Είναι αυτό που λένε «ήρθε κι έδεσε»… Στον απόηχο της (θερινής) ψήφισης ενός νόμου εναντίον των διαδηλώσεων, καταφανώς εμπνευσμένου από εκείνον του 1971, τρεις ημέρες μετά τα σύγχρονα «αποφασίζομεν και διατάσσομεν», που μετέτρεψαν σε… ανομία ακόμη και  την εναπόθεση λουλουδιών στο μνημείο του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας «Εστία» (8/12/20) φάνταζε… εντός κλίματος. «Τράπεζα Ελλάδος: Έπαινος για τα οικονομικά της δικτατορίας», ήταν ο κεντρικός τίτλος, πάνω από τη φωτογραφία του κεντρικού τραπεζίτη, Γιάννη Στουρνάρα.  

Ads

image
 
Μας πληροφόρησε, λοιπόν, η εφημερίδα ότι ένιωσε «έκπληξη πρώτου μεγέθους» – άκρως ευχάριστη, όπως  αντιληφθήκαμε – με μια μελέτη του Κέντρου Πολιτισμού, Έρευνας και Τεκμηρίωσης  της ΤτΕ για την ελληνική  οικονομία,  από το 1950 ως το 1973. Έκπληξη που πηγάζει από τη θετική αποτίμηση, την οποία έκανε για την οικονομία της χουντικής περιόδου ο κ. Χρυσάφης Ι. Ιορδάνογλου (καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, άρτι συνταξιοδοτηθείς). Ευκαιρία λοιπόν για μερικές επισημάνσεις. Και πρώτα δυο … διαδικαστικές. Ή, αν προτιμάτε, «επί της αρχής».   
 
Πρώτη: Τα ερεθίσματα για τις νύξεις που έπονται τα δίνει η παρουσίαση των σημείων της μελέτης, όπως την κάνει η «Εστία». Εκ των πραγμάτων, αποσπασματικά και μάλιστα «τηλεγραφικά». Επειδή, λοιπόν, το «δειγματοληπτικό» του δημοσιεύματος είναι πιθανό να αδικεί  σε κάποια σημεία τον συντάκτη της μελέτης (καθώς «σπάει» τη συνοχή των αναφορών του), όσα γράφουμε σήμερα ας θεωρηθούν – το είπαμε ήδη- απλές επισημάνσεις. Όχι συγκροτημένη κριτική- αυτή δεν μπορεί να γίνει σε μεμονωμένα σημεία που παρατίθενται. Ενδιαφέρον, πάντως, είναι το εξής: Ορισμένα από τα άφθονα στοιχεία που θεμελιώνονται σε επίσημες  στατιστικές και  τα οποία διαψεύδουν «κεντρικούς» ισχυρισμούς της διαχρονικής, φιλικής προς τη χούντα, μυθοπλασίας, συμπεριλαμβάνονται (βλ. τις παραπομπές) σε γνωστό βιβλίο του ίδιου του Χρυσ. Ιορδάνογλου…  
 
Δεύτερη: Ως τώρα, ορισμένοι τεχνοκράτες με θητεία στον τραπεζικό τομέα, σε διαφορετικές δεκαετίες, έχουν εκπονήσει εμπεριστατωμένες μελέτες, τα πορίσματα των οποίων ήταν άκρως επιβαρυντικά για τις οικονομικές επιδόσεις της δικτατορίας. Ενδεικτικά αναφέρουμε δύο. Τη μελέτη του Βασίλη Καφίρη, διοικητή της ΑΤΕ από το 1982 ως το 1987 και, ειδικά για τον πρωτογενή  τομέα, την έρευνα  του Λ. Ι Λιακατά (πρώην στελέχους της ίδιας τράπεζας), που δημοσιεύθηκε μάλιστα πριν από τη μεταπολίτευση, κατά τις ημέρες της δεύτερης χουντικής «βερσιόν», δηλαδή επί κυριαρχίας του Δ. Ιωαννίδη {1}. Η τωρινή αναφορά του Κέντρου της ΤτΕ στη δικτατορία, έτσι όπως γνωστοποιείται στο πρωτοσέλιδο της «Εστίας», με προμετωπίδα τη φωτογραφία του Γιάννη Στουρνάρα, μάλλον μας προ(σ)καλεί να θυμηθούμε κάτι: Πως η επιτυχία ή αποτυχία πολιτικών που εφαρμόζονται στο οικονομικό και κοινωνικό πεδίο ορίζεται και από την οπτική γωνία, υπό την οποία βλέπει κανείς τα πράγματα – ή και τα καθορίζει… 
 
