Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα ευρήματα της πανελλαδικής έρευνας του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ σε συνεργασία με την εταιρεία Prorata, αναφορικά με την ποιότητα ζωής των πολιτών, με το 72% να κάνει λόγο είτε για ασφυκτικούς είτε πιεστικούς όρους διαβίωσης. Παράλληλα, μόλις το 0,5 ταυτίζεται με την προ μηνών δήλωση του πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη, ότι «η Ελλάδα είναι μία χώρα με καταπληκτική ποιότητα ζωής».

Ads

Μόλις το 5% των ερωτηθέντων χαρακτήρισε «ισορροπημένη» την ποιότητα ζωής του, το 11% απάντησε «ικανοποιητική», ενώ στον αντίποδα το 35% κάνει λόγο για «ασφυκτική» και το 37% για «πιεστική». Βάσει των κοινωνικοδημογραφικών χαρακτηριστικών των ερωτώμενων, οι υψηλότερες τιμές για την «ασφυκτική» ζωή δίνονται στις ηλικίες 17-34 (46%) και 35-44 (34%), όπως και για την «πιεστική» ζωή (43% και 40% αντίστοιχα).

image

Αντίθετα οι υψηλότερες τιμές για την «ισορροπημένη» και την «ικανοποιητική» ζωή απαντώνται στις ηλικίες 55+ (6% και 17% αντίστοιχα). Άρα, παρατηρούμε και εδώ, όπως και στο επίπεδο των συναισθημάτων, διαφοροποίηση σε σχέση με την ηλικία, με τις ηλικίες 55+ να στέκονται ευμενέστερα ως προς τους όρους ζωής τους.

Ads

Παράλληλα με την ηλικιακή διάσταση, που όσο μικρότερες είναι οι ηλικίες τόσο μεγαλύτερες οι αρνητικές στάσεις και όσο μεγαλύτερες τόσο πιο θετικές, έντονη συσχέτιση παρουσιάζουν οι απαντήσεις με την πολιτική αυτοτοποθέτηση.

Εδώ, το μοτίβο διαμορφώνεται ως εξής: Όσο κινούμαστε από τα δεξιά στα αριστερά τόσο μεγαλώνουν οι αρνητικές στάσεις και όσο κινούμαστε από τα αριστερά στα δεξιά τόσο αυξάνονται οι αντίστοιχες θετικές -αν και συνολικά οι θετικές στάσεις (βλ. «ισορροπημένη», «ικανοποιητική» κ.ά.) δεν εμφανίζονται πλειονοτικές ούτε στην Κεντροδεξιά/Δεξιά ούτε στην Κεντροαριστερά/Αριστερά.
Για παράδειγμα η υψηλότερη τιμή για την «ασφυκτική» ζωή απαντάται στους αριστερούς (61%) και η υψηλότερη για την «πιεστική» ζωή στους κεντροαριστερούς (47%). Αντίστροφα η υψηλότερη τιμή της «ισορροπημένης» ζωής εντοπίζεται στους δεξιούς (12%), όπως και της ικανοποιητικής (24%).

image
Ομόρροπη κίνηση με την ιδεολογική παρουσιάζει και η εισοδηματική σε ό,τι αφορά την ποιότητα ζωής. Οι υψηλότερες τιμές για την «ασφυκτική» ζωή δίνονται στα εισοδήματα έως 7.000 ευρώ/έτος (44%) και 7.001-16.000 ευρώ/έτος (41%), όπως και για την «πιεστική» (37% και 41% αντίστοιχα). Αντίστροφα, οι υψηλότερες τιμές για την «ισορροπημένη» εντοπίζονται στα εισοδήματα 16.001-30.000 και πάνω από 30.00 (7% στην καθεμία), όπως και για την «ικανοποιητική» (14% και 20%) αντίστοιχα. 

image
 

Όπως προκύπτει από τα ευρήματα της έρευνας, η αίσθηση για την ποιότητα ζωής εμφανίζει έντονη συσχέτιση με την εισοδηματική κατάσταση των ερωτώμενων.

