Η κρίση του κράτους δικαίου και η ολίσθηση της ελευθερίας του Τύπου στην Ελλάδα τίθεται εκ νέου στο «μικροσκόπιο» του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, το οποίο αναμένεται να υιοθετήσει καταδικαστικό ψήφισμα σήμερα, Τετάρτη 7 Φεβρουαρίου.

Ads

Στο επίκεντρο βρίσκονται οι παρακολουθήσεις της ΕΥΠ, η χρήση του παράνομου και κακόβουλου λογισμικού κατασκοπείας Predator κατά υψηλόβαθμων κρατικών λειτουργών, δημοσιογράφων και άλλων στόχων, η παρέμβαση της κυβέρνησης ΝΔ στο έργο των συνταγματικά κατοχυρωμένων ανεξάρτητων αρχών όπως η Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) -ιδίως μέσω αντισυνταγματικών τροποποιήσεων της σύνθεσης της Αρχής, εκφοβισμού των μελών της και κλήση τους ως υπόπτων σε ποινικές διαδικασίες- κυβερνητικές παρεμβάσεις στα μέσα ενημέρωσης, οι καταχρηστικές αγωγές κατά δημοσιογράφων (SLAPPs) και ακτιβιστών, καθώς και οι αναποτελεσματικές -για την ώρα- έρευνες για τη δολοφονία του δημοσιογράφου Γιώργου Καραϊβάζ τον Απρίλιο του 2021.

Υπενθυμίζεται ότι για δεύτερη συνεχή χρονιά, η Ελλάδα κατέλαβε την τελευταία θέση στην ΕΕ στον Παγκόσμιο Δείκτη Ελευθερίας του Τύπου των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα (RSF) το 2023, ενώ η ειδική εισηγήτρια των Ηνωμένων Εθνών για τους υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, Μαίρη Λόλορ, επισήμανε παρόμοιες ανησυχίες στην έκθεσή της, τον Μάρτιο του 2023, συμπεριλαμβανομένων των περιορισμών της ελευθερίας των μέσων ενημέρωσης από τις ελληνικές αρχές, της έλλειψης πλουραλισμού των μέσων ενημέρωσης στη χώρα μας και της παρακολούθησης των δημοσιογράφων με τη χρήση εμπορικού κατασκοπευτικού λογισμικού και υποκλοπών.

Το Ευρωκοινοβούλιο, μεταξύ άλλων, αναμένεται να καταδικάσει την αθέμιτη εργαλειοποίηση του όρου «απειλή για την εθνική ασφάλεια» ως αιτιολογία για την παρακολούθηση δημοσιογράφων και πολιτικών αντιπάλων από την ΕΥΠ, η οποία βρίσκεται υπό την άμεση αρμοδιότητα και εποπτεία του γραφείου του πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη.

Ads

Διαβάστε σχετικά: ΑΔΑΕ / ΕΥΠ και Αντιτρομοκρατική έκρυψαν πάνω από 6.700 άρσεις απορρήτου

Ειδική μνεία στο έγκλημα των Τεμπών και την αστυνομική βία

Οι ευρωβουλευτές αναμένεται να υπογραμμίσουν ότι είναι ζωτικής σημασίας να διεξαχθεί γρήγορα και ολοκληρωμένα η δικαστική έρευνα για την πολύνεκρη μετωπική σύγκρουση τρένων στα Τέμπη, καλύπτοντας όλους τους εμπλεκόμενους φορείς, συμπεριλαμβανομένων των αρμόδιων κυβερνητικών αξιωματούχων.

Αναμένεται να ασκήσουν κριτική στην Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής για το έγκλημα των Τεμπών, παρατηρώντας ότι φαίνεται να στερείται πολιτικής αμεροληψίας και να διστάζει να καλέσει βασικούς πραγματογνώμονες να καταθέσουν. Θα εκφράσουν δε τη βαθύτατη ανησυχία τους για την άρνηση του Κοινοβουλίου να διεξαγάγει έρευνα όπως ζήτησε η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία σχετικά με τους δύο πρώην υπουργούς Μεταφορών, Χρήστο Σπίρτζη και Κώστα Αχ. Καραμανλή.

Ξεχωριστή αναφορά αναμένεται να γίνει για την αστυνομική βία και αυθαιρεσία, ιδίως κατά μειονοτήτων, σε συνδυασμό με την ευρύτερη αντίληψη περί ατιμωρησίας των σωμάτων ασφαλείας, την έλλειψη και απροθυμία αποτελεσματικής διερεύνησης.