Υποθέτουμε, πχ, ότι για τον νυν κεντρικό τραπεζίτη ήταν θετικοί εκείνοι οι  χουντικοί νόμοι  για τα εργασιακά, που δεκαετίες αργότερα έμελλε να κάνουν «μετάσταση» στην Ελλάδα των μνημονίων. Με πιο χαρακτηριστικά δείγματα – «καρκινώματα», το ΝΔ 186/1969  για τον καθορισμό των κατώτατων μισθών/ημερομισθίων και το ΝΔ 515/1970, που επέφερε την πρώτη καταστρατήγηση του οκταώρου, στον «πολιτισμένο κόσμο».  
 
Εικάζουμε, επίσης, ότι για τον Γ. Στουρνάρα ήταν άκρως επιτυχής η μισθολογική/ εισοδηματική «γραμμή πλεύσης» των «πρωτονεοφιλελεύθερων», όπως χαρακτηρίστηκαν – επιτυχώς κατά τη γνώμη μας- οι «εθνοσωτήρες» της επταετίας. Διότι, αν το  1964- 1967 η μέση ετήσια αύξηση της παραγωγικότητας ήταν 9,15% και των μισθών 9,05%, στο «χακί» 1968 – 1974 ο πρώτος δείκτης έπεσε στο 7,22% και ο δεύτερος στο 5,11% {2}.  
 
Φανταζόμαστε επίσης ότι ο σημερινός κεντρικός τραπεζίτης θα έβρισκε πολύ… δημιουργική την υστέρηση των μισθών και έναντι άλλων θεμελιωδών μεγεθών, όπως του εθνικού εισοδήματος. Υποψιαζόμαστε δε ότι θα έκρινε ως …. λαϊκίστικο και τον «Οικονομικό Ταχυδρόμο» της 15/11/1973, που εμφανιζόταν αγανακτισμένος  επειδή, παρά το γεγονός ότι τα κέρδη των βιομηχάνων είχαν αυξηθεί  6,5 φορές κατά τη δεκαετία 1962 – 1971 και τετραπλασιαστεί μεταξύ 1967 και 1971 (αν και τα Ίδια Κεφάλαια το ’67 – ’71 αυξήθηκαν λιγότερο από δυο φορές), οι αμοιβές που παρείχαν στους μισθωτούς τους ήταν πολύ χαμηλές.  
 
Τιθασεύουμε, τέλος, τον πειρασμό να υποθέσουμε ποιες φοροαπαλλαγές και φορο- ελαφρύνσεις της χούντας θα ικανοποιούσαν τον νυν κεντρικό τραπεζίτη, την ώρα που οι – εξ ορισμού άδικοι- έμμεσοι φόροι, ως ποσοστό επί των κρατικών εισπράξεων, έφθαναν και παρέμεναν σε θηριώδη επίπεδα, μεταξύ 70 – 78,4%, από το 1970, προτού πέσουν στα 53- 55%, μετά το 1976 {3}.   
 
Σαν τον πυγμάχο προτού βγει νοκ άουτ…  
 
Ας επανέλθουμε στην παρουσίαση της μελέτης Ιορδάνογλου, την οποία κάνει η «Εστία». Παρακάμπτουμε μερικές φευγαλέες αναφορές σε «θετικά», ακριβώς επειδή είναι φευγαλέες. Πχ δεν έχει νόημα να αναφέρεται κανείς στην «εκτεταμένη χορήγηση δανείων» σε υποψήφιους ξενοδόχους ή αγρότες, αν δεν δει  αναλυτικά τι απέγινε το τουριστικό «όραμα» που  καλλιέργησε το καθεστώς και πώς εξελίχθηκαν τα πράγματα στον αγροτικό τομέα, σε όλους τους τομείς – αγροτικό εισόδημα, καλλιέργειες, παραγωγή, κλπ. {4}       
 
 Επικεντρωνόμαστε, όμως, σε μερικές βασικές παραμέτρους της «ευημερίας (ή μη) των αριθμών»: Σύμφωνα με την «Εστία», στη  μελέτη της ΤτΕ  η  οικονομική πολιτική της δικτατορίας «για το μόνο που ελέγχεται είναι η υπερθέρμανσις, με την επεκτατική πιστωτική πολιτική της και οι πληθωριστικές πιέσεις, στο τέλος της θητείας της, λίγο πριν από την πτώση της».  
 
