφων.

Η βία μεταξύ ερωτικών συντρόφων, αν δούμε και τον ορισμό του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας ή του αμερικανικού CDC ή και άλλων αντίστοιχων οργανισμών, ορίζεται σε όλες της τις διαστάσεις ως σωματική, σεξουαλική, ψυχολογική. Στη σεξουαλική βία μεταξύ ερωτικών συντρόφων που μας αφορά εδώ, όσον αφορά τον βιασμό αυτό που εν τέλει συμπεριλαμβάνεται, δεν είναι μόνο ότι περιέχει  διείσδυση εντός κόλπου, ορθού ή στόματος όπως οι πιο παραδοσιακοί νομικίστικοι ορισμοί του βιασμού, αλλά αφορά οποιαδήποτε σεξουαλική πρακτική γίνεται χωρίς την έγκαιρη πληροφορημένη συναίνεση κάποιου εκ των συμμετεχόντων.

Πώς ορίζεται η «έγκαιρη πληροφορημένη συναίνεση»;

Έγκυρη πληροφορημένη συναίνεση σημαίνει ότι υπάρχουν οι προϋποθέσεις για να μπορεί ένας άνθρωπος να πει «ναι, θέλω». Και ότι ότι αυτές οι προϋποθέσεις και αυτό το «ναι, θέλω» ισχύει για όλη τη διάρκεια της όποιας σεξουαλικής συνεύρεσης. Γιατί μπορεί να είπε στην αρχή «θέλω» αλλά να άλλαξε γνώμη. Και τότε θα πρέπει να σταματήσει η πράξη γιατί «δεν θέλει πια». Επίσης αν δεν έχει πια αισθήσεις, είναι λιπόθυμος ή λιπόθυμη εξαιτίας οποιουδήποτε λόγου — γιατί ναρκώθηκε για παράδειγμα — τότε και πάλι δεν μπορεί να δώσει πληροφορημένη έγκυρη συναίνεση.

Το ίδιο ισχύει και όταν υπάρχει μεγάλη διαφορά όσον αφορά την ηλικία, το νοητικό δυναμικό ή άλλα χαρακτηριστικά που μπορεί να επηρεάσουν τη δυνατότητα να θεωρήσουμε ότι υπάρχει έγκυρη και πληροφορημένη συναίνεση.

Για παράδειγμα αν έχουμε ένα άτομο που έχει διανοητική αναπηρία το ότι μπορεί να λέει «ναι, θέλω» δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι εμείς ως κοινωνία θα το θεωρήσουμε ως έγκυρη πληροφορημένη συναίνεση.

Όσο δε αφορά τον τρόπο υλοποίησης της όποιας πράξης και πάλι, αν υπάρχει εκβιασμός, χειρισμός, κακή πληροφόρηση, παραπληροφόρηση, παραπλάνηση ή παγίδευση του ενός ανθρώπου, και πάλι δεν μπορούμε να δεχτούμε ότι υπάρχει μια έγκυρη πληροφορημένη συναίνεση στο να προχωρήσει κανείς σε οποιαδήποτε σεξουαλική πρακτική.

Γι’ αυτό και σχέσεις που είναι εμφανώς με τεράστιο χάσμα εξουσίας, αντιμετωπίζονται πάντα με πολλές επιφυλάξεις για το κατά πόσο μπορεί κάποιος να δώσει μια στ’ αλήθεια πληροφορημένη συναίνεση για σεξουαλική συνεύρεση. Όταν ας πούμε είναι ο εργοδότης, όταν είναι προϊστάμενος, όταν είναι κάποιος άνθρωπος που τους χωρίζουν πάρα πολύ μεγάλες διαφορές όσον αφορά την ισχύ. Γιατί υπάρχει πάντα η πολύ ισχυρή υπόνοια ότι οποιαδήποτε συναίνεση είναι προϊόν έμμεσου ή άμεσου εκβιασμού ή καταναγκασμού ψυχολογικού.

Όλα αυτά έχουν σημασία διότι σε αυτές τις περιπτώσεις δεν είναι υποχρεωτικό ότι θα υπάρχουν σημεία σωματικού καταναγκασμού και φυσικής βίας για την εκτέλεση της όποιας μη συναινετικής σεξουαλικής πρακτικής. Άρα με αυτή την έννοια μπορεί να έχουμε βιασμό χωρίς σωματική βία.