Απογοήτευση και θυμός τα κυρίαρχα συναισθήματα

Σε ό,τι αφορά το «πώς νιώθετε σήμερα», μεταξύ των ερωτώμενων τα δύο κυρίαρχα συναισθήματα έχουν αρνητική φόρτιση και είναι η απογοήτευση (41%) και ο θυμός (39%). Τα αντίστοιχα θετικά, η ελπίδα και η αισιοδοξία καταγράφουν χαμηλά ποσοστά, 17% και 15% αντίστοιχα. Στη δημογραφική διάσταση των ευρημάτων αυτών, παρατηρείται ότι τόσο η απογοήτευση όσο και ο θυμός διαπερνούν οριζόντια το κοινωνικό σώμα, αφού δεν εμφανίζονται αξιοσημείωτες αποκλίσεις ούτε σε σχέση με το φύλο ούτε σε σχέση με την ηλικία.

image

Εκείνο που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ως εύρημα είναι ότι ως προς τα θετικά συναισθήματα, τις υψηλότερες τιμές για την ελπίδα (23%) και την αισιοδοξία (19%) τις συναντάμε στα άτομα άνω των 55 ετών και τις χαμηλότερες -7% και 11% αντίστοιχα- στα άτομα μεταξύ 17-34. Αυτή η αντίστροφη της αναμενόμενης συνθήκη, με την έννοια ότι αναμένεται τα άτομα νεαρότερης ηλικίας, που «έχουν τη ζωή μπροστά τους» να εμφορούνται από περισσότερο θετικά συναισθήματα έναντι εκείνων που βρίσκονται σε μεγαλύτερη ηλικία, ενδεχομένως έχει οντολογική αλλά και υλική εξήγηση.

Ως προς την πρώτη, την οντολογική, ίσως οι άνθρωποι μεγαλύτερης ηλικίας είναι πιο «συμβιβασμένοι» με τις προσδοκίες τους, έχοντας πιο περιορισμένο ορίζοντα αυτών, ως εκ τούτου εμφανίζονται περισσότεροι αισιόδοξοι και εμφορούμενοι από ελπίδα. Αντίθετα, οι νεότερες ηλικίες, με ευρύ ορίζοντα προσδοκιών, αισθάνονται πιο «ασφυκτικά», άρα κινητοποιούνται σε αυτές πιο αρνητικά συναισθήματα. Ως προς τη δεύτερη, την υλική, ίσως παρατηρούμε αυτό που εντοπίζεται και αλλού, ότι δηλαδή οι άνθρωποι άνω των 55 ετών, με μεγάλη μερίδα αυτών είτε να είναι συνταξιούχοι, άρα να έχουν ένα σταθερό -μεγαλύτερο ή μικρότερο- εισόδημα, είτε να είναι ενεργοί οικονομικά αλλά -περισσότερο ή λιγότερο- «εδραιωμένοι», απολαμβάνουν πιο ευνοϊκές ή έστω πιο σταθερές οικονομικές συνθήκες έναντι όσων ηλικιακά «τώρα» ξεκινούν στην αγορά εργασίας ή δεν έχουν σταθεροποιηθεί επαγγελματικά και είτε δεν διαβλέπουν θετικές προοπτικές είτε δεν είναι ικανοποιημένοι από την τρέχουσα επαγγελματική κατάστασή τους. 

image

Επαγγελματική διάσταση

Είναι, μάλιστα, χαρακτηριστικό ότι όταν τα συναισθήματα συσχετίζονται με την επαγγελματική κατάσταση/κατάσταση απασχόλησης, τις υψηλότερες τιμές ελπίδας και αισιοδοξίας συναντάμε στους συνταξιούχους, 25% και 22% αντίστοιχα. 

Τις υψηλότερες τιμές απογοήτευσης και απελπισίας συναντάμε στους άνεργους, με 52% και 37% αντίστοιχα.