Συγγνώμη, αλλά μια τέτοια προσέγγιση μοιάζει με έπαινο σε πυγμάχο, που αγωνιζόταν – υποτίθεται- με καταπληκτικό στιλ, προτού σωριαστεί στο καναβάτσο… Η χούντα το 1974 «παρέδωσε» μια οικονομία πνιγμένη στο «στασιμοπληθωρισμό», με ύφεση και μάλιστα στο – 6,4 % (για πρώτη φορά αρνητικό πρόσημο στα μεταπολεμικά χρονικά) και πληθωρισμό γιγάντιο, στο 26,9%. Αυτό δεν το λες απλώς «πληθωριστική πίεση»…  
 
Από τη δύση του 1973 η ελληνική οικονομία παρουσίαζε τον υψηλότερο τιμάριθμο ανάμεσα σε όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ. Το σημαντικότερο: Η γιγάντωση του πληθωρισμού , που στις αρχές του 1974 έφθασε στο 23,2%, «προήλθε κυρίως εκ της ανόδου των τιμών διατροφής κατά 31%», όπως σημείωνε – σχεδόν πανικόβλητος- ο «Οικονομικός Ταχυδρόμος» στις 3/1/1974, παραθέτοντας τα σχετικά στοιχεία της ΕΣΥΕ.  
 
«Η ακρίβεια στα καύσιμα έφερε τον πληθωρισμό στην Ελλάδα», διατείνεται ένα  στερεότυπο  που, όμως, δεν αντέχει στην ενδελεχή εξέταση των δεδομένων. Δεν αντέχει καν στην παρατήρηση ότι η ανατιμήσεις σχεδόν όλων των βασικών ειδών – διατροφής,  ένδυσης, κλπ- είχαν αρχίσει  σε περιόδους,  κατά τις οποίες καμία αύξηση του πετρελαίου δεν καταγραφόταν (πχ Ιανουάριος 1971- Ιανουάριος 1972).  
 
Η απορρύθμιση ήταν μεγάλη, σχεδόν σε όλα τα βασικά «μεγέθη». Το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου, που ήταν στο -8,5% το ’66 και στο – 8,1% το ’67, σταθεροποιήθηκε άνω του – 9% στη συνέχεια και έφθασε το – 11,5 το 1973. Χρειάστηκε να περάσουν 16 χρόνια για να καταρριφθεί αυτό το «ρεκόρ» (-12% , το 1989) {5}  
 
Ο προσεκτικός μελετητής της περιόδου θα διαπιστώσει ότι  είχε δίκιο ο συγγραφέας – ερευνητής Σόλων Γρηγοριάδης, όταν σημείωνε: «Και μόνη η διαπίστωση ότι η Ελλάδα επλήγη περισσότερο παρά οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες από τη διεθνή κρίση ( σ.σ. εννοεί του 1973), πιστοποιεί τη σαθρότητα της οικονομίας της (…). Η πολιτική αυτή είχε καταστήσει την ελληνική οικονομία χιονάνθρωπο έτοιμο να λιώσει, ένα οικοδόμημα με πήλινα βάθρα, έτοιμο να καταρρεύσει στην πρώτη κακή συγκυρία. Και κατέρρευσε». 
 
Προτού φθάσει, εδώ, το κυρίως «ωστικό κύμα» της πετρελαϊκής κρίσης του 1973, θα συμπληρώναμε εμείς… Μήπως όμως συντελέστηκε νωρίτερα κανένα «θαύμα», χάριν του οποίου θα μπορούσε να αντιμετωπίσει με ένα μεγαλόψυχο «χαλάλι», το Βατερλό του 1973 – 74; Από πουθενά δεν προκύπτει αυτό. Η ίδια η μελέτη της ΤτΕ επισημαίνει  ότι ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ  το 1967 – 1973 ήταν «οριακά χαμηλότερος» του αντίστοιχου, της περιόδου 1961 -1967.         
 