Ξέρουμε το φαινόμενο αυτό από την παιδική κακοποίηση…

Τα παιδιά είναι κατ’ εξοχήν ένα τέτοιο πεδίο στο οποίο η σεξουαλική παραβίαση τους τις περισσότερες φορές δεν έχει σωματικό καταναγκασμό. Έχει το ότι η ενήλικη πλευρά τα παραπληροφορεί, τα παγιδεύει, τα χειρίζεται ψυχολογικά, τα εκβιάζει και τα κάνει εκόντες άκοντες να συγκατανεύουν με κάποιο τρόπο σε ό,τι γίνεται αλλά αυτό δεν θεωρείται έγκυρη πληροφορημένη συναίνεση γιατί ακριβώς υπάρχει πολύ μεγάλη διαφορά στο επίπεδο της ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης.

Το ίδιο μπορεί να ισχύσει και μεταξύ δύο ενηλίκων…

Ασφαλώς, εάν η προϋπάρχουσα σχέση είναι μια σχέση έντονης και ισχυρής εξουσίας. Η εξουσία δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη χρήμα ή δύναμη. Μπορεί να σημαίνει και πολύ μεγάλος θαυμασμός ή μεγάλη ψυχολογική εξάρτηση. Όπως για παράδειγμα στους νεαρούς αθλητές που μπορεί να υποκύπτουν σε οτιδήποτε τους ζητούν οι προπονητές.  Γιατί για έναν αθλητή  — ειδικά για τους αθλητές που ασχολούνται σε επίπεδο πρωταθλητισμού με το σπορ —  ο προπονητής είναι παραπάνω από τον Θεό. Είναι τόσο ισχυρή η συναισθηματική σχέση. Το ίδιο ισχύει και για άλλες περιπτώσεις. Για παράδειγμα αν δείτε στα περισσότερα ακαδημαϊκά ιδρύματα, θεωρείται ότι είναι αυτής της τάξης η πρακτική του να συνάπτονται σχέσεις ανάμεσα σε διδάσκοντες και διδασκόμενους, μολονότι μιλάμε για ενήλικους και στις δύο περιπτώσεις.

Γιατί; Γιατί αναγνωρίζεται αυτή η πολύ μεγάλη σχέση εξάρτησης, η σχέση μέντορα που επηρεάζει και θολώνει την κρίση με αποτέλεσμα οι όποιες επιλογές να μην αντιμετωπίζονται ως αποτέλεσμα ελεύθερης βούλησης αλλά ως αποτέλεσμα επηρεασμού και μάλιστα επηρεασμού κάτω από όρους πολύ δυσμενείς για τη μία πλευρά. Τώρα στην Ελλάδα… αυτό δεν πολυ-συζητιέται στα ελληνικά πανεπιστήμια.

Πώς επιτυγχάνεται αυτός ο επηρεασμός, αυτός ο χειρισμός στον οποίο αναφέρεστε από τον θύτη;

Με πολλούς τρόπους. Υπάρχουν δράστες οι οποίοι είναι πιο πιεστικοί και άλλοι που είναι πιο χειριστικοί. Υπάρχουν πιο εκβιαστικοί δράστες οι οποίοι μπορεί να λένε στα θύματά ότι αν δεν συγκατανεύσουν θα έχουν τις χ, ψ συνέπειες ή θα στερηθούν των χ,ψ δυνατοτήτων που είναι στην απόλυτη εξουσία των δραστών να τις εξασφαλίσουν στα θύματα. Και υπάρχουν και άλλοι που δεν το θέτουν έτσι αλλά χειρίζονται ακριβώς την ψυχική εξάρτηση ή τα συναισθήματα θαυμασμού και εκτίμησης που μπορεί να έχουν άνθρωποι σε μια σχέση ψυχικής υποτέλειας απέναντι τους.

Γι αυτό το λόγο σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες στα σωστά νομοθετικά πλαίσια έχει αναγνωριστεί ένα χρονικό διάστημα ανάμεσα στους εμπλεκόμενους — παιδιά και νέους ενήλικες ή παιδιά μεταξύ τους —  έτσι ώστε να μην ποινικοποιείται η σεξουαλικότητα των παιδιών και των εφήβων.

Αυτό το χρονικό διάστημα στην Ελλάδα είναι μια διαφορά ηλικίας μέχρι τρία χρόνια, σύμφωνα με τον νόμο. Σε άλλες χώρες μπορεί να βρει κανένας μέχρι πέντε χρόνια διαφορά. Πάντως δεν είναι τα 45 χρόνια.