Κι ενώ μεταξύ μισθωτών Δημόσιου, μισθωτών ιδιωτικού τομέα και ελεύθερων επαγγελματιών δεν εντοπίζονται αξιοσημείωτες αποκλίσεις σε ό,τι αφορά την απογοήτευση (45%, 45% και 42% αντίστοιχα), δηλαδή ένα συναίσθημα που σχετίζεται με την παρούσα συνθήκη, σε ό,τι αφορά τον θυμό εντοπίζουμε την υψηλότερη τιμή στους μισθωτούς του Δημοσίου (48%), ενώ για τους συνταξιούχους ο θυμός δίνει την υψηλότερη τιμή αρνητικού συναισθήματος (38%). Το εύρημα αυτό ενδεχομένως να σχετίζεται με την «έκπτωση» που υπέστησαν οι δύο αυτές κατηγορίες στα χρόνια της οικονομικής κρίσης και μετά όταν είδαν μία «εδραιωμένη» και σταθερή για εκείνες συνθήκη, κυρίως εισοδηματική, να ανατρέπεται αιφνίδια εξαιτίας διαδοχικών περικοπών των απολαβών τους.

Ο θυμός εμφανίζεται ισχυρός και στους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα (33%) και στους επαγγελματίες (33% και 39%), σε χαμηλότερες όμως τιμές από την απογοήτευση, φαινόμενο που ίσως σχετίζεται με την ούτως ή άλλως διαχρονικά λιγότερο σταθερή συνθήκη των επαγγελμάτων αυτών που προκαλεί αυτό το συναίσθημα.

Εισοδηματική δυσαρέσκεια και ελάχιστη αποταμίευση

Σε ό,τι αφορά την ικανοποίηση των εργαζόμενων από τις αποδοχές του, η πλειονότητα (53%) εμφανίζεται δυσαρεστημένη/πολύ δυσαρεστημένη. Το 26% εμφανίζεται ούτε δυσαρεστημένο/ούτε ευχαριστημένο, ενώ ένα μόλις 16% εμφανίζεται πολύ ικανοποιημένο.
image
Κι εδώ η ηλικία συνιστά αξιοσημείωτο παράγοντα αφού η υψηλότερη τιμή «δυσαρέσκειας» εντοπίζεται στους 17-34 (54%) και η υψηλότερη τιμή «ικανοποίησης» στους 55+ (17%), παρότι σε όλες τις ηλικιακές κατηγορίες η «δυσαρέσκεια» εμφανίζει σημαντικά υψηλότερες τιμές. Όμως και πάλι, παρατηρούμε ότι ενώ στις ηλικίες 17-34 και 35-54 η «δυσαρέσκεια» συγκεντρώνει τιμές άνω του 50% (54% και 56% αντίστοιχα), στις 55+ εμφανίζεται οριακά τιμή κάτω του 50% (49%), ενώ στην ίδια ηλικιακή κατηγορία εμφανίζεται η υψηλότερη τιμή «ούτε ευχαριστημένος-η/ούτε δυσαρεστημένος-η» (29%).

image
image
image
Ως προς την αποταμίευση, το 74% των ερωτώμενων δηλώνει ότι δεν αποταμιεύει, ενώ το 24% το επιτυγχάνει.
image

Το 46% δηλώνει ότι έχει καταφύγει σε δανεισμό το 2022 για να καλύψει προσωπικά έξοδα και λογαριασμούς, ενώ το 53% ότι δεν έχει δανειστεί. Σύμφωνα με την περαιτέρω ανάλυση, οι άνεργοι, μακράν των υπόλοιπων, έχουν καταφύγει σε δανεισμό (45%), ενώ μεταξύ όσων δανείστηκαν και είναι οικονομικά ενεργοί ή έχουν σταθερό εισόδημα (συνταξιούχοι), τις υψηλότερες τιμές εντοπίζουμε στους μισθωτούς του Δημοσίου (19%) και μετά στους του ιδιωτικού τομέα (17%). 

