Αύξηση 30% σε σύγκριση με τον προηγούμενο χρόνο εμφανίζει η αναλογία των κλειστών επιχειρήσεων προς τις ανοιχτές, σύμφωνα με τα συμπεράσματα έρευνας (Μάρτιος 2012) της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ελληνικού Εμπορίου. «Δηλαδή», όπως επισημαίνεται στη νέα έρευνα καταγραφής των κλειστών επιχειρήσεων, «μπορεί να γίνει λόγος για επιδημία λουκέτων στην αγορά, η οποία συνεχίζεται και αυξάνεται ως μεταδοτική ασθένεια». Στο σύνολο της Αττικής, η αναλογία κλειστών καταστημάτων προς ανοικτά είναι 25,6%, δηλαδή έχουν βάλει λουκέτο 2.374 επιχειρήσεις επί του συνόλου που είναι 9.275 επιχειρήσεις.
 

Ads

Η κατάσταση του κέντρου της Αθήνας εξακολουθεί να είναι ιδιαίτερα κρίσιμη και μάλιστα κρισιμότερη από το προηγούμενο εξάμηνο, αφού το ποσοστό των κλειστών επιχειρήσεων αυξήθηκε στο 29,6%, από 24,4% που ήταν τον Αύγουστο του 2011 και από 23,4% που ήταν τον Μάρτιο του 2011. Κρισιμότερη παρουσιάζεται η κατάσταση στην οδό Σταδίου, όπου καταγράφεται το υψηλότερο ποσοστό, περίπου 42,0% ενώ το προηγούμενο εξάμηνο το ποσοστό ήταν 31,5% και ένα έτος πριν 33,8%, ενώ στη Χαριλάου Τρικούπη η αναλογία φτάνει στο 33,8%.
 
Παρόλα αυτά, από τις ποιοτικές διαφορές του κάθε εμπορικού δρόμου προκύπτουν κάποια επιπλέον συμπεράσματα. Η οδός Πατησίων εμφανίζει ένα ποσοστό της τάξης του 26,2%, σχετικά μικρότερο προς το αντίστοιχο του συνόλου της Αθήνας, με κύριο χαρακτηριστικό τη συνύπαρξη παραδοσιακών και σύγχρονων δραστηριοτήτων. Ωστόσο, η Πατησιών λόγω του μεγάλου μήκους του εμπορικού δρόμου, παρουσιάζει διαφορετική εικόνα ανά εμπορικό τετράγωνο, με το ποσοστό να αυξάνεται ορισμένες φορές έως και το 50%. Αυτή η ιδιομορφία φαίνεται σε κάθε έρευνα που πραγματοποιεί το ΙΝΕΜΥ άρα επιβεβαιώνεται ως εύρημα.
 
Ο Πειραιάς παρουσιάζει αντίστοιχη εικόνα με το κέντρο της Αθήνας, αφού το 27,3% των καταστημάτων στους κεντρικούς δρόμους είναι κλειστά. Επιπλέον, ο Πειραιάς παρουσιάζει τη μεγαλύτερη ετήσια αύξηση των λουκέτων αφού σε σύγκριση με τον Μάρτιο του 2011 τα κλειστά καταστήματα στο σύνολο των επιχειρήσεων αυξήθηκαν κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες.
 
Στη Ν. Ιωνία και συγκεκριμένα στη λεωφόρο Ηρακλείου, η οποία εξυπηρετεί τρεις κατά σειρά περιοχές (Ν. Ηράκλειο, Ν. Ιωνία, Πευκάκια), τα κλειστά καταστήματα αυξάνονται αφού το ποσοστό των κλειστών επιχειρήσεων έφτασε το 28,1%, ενώ τον προηγούμενο χρόνο ήταν 17,8% και το προηγούμενο εξάμηνο 21%.
 
Στην περιοχή της Κηφισιάς, στο σύνολο πέντε εμπορικών δρόμων που εξετάστηκαν, το ποσοστό φτάνει περίπου το 23,7%, παραμένοντας στα ίδια επίπεδα με το προηγούμενο εξάμηνο.
 
Ο εμπορικός δρόμος της Θησέως εμφανίζει ποσοστό κλειστών επιχειρήσεων της τάξης του 22,7%, σημειώνοντας αύξηση σε σύγκριση με τον Αύγουστο του 2011 (19,8%) και το Μάρτιο του 2011 (16,8%).
 
Το Χαλάνδρι παρουσιάζει χαμηλότερη συγκέντρωση «λουκέτων» στο σύνολο των κεντρικών εμπορικών δρόμων (Παπανδρέου, Αγία Παρασκευή και Χαιμαντά) σε σύγκριση με το προηγούμενο εξάμηνο, με ένα ποσοστό της τάξης του 20% και πολύ χαμηλότερη σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος.
 
