Εικοσι δύο μέρες μετά το πολύνεκρο δυστύχημα στα Τέμπη σήμερα προβλέπεται η επανεκκίνηση του σιδηροδρόμου, η οποία θα γίνει σταδιακά, σε πέντε φάσεις, όπως είχε ανακοινώσει ο Γιώργος Γεραπετρίτης.

Ads

Όλο το προηγούμενο διάστημα, η κυβέρνηση έχει ρίξει το βάρος στην επικοινωνιακή διαχείριση της τραγωδίας, την ώρα που η Πανελλήνια Ένωση Προσωπικού Έλξης του ΟΣΕ, σε επιστολή της προς την Hellenic Train, ζητά να επιλυθούν συγκεκριμένα προβλήματα, προκειμένου να επαναλειτουργήσουν τα σιδηροδρομικά δρομολόγια.

Η ΠΕΠΕ τονίζει μάλιστα ότι «χωρίς την επίλυση τους, δεν μπορεί να ξεκινήσουν δρομολόγια σε αυτά τα σημεία» υπογραμμίζοντας παράλληλα ότι «είχε έγκαιρα προειδοποιήσει» για τους κινδύνους, αλλά «δυστυχώς οι επισημάνσεις και οι προειδοποιήσεις μας, ανεξήγητα, είτε υποβαθμίστηκαν είτε δεν λήφθηκαν σοβαρά υπόψη».

Θα πράξει το ίδιο η κυβέρνηση, όπως έκανε και με τις προηγούμενες προειδοποιήσεις των εργαζόμενων, ή θα προβεί όντως στην ικανοποίηση των αιτημάτων τους, τα οποία αφορούν για άλλη μια φορά την ασφάλεια; Το χρονικό της διαχείρισης του δυστυχήματος δεν αφήνει πολλά περιθώρια αισιοδοξίας

Ads

Συσκότιση και…«πρόθυμα» ΜΜΕ

Λίγες ώρες πριν την τραγωδία που σημειώθηκε στα Τέμπη, ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε προγραμματίσει, όπως είχε γίνει γνωστό, επίσκεψη στο «Κέντρο τηλεδιοίκησης – σηματοδότησης σιδηροδρομικού δικτύου βορείου Ελλάδος». Μόνο που, όπως είχε καταγγείλει ο πρόεδρος των μηχανοδηγών του ΟΣΕ, Κώστας Γενηδούνιας, κάτι τέτοιο δεν υφίσταται.

Τι θα παρουσίαζε λοιπόν ο πρωθυπουργός; Μάλλον τίποτα ουσιώδες, παρά μόνο μια επικοινωνιακή φιέστα. Φυσικά τίποτα δεν συνέβη, αφού το βράδυ της προηγούμενης μέρας σημειώθηκε το πολύνεκρο δυστύχημα στα Τέμπη.

Από την πρώτη στιγμή ωστόσο, παίρνοντας τη σκυτάλη από δημοσιογράφους, που την ώρα που δεν γνωρίζαμε τον ακριβή αριθμό των νεκρών εκείνοι έδιναν «συμβουλές» στην κυβέρνηση για το πώς μπορεί να διαχειριστεί την τραγωδία, σαν να βρίσκονται στο επιτελείο της, η Νέα Δημοκρατία έκανε αυτό που συνηθίζει, κι ας μην είναι μόνο δικό της χαρακτηριστικό: διάχυση ευθυνών, συσκότιση, έμφαση στο ανθρώπινο λάθος.

Μάλιστα, μέσα σε ένα καθεστώς υπερπληροφόρησης, το οποίο προϋπήρχε, πολλά ΜΜΕ, ακόμη και άθελά τους, βοήθησαν την κυβέρνηση: αντί να συζητάμε για τα πραγματικά αίτια της τραγωδίας, δόθηκε αρκετός χώρος και χρόνος σε δηλώσεις δημοσιογράφων, ομολογουμένως ακραίες πολλές φορές, ή άλλοτε σε «κριτική» ορισμένων στην κυβέρνηση, σε κανάλια που γενικότερα έχουν φιλοκυβερνητική στάση.

Η εστίαση όμως της συζήτησης σε θέματα δευτερευούσης σημασίας, στις δηλώσεις και τις γκριμάτσες παρουσιαστών για παράδειγμα, στην ουσία βοηθά την ίδια τη Νέα Δημοκρατία. Έστω και για λίγο, μεταφέρει την προσοχή από τις καθυστερήσεις και τις παραλείψεις στις συμβάσεις για τα συστήματα σηματοδότησης και τηλεδιοίκησης, οι οποίες αν είχαν ολοκληρωθεί θα ήταν μάλλον αδύνατο να συμβεί το δυστύχημα, σε θέματα που μπορεί να φαίνονται κάπως ενδιαφέροντα, ωστόσο μοιάζουν «γελοία» όταν υπάρχουν 57 νεκροί.