Σε ανάληψη δράσης για την κρίση του κράτους δικαίου στην Ελλάδα καλείται η Κομισιόν

Χθες, Τρίτη (6/2), 17 ανεξάρτητες οργανώσεις -συμπεριλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Δημοσιογράφων (EFJ) και το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Human Rights Watch)- που παρακολουθούν και υπερασπίζονται ενεργά την ελευθερία του Τύπου, το κράτος δικαίου και τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Ευρώπη, με κοινή επιστολή τους προς την πόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, ζητώντας άμεση δράση από πλευράς Κομισιόν για την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί και επιδεινώνεται στην Ελλάδα.

Οι οργανώσεις στηλιτεύουν τη μέχρι στιγμής αδράνεια της Κομισιόν να θέσει την ελληνική κυβέρνηση προ των ευθυνών της για την παραβίαση των υποχρεώσεών της όσον αφορά το κράτος δικαίου και τα θεμελιώδη δικαιώματα που απορρέουν από το δίκαιο της ΕΕ, ενώ η ίδια η Επιτροπή στην έκθεσή της για το Κράτος Δικαίου 2023 εξέφρασε -μεταξύ άλλων- ανησυχίες για την κατάσταση των δημοσιογράφων και της κοινωνίας των πολιτών στην Ελλάδα, που ωστόσο δείχνουν να μην αντικατοπτρίζουν τη σοβαρότητα της κατάστασης.

Η Κομισιόν καλείται να παράσχει σαφείς και μετρήσιμες συστάσεις στις ελληνικές αρχές και να αξιολογήσει κατά πόσον οι παραβιάσεις του κράτους δικαίου και των θεμελιωδών δικαιωμάτων από την Ελλάδα δικαιολογούν την αναστολή κονδυλίων της ΕΕ.

Στην «αντεπίθεση» ΝΔ και Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα

Ενόψει της ψηφοφορίας, η ευρωβουλευτής της ΝΔ και του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (ΕΛΚ), Ελίζα Βόζεμπεργκ χαρακτήρισε το ψήφισμα «επιτομή του λαϊκισμού και της παραπληροφόρησης» και «επιεικώς απαράδεκτο που στερείται αξιοπιστίας», σε χθεσινή παρέμβασή της στην Ολομέλεια στο Στρασβούργο.

Η κ. Βόζεμπεργκ έκανε λόγο για εσκεμμένη παράλειψη των θεσμικών και διοικητικών μεταρρυθμίσεων που έφερε η ελληνική κυβέρνηση τα τελευταία τέσσερα χρόνια, καθώς και της προόδου που έχει σημειώσει η Ελλάδα, «όπως αυτή αποτυπώνεται στα επίσημα συμπεράσματα της Κομισιόν για το Κράτος Δικαίου το 2023». Σύμφωνα με την ευρωβουλευτή της ΝΔ, το ψήφισμα που υπογράφουν οι Ευρωπαίοι Σοσιαλιστές, Φιλελεύθεροι, Πράσινοι και Αριστεροί της Ευρωβουλής «αναφέρεται σε εκκρεμείς δικαστικές υποθέσεις ενώπιον της ανεξάρτητης ελληνικής δικαιοσύνης, αμφισβητώντας το θεσμικό της ρόλο, και καταλήγει σε αυθαίρετα συμπεράσματα».

«Τέτοια ψηφίσματα τα οποία υιοθετούν σκόπιμα fake news, που διαδίδουν κύκλοι της αντιπολίτευσης στην Ελλάδα, δυστυχώς κλονίζουν την αξιοπιστία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου» κατέληξε η Ελίζα Βόζεμπεργκ.

Με «αντιψήφισμά» τους, 17 ευρωβουλευτές του ΕΛΚ -ανάμεσά τους η ευρωομάδα της ΝΔ- επιχειρούν να αντιστρέψουν το κλίμα υποστηρίζοντας ότι η Ελλάδα είναι μια σταθερή συνταγματική δημοκρατία με ένα σύγχρονο και ισχυρό σύστημα κοινωνικής πρόνοιας που είναι πλήρως προσηλωμένη στα δικαιώματα και τις αξίες της ΕΕ.

«Η Ελλάδα συνεχίζει να ενισχύει το κράτος δικαίου και την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης μέσω της ψηφιοποίησης της δικαιοσύνης, των μεταρρυθμίσεων κατά της διαφθοράς, των μέτρων ενίσχυσης της διαφάνειας της ιδιοκτησίας των μέσων ενημέρωσης και της κατανομής της κρατικής διαφήμισης, της ενίσχυσης της ρυθμιστικής αρχής των μέσων ενημέρωσης, καθώς και της βελτίωσης του εργασιακού περιβάλλοντος για τους δημοσιογράφους» υποστηρίζουν.