Σημειώνεται ότι η συγκέντρωση των κλειστών επιχειρήσεων, τόσο στο Χαλάνδρι όσο και στον Πειραιά και γενικότερα σε εμπορικούς δρόμους, οι οποίοι ξεπερνούν τις 100 επαγγελματικές στέγες κατά μήκος, τα κλειστά καταστήματα παρατηρούνται στο τέλος ή στην αρχή των οδών και σε κάθε περίπτωση σε απόσταση από το κομμάτι του δρόμου, το οποίο χαρακτηρίζεται ως κατεξοχήν εμπορικό. Ενδεικτικό είναι ότι στο Χαλάνδρι, επί της Ανδρέα Παπανδρέου, στο εμπορικότερο κομμάτι δεν υπάρχει ούτε ένα κλειστό.
 
Στις περιοχές του Περιστερίου, της Γλυφάδας και του Αμαρουσίου έγινε προσπάθεια να καταγραφούν εμπορικές ζώνες (πιάτσες) και όχι εμπορικοί δρόμοι, προσπαθώντας να γίνει πληρέστερη προσέγγιση στις εμπορικές περιοχές. Προκύπτει αναλογία κλειστών ανοικτών καταστημάτων στο Περιστέρι 23,1% (120 κλειστές επιχειρήσει σε σύνολο 520). Στη Γλυφάδα η αναλογία είναι 18,8% με 124 κλειστές επιχειρήσεις επί συνόλου 658 και στο Μαρούσι η αναλογία είναι 17% με 56 κλειστές επιχειρήσεις επί 329 συνολικά επιχειρήσεων.
 
Όπως δήλωσε ο πρόεδρος της ΕΣΕΕ Β. Κορκίδης: «Η έρευνα μπορεί να δείχνει μια θλιβερή πραγματικότητα, αλλά ταυτόχρονα μας βοηθά να τεκμηριώσουμε το νέο αναπτυξιακό πλάνο του εμπορίου. Η επιδείνωση του δείκτη επιβίωσης στο εμπόριο με το νέο κύμα λουκέτων στην αγορά δείχνει ότι οι οποίες αντοχές της αγοράς εξαντλούνται. Η ψυχολογία και η εικόνα της αγοράς είναι απογοητευτική, αλλά οι μικρομεσαίοι έμποροι δεν έχουμε το δικαίωμα να αφήσουμε τους κόπους και τις θυσίες μας να πάνε χαμένες. Οφείλουμε να συνεχίσουμε την μάχη της καθημερινής επιβίωσης και να κρατήσουμε ανοικτά τα καταστήματα μας».
 
Ειδικές διαπιστώσεις
 
Μετεγκατάσταση/ ερήμωση παράδρομων: Παρατηρείται μια μετακίνηση εμπορικών επιχειρήσεων από παρόδους σε κεντρικούς δρόμους των πόλεων. Η κίνηση αυτή ήταν αναμενόμενη λόγω μείωσης των ενοικίων και μεγάλης προσφοράς κενών καταστημάτων που βρίσκονται σε εμπορικότερα σημεία. Μπορεί δηλαδή να καταγράφεται αύξηση του ποσοστού λουκέτων σε μια περιοχή αλλά ταυτόχρονα όσες επιχειρήσεις συνεχίζουν να λειτουργούν και ήταν εγκατεστημένες σε λιγότερο εμπορικούς δρόμους αποφασίζουν την «μετεγκατάστασή» τους με στόχο την αμεσότερη πρόσβαση στην πελατεία. Το τελευταίο, μπορεί να σημαίνει μείωση των κενών καταστημάτων σε συγκεκριμένους όμως δρόμους.
 
Περισσότερα λουκέτα στο κέντρο της Αθήνας: Η τάση η οποία είχε διαπιστωθεί στις προηγούμενες καταγραφές αναφορικά με την ένταση του προβλήματος στο κέντρο της Αθήνας, φαίνεται ότι επιβεβαιώνεται με τις πιο δυσοίωνες προβλέψεις για το μέλλον. Το κέντρο της Αθήνας συγκεντρώνει το μεγαλύτερο ποσοστό κλειστών επιχειρήσεων σε σύγκριση με όλες τις άλλες υπό εξέταση περιοχές. Προφανώς, αυτή η εξέλιξη έχει προκληθεί και από διάφορους λόγους πέραν της οικονομικής κρίσης, όπως η αύξηση της εγκληματικότητας.
 
Δεν κλείνουν μόνο τα μικρά μαγαζιά: Σε πολλές περιπτώσεις υπάρχουν και μεγάλες επιχειρήσεις που διακόπτουν την δραστηριότητά τους. Επίσης, σε όλες τις περιπτώσεις καταγράφεται ως κοινό γνώρισμα μια τοπική συγκέντρωση των κλειστών επιχειρήσεων. Εκεί που κλείνει μια επιχείρηση κλείνουν και άλλες. Επιπλέον, οι στοές στο κέντρο της Αθήνας περιλαμβάνουν όχι μόνο κλειστές επιχειρήσεις αλλά επαγγελματικούς χώρους, οι οποίοι παραμένουν αναξιοποίητοι για μεγάλα χρονικά διαστήματα.
 