Μέσα σε αυτό τον ορυμαγδό «πληροφορίας», παρεμβάλλονται και κάποιες κομμένες συνομιλίες του σταθμάρχη, κι έτσι τα πραγματικά διαφωτιστικά ρεπορτάζ που κυκλοφορούν, πολλές φορές χάνονται μέσα σε ένα ομιχλώδες τοπίο.

Αλλάζοντας γραμμή σαν τα πουκάμισα

Με δεδομένα όλα τα παραπάνω, τα οποίο δείχνουν ότι αποτυγχάνουμε να θέσουμε τη συζήτηση στη σωστή της βάση, ακολουθεί βασικά κι η επικοινωνιακή διαχείριση της κυβέρνησης.

Λίγες ώρες μετά το δυστύχημα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, σε μήνυμά του έκανε λόγο για «ανθρώπινο λάθος». Λίγες μέρες μετά, οι επικοινωνιολόγοι μάλλον τον συμβούλεψαν να αλλάξει κάπως ρότα. Ζήτησε συγνώμη και ανέφερε μεταξύ άλλων: «Δεν μπορούμε, δεν θέλουμε και δεν πρέπει να κρυφτούμε πίσω από το ανθρώπινο σφάλμα. Αν το έργο της Τηλεδιοίκησης είχε ολοκληρωθεί, αυτό το δυστύχημα θα ήταν πρακτικά αδύνατο να είχε συμβεί».

Στις 9 Μαρτίου, στο υπουργικό Συμβούλιο, ήταν η σειρά του «όλοι φταίμε»: «όλοι φταίμε και ας το ομολογήσουμε με θάρρος» υποστήριξε, ενώ λίγες μέρες μετά, η ανάταξη των σιδηροδρόμων έγινε και «προσωπικό του στοίχημα», στη λογική του «με παρέμβαση Μητσοτάκη» που έχουμε διαβάσει ουκ ολίγες φορές.

Ωστόσο ο πρωθυπουργός δεν σταμάτησε εκεί. Σε μια δήλωση που προκάλεσε αντιδράσεις, ο ίδιος αναφερόμενος στα Τέμπη έκανε λόγο για «θυσία» των παιδιών που χάθηκαν, ενώ μέσα σε λίγες ώρες άλλαξε πάλι γραμμή, δηλώνοντας πως πρόκειται για «άδικο θάνατο». Αξίζει να σημειωθεί πως στο ίδιο μήκος κύματος, ο Άδωνις Γεωργιάδης, μίλησε για «ευκαιρία», ενώ κάθε λίγο και λιγάκι αναφέρει πως το δυστύχημα είναι «ο ορισμός του ανθρώπινου λάθους» ή το αποτέλεσμα ανθρώπινων λαθών.

Η εσκεμμένη ασάφεια ωστόσο δεν συναντάται μόνο στον πρωθυπουργό. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Γιάννης Οικονόμου, σε μια προσπάθεια να περιφρουρήσει τον Μητσοτάκη, δήλωσε στις 14 Μαρτίου πως η κατάσταση στον ΟΣΕ «δεν είχε φτάσει στον πρωθυπουργό». Λίγες ώρες μετά, υποστήριξε το αντίθετο: «Γνώριζε λοιπόν και αναγνώρισε και τη δική μας ευθύνη έμπρακτα χωρίς αστερίσκους και υποσημειώσεις. Δεν ξέρει όμως και κανείς πρωθυπουργός δεν ήξερε και δεν θα μπορούσε να ξέρει για τις συμπεριφορές και τις πρακτικές συγκεκριμένων προσώπων».

Ακόμη και στην υπόθεση της παραίτησης Καραμανλή, η επικοινωνιακή διαχείριση κυριαρχεί έναντι της πραγματικής ανάληψης ευθύνης. Ο παραιτηθείς πλέον δηλώνει πως αναλαμβάνει «το μερίδιο ευθύνης που του αναλογεί», ρίχνοντας την ευθύνη για άλλη μια φορά στον σταθμάρχη, στη ΡΑΣ, στους εργαζόμενους και τον ΣΥΡΙΖΑ, ενώ θα είναι όπως φαίνεται υποψήφιος στις επόμενες εκλογές, αφού δεν βλέπει τον λόγο να μην είναι.