image
image

Ανεπαρκή τα μέτρα στήριξης

Σε σχέση με τα μέτρα κυβερνητικής στήριξης κατά το τελευταίο δωδεκάμηνο που κυριαρχείτα από την πληθωριστική έξαρση και την ενεργειακή κρίση, το 67% των ερωτώμενων δηλώνει ότι αυτά «δεν με έχουν βοηθήσει καθόλου», το 21% ότι «με έχουν βοηθήσει αλλά δεν επαρκούν» και μόλις το 8%  ότι «με έχουν βοηθήσει πολύ».

image

Οι υψηλότερες τιμές «μη βοήθειας» εντοπίζονται στους μισθωτούς (75% για τους του Δημόσιου και 74% για τους του ιδιωτικού τομέα). Η υψηλότερη τιμή «βοήθειας, αλλά «μη επαρκούς» εντοπίζεται στους άνεργους, ενώ η υψηλότερη τιμή «με έχουν βοηθήσει πολύ» σε συνταξιούχους (13%) και ελεύθερους επαγγελματίες (11%).

Aν και τα μέτρα στήριξης πλειονοτικά θεωρείται ότι δεν έχουν βοηθήσει (αυτή η απάντηση ξεπερνά το 60% σε κάθε επαγγελματική κατηγορία), εν τούτοις μοιάζουν να μην έχουν «ακουμπήσει» καθόλου τους μισθωτούς, να έχουν ωφελήσει τους άνεργους αλλά σε βαθμό υποδεέστερο των αναγκών τους και τέλος να έχουν πιο θετικό αντίκτυπο σε συνταξιούχους και επαγγελματίες, δύο κατηγορίες βέβαια που χαρακτηρίζονται περισσότερο από τις διαφορές παρά από τις ομοιότητές τους.

image

 

Αντίστοιχα αρνητική στάση παρατηρείται για τα μέτρα στήριξης για την ενεργειακή κρίση (power pass, fuel pass, κλπ) τα οποία στην ερώτηση αν «ικανοποιούν τις ανάγκες του πληθυσμού» αξιολογείται ότι δεν το επιτυγχάνουν («σίγουρα/μάλλον όχι») σε ποσοστό 71%, με το 28% να θεωρεί ότι το επιτυγχάνουν («σίγουρα/μάλλον ναι»).

image

Επίσης, όπως καταδεικνύει η έρευνα, το 50% των ερωτώμενων δεν κατάφερε να κάνει διακοπές το καλοκαίρι του 2022.

image

Μεταξύ όσων δεν έκαναν, τις υψηλότερες τιμές δίνουν σε επίπεδο ηλικίας οι 35-54 (52%), δηλαδή οι καθ’ υπόθεση «παραγωγικές ηλικίες», σε επίπεδο επαγγελματικής κατάστασης οι άνεργοι (78%) και σε επίπεδο τόπου διαμονής, οι μη διαμένοντες στην Αθήνα (60%). Ανάμεσα σε όσους είναι οικονομικά ενεργοί, το 47% των μισθωτών του Δημοσίου, το 43% των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα και το 47% των επαγγελματιών δεν πήγαν διακοπές, εύρημα που δείχνει ότι σχεδόν 1/2 έχοντες εργασία και -μεγαλύτερο ή μικρότερο- εισόδημα δεν είχαν τη δυνατότητα για διακοπές το περασμένο καλοκαίρι.

image

Το 71% δηλώνει ότι δεν έχει την εισοδηματική δυνατότητα για ψυχαγωγία και τις δραστηριότητες που θα επιθυμούσε. Μάλιστα το 67% δηλώνει ότι σε σχέση με το 2019 έχει περιορίσει το budget του για ψυχαγωγία εκτός σπιτιού. Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι η συντριπτική πλειονότητα των ερωτώμενων εμφανίζει «αδυναμία» να ικανοποιεί ανάγκες ψυχαγωγίας και δραστηριοτήτων που θα θεωρούσε «επιθυμητές».

Η πανελλαδική έρευνα πραγματοποιήθηκε σε δείγμα 800 ατόμων άνω των 17 ετών με πρόσβαση στο διαδίκτυο, με μέγιστο τυπικό σφάλμα +/- 3.5% σε διάστημα εμπιστοσύνης 95%.

Δείτε εδώ ολόκληρη την έρευνα.