Γιατί υπάρχει σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες αυτή η ρήτρα στο νόμο; Γιατί όταν υπάρχει πάρα πολύ μεγάλη διαφορά ηλικίας θεωρείται ότι οτιδήποτε και να γίνεται,  οτιδήποτε και να λέγεται δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί ως μια πληροφορημένη έγκυρη συναίνεση από την πλευρά του ανηλίκου. Και εξαιτίας της θηριώδους αυτής διαφοράς ηλικίας, κοινωνικής κατάστασης, εμπειριών, ωριμότητας της σεξουαλικότητας και των επιλογών και των κατευθύνσεων ενός 45άρη άνδρα ή γυναίκας, το «ναι, θέλω» του ανήλικου θεωρείται ότι είναι πάντα υπό καθεστώς επηρεασμού από την πολύ πιο ισχυρή, την πολύ πιο ώριμη άλλη πλευρά.

Δεν είναι ίδιο δηλαδή το επίπεδο της ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης των δύο συμβαλλόμενων μερών. Και άρα οτιδήποτε συμβαίνει θεωρούμε ότι γίνεται με κινητήριο δύναμη βασικά την ικανοποίηση της ενήλικης πλευράς για την ενήλικη πλευρά. Με βάση τις επιλογές και τις προτεραιότητες της ενήλικης πλευράς, με την ανήλικη πλευρά απλώς να ρυμουλκείται στο να πει «ναι, θέλω» χωρίς να έχει τη δυνατότητα να έχει τα ίδια κριτήρια για να κρίνει και να επιλέξει αν όντως θέλει ή δεν θέλει.

Με αυτή την έννοια αν μιλάμε για μία σχέση που γίνεται ανάμεσα σε ένα 15χρονο και σε έναν σαραντάρη – πενηντάρη θεωρείται de facto κακοποιητική. Και δεν υπάρχει καμιά σημασία στο τι λέει ο 15χρονος. Να το σκεφτούμε σε ένα άλλο context; Αν δεν ήταν 15χρονος και ήταν επτάχρονος θα το συζητούσαμε; Επειδή έλεγε «θέλω» καθόμαστε και συζητάμε σοβαρά ότι μπορεί να το θέλει στ’ αλήθεια;

Όχι δεν θα το συζητούσαμε αλλά ο νόμος γι’ αυτό έχει ορίσει μια συγκεκριμένη ηλικία συναίνεσης και είναι τα 15 χρόνια. Και μετά τα 15 δεν οριοθετείται η διαφορά ηλικίας. Η τριετία μπαίνει σε σχέσεις ανηλίκων κάτω των 15. Από τα 15 και μετά δεν ορίζει ο νόμος πόσα χρόνια διαφορά μπορείς να έχεις. Και θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς «και σωστά».

Ναι, παρ όλα αυτά ξέρουμε πολύ καλά ότι η ανηλικιότητα στις ανεπτυγμένες κοινωνίες γενικά παρατείνεται. Δηλαδή η ωριμότητα στις επιλογές και στην δυνατότητα κρίσης ενός παιδιού 15 ή 16 χρόνων πριν 40 χρόνια ενδεχομένως ήταν πολύ πιο κοντά στην ενήλικο ψυχική κατάσταση, ενώ τώρα πια μάλλον έχει παραμείνει σε μια κατάσταση πιο ανήλικη. Είναι ο τρόπος ζωής των παιδιών στον ανεπτυγμένο κόσμο που παρατείνει την παιδικότητα, παρατείνει την ανηλικότητα στ’ αλήθεια.

Τι μπορεί να κάνει ένα θύμα βιασμού να μην αντιδράσει;

Πάρα πολλά πράγματα. Από αυτά που λέγαμε πριν, να το έχει χειριστεί ψυχολογικά, να το έχει εκβιάσει, να το έχει θαμπώσει ο δράστης με τη δική του ωριμότητα ή τις δικές του επιλογές, να το έχει χειραγωγήσει, να το έχει βάλει σε τρόπους σκέψης που δίνουν ψευδο-ρασιοναλιστικές εξηγήσεις στο γιατί συμβαίνουν όλα αυτά στο μυαλό του θύματος. Και άρα αυτό το αποτρέπει από το να καταγγείλει, να ζητήσει βοήθεια, να συνειδητοποιήσει την κατάστασή του ως θύματος.

