Ο Γενικός Γραμματέας Τουρισμού Κωνσταντίνος Λούλης είναι ο τρίτος «άριστος» της κυβέρνησης Μητσοτάκη που «συλλαμβάνεται» διορισμένος χωρίς να πληροί τα τυπικά, κατά τον νόμο, προσόντα – χωρίς, δηλαδή, να διαθέτει το απαραίτητο πτυχίο που προβλέπει ο περίφημος νόμος περί «Επιτελικού Κράτους». Είχαν προηγηθεί ο πρώην υφυπουργός Εξωτερικών Αντώνης Διαματάρης που είχε αναγκαστεί σε παραίτηση και ο υφυπουργός Αμυνας Αλκιβιάδης Στεφανής που παραμένει στην θέση του, παρά τη θύελλα που είχε προκληθεί για τους αγνώστου προέλευσης και αμφιβόλου γνησιότητας μεταπτυχιακούς τίτλους που δηλώνει στο βιογραφικό του.

Ads

Η περίπτωση Λούλη όμως μάλλον χρήζει ειδικής μνείας και… ιστορικής αναδρομής, καθότι το ανύπαρκτο πτυχίο του δεν είναι παρά ένας ακόμη γκρίζος κρίκος στον βίο, την πολιτεία, και την πολισχιδή δραστηριότητα του Γενικού Γραμματέα Τουρισμού.

Όπως αποκάλυψε η βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Δώρα Αυγέρη, ο γνωστός αλευροβιομήχανος του Βόλου δεν διαθέτει «πτυχίο ΑΕΙ της ημεδαπής ή ισότιμο αντίστοιχης ειδικότητας σχολών της αλλοδαπής» όπως προβλέπει ο εν λόγω νόμος ως προϋπόθεση για τον ορισμό Γενικών ή Ειδικών Γραμματέων Υπουργείων. Το μόνο πτυχίο που διαθέτει ο κ. Λούλης είναι ένα δίπλωμα της Ελβετικής Σχολής Τεχνικών Κυλινδρόμυλων που μακράν απέχει από το να χαρακτηριστεί «σχολή ισότιμη με ΑΕΙ», γεγονός το οποίο ομολόγησε και ο ίδιος.

Κατόπιν αυτών ο ΣΥΡΙΖΑ ζήτησε από τον πρωθυπουργό την αποπομπή Λούλη, απάντηση όμως από την κυβέρνηση δεν υπήρξε και μάλλον πολύ δύσκολα θα υπάρξει. Και τούτο, διότι ο Κωνσταντίνος Λούλης ανήκει στην βαριά κληρονομιά της οικογένειας Μητσοτάκη, αλλά και στο πολιτικό προσωπικό «ειδικών αποστολών» και «ειδικών σχέσεων» της ΝΔ – είτε λόγω των διασυνδέσεών του με τα βαθιά εκκλησιαστικά λόμπι όπως εκείνο της Μονής Βατοπεδίου, είτε λόγω της διεισδυτικότητάς του στις τάξεις της σκληρής, έως και ακραίας, δεξιάς.

Ads

Η πρώτη πολιτική ειρωνεία είναι πως ο Κώστας Λούλης είχε διοριστεί παρατύπως, χωρίς πτυχίο, και από τον πατέρα Μητσοτάκη. Επί πρωθυπουργίας Κωνσταντίνου Μητσοτάκη είχε διοριστεί, το 1989, στην θέση του διοικητή του Αγίου Όρους. Κι ο ίδιος ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης είχε παραδεχθεί στην Βουλή, το 2001, πως «είχε κάνει λάθος», διότι ο κ.  Λούλης, «δεν είχε τα προσόντα τα οποία τότε ο νόμος επέτασσε».

Η δεύτερη πολιτική ειρωνεία είναι πως πρόκειται για την δεύτερη φορά που ο ΣΥΡΙΖΑ ζητά την αποπομπή Λούλη, χωρίς να παίρνει καμία απάντηση από την κυβέρνηση. Η πρώτη ήταν πέρσι το καλοκαίρι, λίγες μόλις ημέρες μετά τον σχηματισμό της νέας κυβέρνησης όταν η «Εφημερίδα των Συντακτών» είχε αποκαλύψει τις φιλοχουντικές θέσεις του Γενικού Γραμματέα Τουρισμού – είτε όπως αυτές διατυπώνονται στο βιβλίο του Κώστα Λούλη  «Η επιβίωση της Ελλάδας μέσα από διαδοχικά θαύματα», είτε όπως τις κατέθετε ο ίδιος σε δημόσιες ομιλίες και παρεμβάσεις του. Σε μία εξ αυτών, το 2017 στην Κατερίνη, είχε δηλώσει πως «οι τρεις δικτάτορες του 20ού αιώνα Πάγκαλος, Μεταξάς και Παπαδόπουλος, σε αντίθεση με τους περισσότερους δικτάτορες του κόσμου, δεν καταχράστηκαν δημόσιο χρήμα και συνέβαλαν στην άνοδο του βιοτικού επιπέδου της εργατικής και της αγροτικής τάξης».

Πέραν των ύμνων προς τους δικτάτορες, τα έργα και οι ημέρες Λούλη έχουν ως σταθμό την σχέση του με τον ηγούμενο Εφραίμ της Μονής Βατοπεδίου – είχε ιδρύσει μέχρι και Σύλλογο των Φίλων της Μονής του Βατοπεδίου για να στηρίξει τον Εφραίμ όταν ασκήθηκε δίωξη εναντίον του –, αλλά και την πολιτική του συμπόρευση με τον νυν δήμαρχο Βόλου Αχιλλέα Μπέο με τον συνδυασμό του οποίου είχε κατέβει υποψήφιος στις δημοτικές εκλογές.

Στην πιο σύγχρονη, δε, πολιτική ιστορία του πρόλαβε να αφήσει διπλή… παρακαταθήκη στον χώρο του Τουρισμού εν μέσω πανδημίας. Η πρώτη του επιτυχία ήταν όταν πληροφόρησε τους επιχειρηματίες και τους εργαζόμενους του κλάδου πως δεν έχουν να περιμένουν και πολλά από το κράτος διότι ο καθείς, σε καιρό «πολέμου» αναλαμβάνει τα ρίσκα του:  «Πρέπει όλοι», είχε πει, «εργαζόμενοι και επιχειρήσεις, να καταλάβουν, πως δεν είναι το κράτος μια ασφαλιστική εταιρεία που καλύπτει όλους τους κινδύνους και θα αποζημιώσει τους πάντες. Υπάρχουν επιχειρηματίες, παίρνουν τα ρίσκα και είναι μια χρονιά σαν έχει γίνει πόλεμος».

Η δεύτερη ήταν πριν από δέκα μέρες, όταν άφησε εμβρόντητους τους ξενοδόχους και, μαζί, σύσσωμο το επιτελείο τουριστικής προβολής της χώρας, δηλώνοντας ότι ο ίδιος δεν θα κάνει διακοπές σε ξενοδοχείο, για να …μην περιμένει σε ουρές στον μπουφέ και να μην κινδυνεύει να κολλήσει κορονοϊό.

Η ιστορία και η προσφορά του αλευροβιομήχανου-πολιτικού στον ελληνικό τουρισμό συμπληρώνονται από τον διορισμό της συζύγου του, Ελένης Τζελέπογλου, σε θέση μετακλητής υπαλλήλου στο υπουργείο Τουρισμού με μισθό 1.458 ευρώ τον μήνα.