Το «χαστούκι» με την τηλεδιοίκηση

Συνολικά, ο βαθμός αποτελεσματικότητας της συγκεκριμένης στρατηγικής της κυβέρνησης δεν μπορεί ακόμη να μετρηθεί. Αποκορύφωμα ωστόσο της προσπάθειας κυριαρχίας της επικοινωνίας έναντι της πραγματικότητας, αποτελεί ο ισχυρισμός της κυβέρνησης πως «η τηλεδιοίκηση στη Λάρισα λειτουργεί», κάτι που τονίζουν ξανά και ξανά ο Καραμανλής, ο Γεραπετρίτης και ο Οικονόμου.

Τι κι αν διαψεύδονται από τους ίδιους τους εργαζόμενους και από έγγραφα; Έπρεπε αυτό να γίνει και on camera, όταν βρέθηκε στη Λάρισα ο υφυπουργός Μεταφορών Μιχάλης Παπαδόπουλος, για να παρακολουθήσει ένα μέτρο δίπλα του τον σταθμάρχη Λάρισα να λέει ζωντανά πως τηλεδιοίκηση δεν υπάρχει από το 2019, ενώ αυτό που υπάρχει είναι ο τοπικός χειρισμός.

Υπάρχουν κι άλλες δηλώσεις κυβερνητικών που υπηρετούν την παραπάνω τακτική της δημιουργικής ασάφειας και του «παιχνιδιού με τις λέξεις». Ωστόσο, δεν υπάρχει λόγος να τις παραθέσουμε όλες. Πρόκειται για ένα συνειδητά κακοσχεδιασμένο παζλ, που από τον τρόπο που έχει δημιουργηθεί, είναι πρακτικά αδύνατο να ολοκληρωθεί. Και μέσα σε όλα αυτά, οι τηλεθεατές και οι αναγνώστες είναι μάλλον «φυλακισμένοι» μεταξύ ανακοινώσεων, ακραίων δηλώσεων, «ρεπορτάζ» και ρεπορτάζ. Λευτεριά στους τηλεθεατές και τους αναγνώστες λοιπόν…

Κι επειδή η ευθύνη πράγματι μπορεί να μην είναι 100% της ΝΔ, αξίζει να διαβάσουμε ένα μέρος του ρεπορτάζ των Reporters United και της Ευριδίκης Μπερσή για το θέμα και την περίφημη σύμβαση 717, έχοντας και στο μυαλό μας πως το τελευταίο διάστημα οι προειδοποιήσεις και οι εκκλήσεις των εργαζόμενων αγνοούνταν, ενώ οι απεργίες τους έβγαινα παράνομες:

«Η σύμβαση 717 υπογράφηκε επί κυβερνήσεως ΝΔ-ΠΑΣΟΚ τον Σεπτέμβριο του 2014. Όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων, περιείχε ασάφειες που επέτρεψαν στους εργολάβους να διεκδικήσουν νέα συμπληρωματική (και ακριβότερη) σύμβαση.

Επί ΣΥΡΙΖΑ, η σύγκρουση ανάμεσα στις απαιτήσεις των εταιρειών και στους όρους της ευρωπαϊκής χρηματοδότησης προξένησε παράλυση. Το έργο είχε ημερομηνία παράδοσης το 2016, αλλά μέχρι το 2019 δεν είχε παραδοθεί από τους αναδόχους.

Το 2018, έγινε αποδεκτή από το Ελεγκτικό Συνέδριο η αξίωση των αναδόχων για Συμπληρωματική Σύμβαση, κάτι που από τη μία αύξησε το κόστος του έργου κατά 13,3 εκατ., αλλά από την άλλη ξεμπλόκαρε την υλοποίησή του. Αλλά ούτε αυτό αποδείχτηκε αρκετό, γιατί οι εταιρείες εξακολουθούσαν για έναν χρόνο ακόμα να μην τηρούν τους όρους της αρχικής σύμβασης.

Η νέα κυβέρνηση της ΝΔ υπέγραψε τη Συμπληρωματική Σύμβαση, που επέτρεψε στο έργο να ξεκολλήσει μόλις το 2021 (σπαταλώντας τρία χρόνια από την απόφαση του ελεγκτικού συνεδρίου και δύο χρόνια μετά τη συμμόρφωση των εταιρειών).

Με άλλα λόγια, η αρχική σύμβαση υπογράφηκε το 2014 επί ΝΔ με ασάφειες που ευνοούσαν τις κατοπινές αξιώσεις των εταιρειών, συμπληρώθηκε με νέα (και ακριβότερη) σύμβαση που υπογράφηκε το 2021 (πάλι επί ΝΔ), αλλά φτάσαμε στο 2023 και την τραγωδία των Τεμπών χωρίς το έργο της σηματοδότησης στη γραμμή Αθήνας – Θεσσαλονίκης να λειτουργήσει».