Βεβαίως υπάρχουν και οι φόβοι των αντιποίνων, οι φόβοι ότι θα στερηθεί από ωφελήματα τα οποία μπορεί να συνοδεύουν την συγκατάβαση στην όποια σεξουαλική πρακτική, ιδιαίτερα όταν υπάρχει αυτή η μεγάλη διαφορά. Αν μιλάμε τώρα για έναν άνθρωπο που θέλει να σταδιοδρομήσει στον χώρο της μόδας, του πολιτισμού, του αθλητισμού, του θεάματος και έχει να κάνει με έναν πολύ φτασμένο, πολύ μεγαλύτερο του σε ηλικία άνθρωπο, προφανώς μπορεί να φοβάται ότι αν τυχόν μιλήσει και αποκαλύψει, αυτό θα σημαίνει το τέλος κάθε σχεδίου του για να μπορεί να έχει μια επαγγελματική σταδιοδρόμηση. Και αντιθέτως, αν κρατάει το μυστικό του τι συμβαίνει αυτό μπορεί να του διατηρεί της ελπίδες ότι κάτι μπορεί να εξελιχθεί καλύτερα για τη ζωή του.

Η εμπειρία δουλεύοντας με παιδιά θύματα δείχνει ότι επειδή ως επί το πλείστον προυπάρχει μια σχέση θαυμασμού, αγάπης, εκτίμησης, συναισθηματικής εξάρτησης  ή/και υλικής εξάρτησης με τους δράστες, πάρα πολύ συχνά θα ξαναπάει το παιδί στον δράστη. Στην πραγματικότητα ψυχολογικά νιώθει ότι δεν έχει άλλη επιλογή την ώρα εκείνη. Δεν είναι δηλαδή ότι οι επιλογές είναι όλες μπροστά σε έναν ανήλικο ακόμα και 17 χρονών και ότι τις παίρνει ή δεν τις παίρνει με βάση μια ελεύθερα διαμορφωμένη βούληση και κρίση.

Γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί μπορεί να επιστρέψει ένα θύμα βιασμού στον βιαστή του;

Γιατί όλη του η ζωή —  ή τουλάχιστον ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής του, έτσι όπως είχε σπρωχτεί να βλέπει τα πράγματα τότε — πέρναγε μέσα από την σχέση του με τον δράστη. Δεν είναι τόσο αυτονόητο ότι οι υφίστανται άλλες επιλογές στο μυαλό των ανθρώπων και τις βλέπουν και θα πάρουν αυτή που κρίνουν ως καλύτερη και ορθότερη.

Αν είμαι εγώ ένας 17χρονος από ένα δυσκολεμένο οικογενειακό περιβάλλον και με κοινωνικά πάρα πολύ μικρές, πάρα πολύ χαμηλές προσδοκίες για το μέλλον μου και ξαφνικά βρεθεί ένας άνθρωπος που με χειριστικό τρόπο θα μου δείξει πάρα πολύ μεγάλο ενδιαφέρον  — ένα ενδιαφέρον που ενδεχομένως μέχρι τότε κανένας άλλος δεν μου είχε δείξει στη ζωή μου —  αν κολακεύσει τα στοιχεία του εγωισμού μου, μου προδιαγράψει ρητά ή υπονοώντας ένα πιθανό μέλλον που μπορεί να έχω, που αγγίζει σε αυτό που ήταν και τα δικά μου τα όνειρα και οι προσδοκίες για τον εαυτό μου, δεν είναι τόσο απλό να πω ότι τα διαγράφω όλα αυτά και γυρνάω… πού ακριβώς;

Στο δεν έχω καμία προσδοκία και είμαι ένας 17χρονος μετανάστης που το Αριστοτελικό μου τέλος είναι το να πάω να γίνω εργάτης φράουλας στη Μανωλάδα για παράδειγμα; Θέλω να πω, εκείνη τη στιγμή ένα παιδί έχει εξωθηθεί να ζει ένα μύθο. Συστατικό στοιχείο για τη συντήρηση αυτού του μύθου είναι ο δράστης. Δεν είναι τόσο απλό ούτε γίνεται από τη μια μέρα στην άλλη να πει το θύμα ότι θα φύγει από αυτή τη σαπουνόφουσκα, από αυτό το κουκούλι που έχει γνέσει με πολλή μεγάλη επιδεξιότητα και μαεστρία ο δράστης και του έχει φτιάξει μια προοπτική ζωής, μια ανάγνωση για τον εαυτό του, τον κόσμο και την ίδια την σχέση του με το δράστη.