Ας μιλήσουμε λοιπόν για απασχόληση κι ανεργία…  
 
Από τις υπόλοιπες αναφορές που κάνει η «Εστία» στη μελέτη, στεκόμαστε σε μία, που αφορά ζήτημα μεγάλης κοινωνικής βαρύτητας. Την απασχόληση. «Στις αρχές του 1973 η ελληνική οικονομία βρισκόταν κοντά στην πλήρη απασχόληση. Η ανεργία είχε πέσει στο 2%».  Η ανεργία όμως ήταν χαμηλή (κάτω του 6%) από το 1961.  Ο λόγος; Απλός: Μεγάλο μέρος του εργατικού δυναμικού μετανάστευε στο εξωτερικό για να ζήσει. Καθαρά το επεσήμανε, άλλωστε, για το 1973, ο – κάθε άλλο παρά εχθρικός προς τη χούντα- Σύνδεσμος Ελλήνων Βιομηχάνων, επισημαίνοντας σε μια άκρως ενδιαφέρουσα μελέτη του, για την αγορά εργασίας: «Η μείωσις  της ανεργίας προέκυψε κυρίως ως αποτέλεσμα υψηλών ρυθμών εξωτερικής μεταναστεύσεως και δευτερευόντως εκ της αυξήσεως της εγχωρίου απασχολήσεως» {6}  
 
 Η ανεργία έπεσε κάτω του  2% από το 1976 έως και το 1979. Αυτό  συνέβη μάλιστα σε συνθήκες, πρώτον, αύξησης του εργατικού δυναμικού (είχε αρχίσει κι η παλιννόστηση) και, δεύτερον, ανόδου των μισθών, υπό την καταλυτική επίδραση του μεταπολιτευτικού ριζοσπαστισμού, διεκδικήσεων, μεγάλων απεργιακών κινημάτων, κλπ. Το δεύτερο ας το λάβουν υπόψη όσοι πιστεύουν ακόμη πως η καθήλωση των μισθών προστατεύει την απασχόληση (λες και με τα μνημόνια του 2010 και εντεύθεν δεν βρέθηκαν, ταυτόχρονα, στα Τάρταρα οι μισθοί και κοντά στο 30% η ανεργία).  
 
Εάν κάποιος προσέξει την Έρευνα Εργατικού Δυναμικού της ΕΣΥΕ {7} και υπολογίσει μειώσεις και αυξήσεις, κάθε έτος, από το 1967- 68 ως το 1973- 74, θα δει στο «ζύγι» ένα πολύ ταπεινό «συν», μόλις 9.000 θέσεων εργασίας.  Υπενθυμίζουμε ότι στις 28/12/1967, παρουσιάζοντας το πενταετές οικονομικό σχέδιο (1968 – 1972),  ο υπουργός Συντονισμού Ν. Μακαρέζος είχε προβλέψει «δημιουργία 350.000 περίπου νέων ευκαιριών απασχολήσεως». Τελικά, το «ζύγι» έδειξε καθαρή αξιοποίηση μόλις του 2,6% αυτών των ευκαιριών. Και στην επταετία, όχι πενταετία…  
  
Ακόμη πιο εύγλωττη είναι μια άλλη αντιδιαστολή: Πόσα διαβατήρια για εξωτερικό αντιστοιχούσαν σε κάθε μία από αυτές τις 9.000 επιπλέον, «κερδισμένες» θέσεις εργασίας; Ούτε ένα, ούτε δυο…  Σαράντα τέσσερα. Διότι στο ίδιο χρονικό διάστημα η εξωτερική  μετανάστευση έφθασε τα 392.218 άτομα, η δε καθαρή εξωτερική μετανάστευση  (όσοι έφυγαν  μείον όσους επέστρεψαν) τους 233.517 ανθρώπους {8}.  
 