Αλλοίωση των χαρακτηριστικών της αγοράς: Σε πολλούς εμπορικούς δρόμους διαπιστώθηκε ότι οι κλειστές επιχειρήσεις αφορούν και άλλους κλάδους της οικονομίας, όπως μεταποίηση, καφετέριες, ανταλλακτικά αυτοκινήτων (ιδίως σε πιάτσες), υπηρεσίες κτλ. Μία τέτοια εξέλιξη έχει ως άμεσο αποτέλεσμα τη στρέβλωση της παραδοσιακής και σύγχρονης εικόνας μίας «αγοράς» σε όλες τις ανεπτυγμένες κοινωνίες. Η ερήμωση δρόμων από τέτοιους είδους επιχειρήσεις, οι οποίες είναι άμεσα συνυφασμένες με τη λειτουργία της τοπικής αγοράς, ακόμα κι αν το εμπόριο σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί και αντιστέκεται, είναι εύλογο ότι άμεσα θα φέρει αλυσιδωτές συνέπειες σε κάθε είδους καταστήματα. Σημαντικότερη συνέπεια αυτών, η ερήμωση του εμπορικού δρόμου, η διάσπαση της κοινωνικής συνοχής και η διαμόρφωση μιας νέας εικόνας για τα ιστορικά εμπορικά κέντρα.
 
Ο εμπορικός πυρήνας αντιστέκεται: Τα σχετικά χαμηλότερα ποσοστά κλειστών επιχειρήσεων που καταγράφονται στο στενό εμπορικό κομμάτι τόσο των εμπορικών δρόμων όσο και των εμπορικών ζωνών (Γλυφάδα, Μαρούσι, Περιστέρι) αποτυπώνει ορισμένες εξελίξεις στην εμπορική αγορά. Παρότι ο στενός εμπορικός πυρήνας προφανώς φαίνεται να επιβιώνει, τα ποσοστά αυτά δεν μας πληροφορούν για τις εσωτερικές ανακατατάξεις και τις απώλειες των επιχειρήσεων που έχουν πραγματοποιηθεί στο ενδιάμεσο διάστημα μεταξύ των επαναληπτικών καταγραφών. Η έρευνα δίνει μια στατική εικόνα της αγοράς τη δεδομένη χρονική στιγμή της καταγραφής. Παρόλα αυτά, η διαχρονική επιδείνωση του φαινομένου που παρατηρείται ακόμα και σε αυτή την εικόνα, ιδίως στο κέντρο της Αθήνας όπου το εμπορικότερο κομμάτι δεν περιορίζεται σε συγκεκριμένα μήκη των υπό εξέταση δρόμων, οδηγεί σε δυσοίωνες προβλέψεις για τις εμπορικές περιοχές.
 
Πιθανή αλλαγή καταναλωτικών συμπεριφορών: Η μεγαλύτερη επιδείνωση των λουκέτων στο κέντρο της Αθήνας και του Πειραιά συγκριτικά με τις τοπικές αγορές ενδέχεται να συνδέεται με τη μείωση της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών και κατ’ επέκταση με τροποποίηση των καταναλωτικών συμπεριφορών. Η καταναλωτική συμπεριφορά προσανατολίζεται όλο και περισσότερο στην ικανοποίηση των άμεσων αναγκών με αποτελέσματα οι αγορές να είναι στοχευμένες και περιορισμένες, ενώ παράλληλα αποσυνδέονται από την έννοια της «βόλτας» (ψυχαγωγία, φαγητό, καφέ κτλ) λόγω της οικονομικής αδυναμίας εκπλήρωσης αυτών των αναγκών. Όμως αυτή η ψυχαγωγική διάσταση της διαδικασίας της κατανάλωσης αποτελεί και ένα από τα βασικά συγκριτικά πλεονεκτήματα του κέντρο έναντι των τοπικών αγορών. Στο πλαίσιο αυτό και αν η παραπάνω υπόθεση εργασίας αποδειχτεί αληθής τότε η δράση των «Open Mall» την οποία η ΕΣΕΕ προωθεί για την ενίσχυση των εμπορικών κέντρων, εκτιμάται ότι θα λειτουργήσει προωθητικά συμβάλλοντας στην προσέλκυση των καταναλωτών στα εμπορικά κέντρα των πόλεων, αφού οι λοιπές ψυχαγωγικές δραστηριότητες θα γίνουν πιο προσβάσιμες για τον μέσο καταναλωτή (καλύτερες τιμές, συνεργασία επιχειρήσεων).