Αναφερθήκατε νωρίτερα στον θαυμασμό που μπορεί να νιώθει ένα θύμα προς τον κακοποιητή του, φέρνοντας το παράδειγμα αθλητών με τους προπονητές τους. Αυτόματα μου ήρθε στο μυαλό η τρομακτική εκείνη υπόθεση στο Ρέθυμνο με πρωταγωνιστή τον προπονητή μπάσκετ Νίκο Σειραγάκη (https://themanifoldfiles.org/children-and-state/the-basketball-sect/). Πώς μια τόσο μεγάλη σε διάρκεια δράση και με τόσα πολλά θύματα κατάφερνε να μένει επί τόσα χρόνια μυστική;

Γιατί και πάλι υπήρχε ένα κεντρικό πρόσωπο ενήλικας ο οποίος περιβαλλόταν από θαυμασμό, εκτίμηση, αγάπη από πάρα πολλά από τα παιδιά που ήταν θύματά του. Πολλά από αυτά τα παιδιά εξακολούθησαν και μετά τη σύλληψή του να πίνουν νερό στο όνομά του και να τον θεωρούν τον σημαντικότερο άνθρωπο που συνάντησαν στη ζωή τους. Τους καλλιεργούσε πολύ τεχνηέντως μεγάλη αυτοπεποίθηση εφόσον ήταν σε αυτό το κύκλωμα, σε αυτή την πυραμίδα «των παιδιών Του». Και βεβαίως το να είσαι μέσα σε αυτή την πυραμίδα, σε αυτόν τον κύκλο «των παιδιών Του» διασφάλιζε πέρα από κοινωνικά και συναισθηματικά, και άλλα οφέλη. Γιατί αλληλοϋποστηρίζονταν σε επίπεδο κοινωνικό, σε επίπεδο επιτευγμάτων — ό, τι και αν μπορεί να είναι ένα επίτευγμα για ένα παιδί εφηβικής ηλικίας —  και πάει λέγοντας. Έξω από αυτό τον κύκλο ένιωθες χαμένος. Όσο ήσουν μέσα ένιωθες καβάλα στ’ άλογο.

Αυτή την αίσθηση ότι κάπου ανήκεις…

Και αυτό το κάτι είναι μια ελίτ, είναι μια πολύ επίλεκτη ομάδα ανθρώπων, πάρα πολύ ικανών, επιδέξιων και που η ζωή είναι στρωμένη μπροστά τους με τους καλύτερους δυνατούς τρόπους. Ενώ έξω από αυτό τον κύκλο σε περιμένει το απόλυτο χάος, το απόλυτο τίποτα.

Προφανώς αυτά όλα δεν είναι κατ’ ανάγκη πραγματολογικώς σωστά. Προφανώς υπήρχε μέλλον για τα παιδιά του Ρεθύμνου κι έξω από την πυραμίδα του Σειραγάκη, έξω από την επιρροή τη δική του — ψυχολογική και σεξουαλική. Δεν είναι το θέμα αν υπήρχαν προσδοκίες πραγματικά. Το θέμα είναι ότι τα παιδιά είχαν πειστεί — και προφανώς κάποια παιδιά ήταν πολύ πιο ευεπίφορα να πειστούν. Είχαν πειστεί ότι έτσι είναι τα πράγματα και ότι μέσα σε αυτόν τον κύκλο είναι όλα διασφαλισμένα κι ότι έξω από αυτόν υπάρχει το χάος. Αυτό μπορεί να μας ερμηνεύσει γιατί και θυματοποιούμενα πηγαίνουν και την άλλη μέρα στον δάσκαλο να τον δουν. Γιατί εκείνη τη στιγμή που κάνουνε αυτή την επιλογή πιστεύουν ότι έξω από αυτό τον κύκλο δεν υπάρχει τίποτα. Υπάρχει το χάος, η καταστροφή αλλά μέσα σε αυτόν τον κύκλο των εκλεκτών του δασκάλου όλα είναι λυμένα.

Συχνά, η περιγραφή που δίνουν θύματα κακοποίησης είναι ένα «πάγωμα».