Εδώ ακριβώς έχουμε ένα από μεγάλα «επιτεύγματα» της χούντας: Κατάφερε να κάνει την Ελλάδα τη μοναδική χώρα του ευρωπαϊκού Νότου που βίωσε, το 1968 – 1970,  δεύτερο μεγάλο κύμα μετανάστευσης. Αυτό μάλιστα ήταν, ως προς την καθαρή αποδημία, ήταν μεγαλύτερο κι από το προδικτατορικό, του 1963 – 65 {9}.  
 
Για τις αιτίες αυτής της μαζικής φυγής, πέραν φυσικά της δυσφορίας και του φόβου που ένιωθαν πολλοί άνθρωποι, ας δώσουμε πάλι το λόγο στον ΣΕΒ. Στην προαναφερθείσα έρευνά του σημείωσε ότι η πραγματική αγοραστική αξία των κατώτατων ημερομισθίων είχε αυξηθεί κατά 5,1% το 1951 – 1959, κατά 5,9% στη δεκαετία 1960 – 1969, αλλά ανήλθε μόνο 1,3% στην τριετία 1970 – 1972. «Η σημαντική πτώσις μεταξύ 1969 – 1972 δεικνύει ουσιώδη μεταβολήν πολιτικής», πρόσθεσε και ανέλυσε  πώς και γιατί αυτό φρενάρισμα τα επηρέασε «αμέσως τα επίπεδα μεγάλου αριθμού μισθωτών»  {10}.  
Εντυπωσιακή φαντάζει  σήμερα η ελευθεροστομία που διέκρινε τον ΣΕΒ, τότε που δεν υπήρχε «κίνδυνος» να γίνουν τα πορίσματά του αντικείμενο αξιοποίησης εκ μέρους πραγματικών συνδικάτων, ή «οχλοκρατών»…                     
 
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ – ΠΗΓΕΣ 
{1} Δημοσιεύθηκε στον «Οικονομικό Ταχυδρόμο», στις 10/1/1974.  
{2} Βάσει των στοιχείων του ΥΠΕΘΟ, τα οποία κάθε ενδιαφερόμενος μπορεί να δει και στο βιβλίο του Πάνου Καζάκου «Ανάμεσα σε Κράτος και Αγορά- Οικονομία και οικονομική πολιτική στη μεταπολεμική Ελλάδα 1944 -2000» (Εκδ. Πατάκη), στις σελ.259, 277,304.           
{3} Βάσει επεξεργασίας των επίσημων στοιχείων κάθε έτους, τα οποία κάθε ενδιαφερόμενος μπορεί να δει και στους αντίστοιχους τόμους του Ιστορικού Λευκώματος της εφημερίδας «Καθημερινή».   
{4} Εκτενής αναφορά στους εν λόγω τομείς, τουρισμό και αγροτική παραγωγή, γίνεται στο βιβλίο του γράφοντος «Λαμόγια στο χακί – Οικονομικά ‘θαύματα’ και θύματα της χούντας» (εκδ. «Τόπος», 2015), στις σελ. 96 – 107 και 120 – 129, αντίστοιχα.     
{5} Εθνολογιστικά μεγέθη, 960 – 2000 (με βάση το σύστημα ΕΣΟΛ -95). Βλ. και Χρυσάφης Ι. Ιορδάνογλου, «Η Ελληνική Οικονομία στη ‘Μακρά Διάρκεια 1954 – 2005’», (εκδ. «Πόλις», 2008), σελ.132  
{6} Έκδοση ΣΕΒ, «Αγορά εργασίας και διάρθρωσις αμοιβών εις την ελληνικήν βιομηχανίαν» (Ιούνιος 1974) 
{7} Κάθε ενδιαφερόμενος μπορεί να δει το σχετικό πίνακα και στο Ιορδάνογλου (οπ), σελ. 113 
{8} ΕΣΥΕ, βλ. και Καζάκος (οπ), σελ. 226.  
{9} ΕΣΥΕ, Στατιστικές Επετηρίδες ετών 1956 – 1972, βλ. και ΣΕΒ (οπ), σελ. 41 -50.   
{10} ΣΕΒ, οπ, σελ. 90 – 92.                  
 
*Διονύσης Ελευθεράτος, δημοσιογράφος, συγγραφέας του βιβλίου «Λαμόγια στο χακί – Οικονομικά ‘θαύματα’ και θύματα της χούντας»