Είναι γνωστό ότι τα πολύ στοιχειώδη αντανακλαστικά των ζωικών ειδών όταν έρχονται αντιμέτωπα με μια περίσταση που την διαισθάνονται ως επικίνδυνη, το αυθόρμητο βιολογικό ένστικτο απέναντι στον κίνδυνο είναι: α) να σηκωθείς να φύγεις μακριά, όσο πιο μακριά μπορείς, β) να κάτσεις να πολεμήσεις, να τσακωθείς ή γ) συμβαίνει να παγώνεις και να κοιτάζεις αυτό που σου έρχεται χωρίς να μπορείς να αντιδράσεις. Είναι αυτό που λέμε «fight, flight, freeze». Εδώ μιλάμε για το «freeze». Είναι μια πολύ βιολογική αντίδραση του ανθρώπου απέναντι στον κίνδυνο. Δεν ξέρω γιατί μας κάνει εντύπωση.

Την ώρα που παγώνεις ποια είναι η διαδικασία λειτουργίας του εγκεφάλου;

Είναι σαν να παρακολουθείς σαν τρίτος αυτά που σου συμβαίνουν. Είναι σαν το θύμα τροχαίου που μετά επειδή δεν αντέχει ο εγκέφαλος τη συναισθηματική ένταση της ανάμνησης, θυμάται το συμβάν σαν να το βλέπει κάποιος τρίτος από την άκρη του δρόμου. Αυτό που συμβαίνει όταν παγώνει κανείς μπροστά σε μια επικίνδυνη και απειλητική περίσταση είναι ακριβώς αυτό. Βλέπει τη ζωή του, βλέπει τον εαυτό του, βλέπει τη σχέση του με άλλους ανθρώπους, βλέπει τις πράξεις του, τα γεγονότα και είναι σαν να τα βλέπει κάποιος τρίτος, να τα παρακολουθεί σε ταινία. Και ως εκ τούτου νιώθει και τελείως ανίκανος να επηρεάσει το τι γίνεται. Μάλλον δρα ως αυτόματο κάνοντας αυτό που έχει μάθει να κάνει ή συνήθως έκανε χωρίς να νιώθει ότι έχει τον έλεγχο των πράξεών του.

Αυτός ο μηχανισμός ενεργοποιείται πάρα πολύ συχνά ιδιαίτερα στα ανήλικα θύματα. Μία από τις νομοθετικές μεταβολές που έχουν γίνει σε πάρα πολλές χώρες του κόσμου — και στην Ελλάδα — είναι το ότι ο χρόνος παραγραφής των αδικημάτων έχει αλλάξει και μετράει από την ενηλικίωση των θυμάτων και όχι από τη στιγμή που έλαβαν χώρα τα όποια συμβάντα.

Οι λόγοι και το σκεπτικό για το οποίο υιοθετήθηκε αυτή η αλλαγή είναι ακριβώς το ότι μπορεί να χρειαστούν και χρόνια για να ωριμάσει κανένας ως προς την ανάγνωση του στα γεγονότα και να καταλάβει ότι ήταν θύμα. Και ασφαλώς και ως προς το να βρει τη δύναμη και το κουράγιο να πάει να καταγγείλει και να ζητήσει το δίκιο του αλλά και ως προς το να μην έχει πια σχέσεις εξάρτησης υλικές, κοινωνικές, ψυχολογικές με τον ή τους δράστες για να μπορεί να το κάνει. Και γι αυτό τον λόγο πια η παραγραφή μετράει από την ενηλικίωση. Γιατί είναι πολύ πιθανό όταν ήμουν εφτά χρόνων και να ήθελα, πρώτον να μην καταλάβαινα τι μου συνέβαινε ακριβώς, δεύτερον και να καταλάβαινα, να μην ήξερα τι να κάνω, και τρίτον και να ήξερα τι να κάνω, να μην μπορούσα να το κάνω. Και αυτό μπορεί να πάρει χρόνια να το συνειδητοποιησεις.

Δεν θέλω να πούμε ότι υπάρχει μια ερμηνεία για όλα. Γιατί προφανώς αλλιώς παίζεται σε ένα 17χρονο παιδί και αλλιώς σε ένα επτάχρονο. Ένα επτάχρονο παιδί μπορεί να πιστεύει κιόλας ότι σε όλα τα σπίτια έτσι γίνεται και δεν υπάρχει κάτι άλλο και ότι αυτό είναι μέρος μιας κανονικότητας.

Σε ένα 17χρονο όμως αυτό δεν ισχύει…

Όχι, αλλά μπορεί να ισχύει το ότι μπορεί να είναι πάρα πολύ εξαρτημένος ψυχολογικά από το δράστη. Ή μπορεί να δικαιολογεί το δράστη. Κι αυτό είναι κάτι που παίζει πολύ συχνά είτε μιλάμε για αιμομικτική παραβίαση είτε για παραβιάσεις σε χώρους αθλητισμού, σε χώρους θρησκευτικών θεσμών, σε χώρους πολιτιστικών θεσμών και πάει λέγοντας Εκεί δηλαδή όπου ο δράστης περιβάλλεται με όλη την αίγλη και το θαυμασμό από το θύμα. Πολύ συχνά υπάρχει ένα μείγμα άρνησης να δει ότι όντως θυματοποιείται και ταυτοχρόνως ένα, αν θέλετε, λίγο κολακευτικό για τον ίδιο τον ναρκισσισμό του παιδιού.

Ένα ερμηνευτικό σχήμα που συχνά καλλιεργείται από τους δράστες είναι τι αυτό είναι μια παρέκβαση που συμβαίνει μόνο επειδή το θύμα είναι το εκλεκτό πρόσωπο του δασκάλου, του προπονητή, του ιερωμένου. Και αυτό στο μυαλό του παιδιού θύματος μπορεί να λειτουργεί για να δικαιολογήσει εκείνον που τόσο εκτιμά και αγαπάει και ξέρει ότι κάνει κάτι λάθος, κάτι που δεν είναι σωστό γιατί «τι να κάνουμε; Τον τραβάω τόσο πολύ».

Και αυτό μπορεί να αναπαράγεται και για πολύ καιρό.

Μπορεί το θύμα σεξουαλικής κακοποίησης να έχει διέγερση, κολπικά υγρά ή στύση;

Μπορεί να συμβεί. Πρώτον γιατί υπάρχει και μηχανική διέγερση του σώματος εκτός από το ψυχικό σκέλος. Συνήθως χρησιμοποιούνται μια σειρά από τέτοιου είδους τεχνικές ιδιαίτερα όταν προϋπάρχει μια σχέση εκτίμησης, αγάπης, θαυμασμού και δεν υπάρχει σωματικός καταναγκασμός. Εκεί και προκαταρκτικά θα υπάρξουν και άρα προπαρασκευαστικές ενέργειες ώστε το σώμα να μπορεί να ανταποκριθεί στη σεξουαλική πράξη. Κατά δεύτερον μην ξεχνάμε ότι υπάρχουν και συναισθήματα του θύματος απέναντι στο δράστη. Τα συναισθήματα δεν είναι όμως ένα ατόφιο πράγμα, δεν είναι μονοσήμαντα — είτε τον αγαπάω είτε δεν τον αγαπάω. Και τον αγαπώ, και δεν μου αρέσει αυτό που κάνει, και κολακεύομαι λίγο γιατί όπως λέγαμε πριν η επιθυμία του για μένα είναι τόσο μεγάλη. Και όμως ζορίζομαι γιατί αυτό που μου κάνει δεν μου αρέσει. Οπότε εκεί υπάρχει μια διαπάλη.

Θέλω να πω ότι δεν μιλάμε για μια περίσταση σε ένα σκοτεινό δρομάκι όπου με βιάζουν άγνωστοι με σωματικό καταναγκασμό και δεν υπάρχει τίποτα με το οποίο να σχετίζομαι με αυτούς τους ανθρώπους αλλά αντιθέτως υπάρχει τρόμος. Εκεί κανένας δεν με προπαρασκευάζει σωματικά και αυτό που μου συμβαίνει είναι όλο ένας σωματικός καταναγκασμός. Δεν μιλάμε γι’ αυτό. Μιλάμε για ανθρώπους που τους δένουν πριν σχέσεις μέσω αυτής της σχέσης. Υπάρχει και μια πλευρά αγάπης, εκτίμησης, θαυμασμού η οποία μπορεί να ενέχει και μια πλευρά συναισθηματικού έρωτος με μια έννοια πιο αρχαιοελληνική αν θέλετε, και σε αυτό δεν θα υπάρξει σωματικός καταναγκασμός. Θα υπάρξει ένα «ναι» που θα πεις ψυχολογικά καταναγκαζόμενος και στα πλαίσια αυτού θα υπάρχουν και προκαταρκτικά, θα υπάρχει και θωπεία, θα υπάρχει και προετοιμασία του σώματος. Είναι τελείως άλλο το πλαίσιο στο οποίο συμβαίνει.

Η δυνατότητα ενός ανθρώπου στη μέση ηλικία να διακινήσει ερωτικά συναισθήματα σε έναν έφηβο είναι γνωστή από την αρχαιότητα. Τώρα έχουμε κάνει το βήμα να θεωρούμε ότι αυτό δεν είναι μία ελεύθερη επιλογή και των δύο ανθρώπων. Γενικά το θεωρούμε ως μία μονοσήμαντη επιλογή της ενηλίκου πλευράς, της φτασμένης, που επιβάλλει τη δική του επιθυμία στον έφηβο.

Τι είναι αυτό που μπορεί να κάνει κάποιον να επιθυμεί σεξουαλικά ένα τόσο νεότερό του άνθρωπο;

Για αρκετούς ανθρώπους η τόσο μεγάλη ηλικιακή διαφορά θα ήταν ένα αντικίνητρο. Ακόμα και αν μπορούσαν να κατακτήσουν την καρδιά ενός εφήβου, όταν είσαι 45 χρονών δεν θα σου άρεσε να είσαι με δεκαπεντάχρονα. Για κάποιους αυτό δεν είναι πρόβλημα. Στην σεξουαλική παραβίαση των εφήβων τα χαρακτηριστικά συνήθως είναι πιο κοντά στο βιασμό των ενηλίκων, στη βία την ερωτική μεταξύ συντρόφων ενηλίκων. Και επειδή ξέρουμε ότι στη βία μεταξύ ερωτικών συντρόφων το ερμηνευτικό κλειδί είναι η άσκηση κυριαρχίας, το να εξασκώ αυτού του είδους τη σεξουαλικότητά μου και σε μικρής ηλικίας ανθρώπους, εφήβους και παιδιά, μάλλον ενισχύει αυτή την αίσθηση κυριαρχίας κατά τη διάρκεια της πράξης στο μυαλό και στην ψυχή των δραστών. Δηλαδή κάνει την κυριαρχία πιο έντονη. Κυριαρχεί σε έναν άνθρωπο που δεν έχει τη δυνατότητα να του αντισταθεί, δεν είναι αρκετά ώριμος. Οπότε εξασφαλίζει στον δράστη αυτό το περιβάλλον της απόλυτης κυριαρχίας, ότι κάνεις ότι θέλεις το θύμα σου, είναι ένα ζυμαράκι και το πλάθεις.

Λίγο νωρίτερα, αναφερόμενος στην υπόθεση Σειραγάκη είπατε ότι κάποια θύματα είναι πολύ πιο ευεπίφορα στο να πειστούν και να μην «σπάσουν τη σιωπή». Παίζει ρόλο η έλλειψη ή η  ακαταλληλότητα ή και η προϋπάρχουσα βία του οικογενειακού ή όποιου άλλου ασφαλούς πλαισίου;

Το έλλειμμα στο ενδιαφέρον και στην έγνοια του άλλου ανθρώπου φαίνεται. Μπορεί να μην μπορούν να το περιγράψουν με λόγια αλλά πάρα πολύ συχνά οι άνθρωποι το πιάνουν στον αέρα ότι εδώ μιλάμε για έναν πάρα πολύ στερημένο άνθρωπο.

Δείτε για παράδειγμα τα παιδιά που μεγαλώνουν σε ιδρύματα που είναι τυπικός τέτοιος πληθυσμός. Γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης από τον πρώτο τυχόντα. Γιατί; Γιατί συμβαίνει αυτό που λέει το παλιό τραγούδι «λίγα ψίχουλα αγάπης σου γυρεύω κι ως την άλλη μου ζωή θα σε λατρεύω».

Και φαίνεται από μακριά ότι έχουν τόσο μεγάλο έλλειμμα και ότι είναι πάρα πολύ εύκολο να γίνουν αντικείμενο εκμετάλλευσης. Δεν χρειάζεται να είσαι ειδικός ψυχικής υγείας για να το αναγνωρίσεις. Άλλωστε ένα παιδί που είναι και συγκροτημένο και δεν έχει τέτοια ελλείμματα, δεν θα μασήσει στο παραμύθι για αυτό το «κουκούλι» που λέγαμε πριν. Πολύ γρήγορα θα καταλάβει και ο δράστης ότι δεν τον πολυπαίρνει. Και να προσεγγίσει θα ανακρούσει πρύμνα ενώ στην άλλη περίπτωση βλέπει ότι υπάρχει έδαφος και προχωράει.

Φωτογραφία: The Manifold