Την ενοχή 11 από τους 16 πρώτους κατηγορουμένους για την υπόθεση των «μαύρων ταμείων» της Siemens ζήτησε η εισαγγελέας Ελένη Σκεπαρνιά. Στην επόμενη συνεδρίαση αναμένεται η πρότασή της και για τους υπόλοιπους κατηγορουμένους, που ξεπερνούν τους 40. Μεταξύ αυτών και ο πρώην «στρατηγός» του ΠΑΣΟΚ Θόδωρος Τσουκάτος, ο οποίος έχει ομολογήσει παράνομες χρηματοδοτήσεις. Μάλιστα όπως επισήμανε αυτή η πρακτική ήταν πάγια για τα δύο κόμματα ΠΑΣΟΚ και ΝΔ

Ads

Μετά από δύο χρόνια ακροαματικής διαδικασίας, η δίκη για το σκέλος της υπόθεσης των «μαύρων ταμείων της Siemens», που αφορά την σύμβαση της γερμανικής εταιρίας με τον ΟΤΕ για την ψηφιοποίηση των κέντρων του, οδεύει στην ολοκλήρωσή της. Η εισαγγελέας κατά την εισήγησή της παρουσίασε τις διαδρομές εκατομμυρίων γερμανικών μάρων από τη μητρική Siemens προς τα στελέχη της στην Ελλάδα με μοναδικό σκοπό τη δωροδοκία υπαλλήλων και κρατικών αξιωματούχων για να επιτευχθεί η σύμβαση 8002/97 για την ψηφιοποίηση του ΟΤΕ. Υπογράμμισε δε πως οι μίζες δίνονταν μέσα από εταιρείες off shore και εταιρείες παροχής συμβούλων, αλλά και σε μετρητά. 

Όπως τόνισε οι μίζες «ήταν πάγια τακτική της μητρικής εταιρείας για όλες τις χώρες με τις οποίες συνεβλήθη από το 1980 έως το 2006 (…). Σην Ελλάδα οι δωροδοκίες ήταν μακραίωνη παράδοση. Μέχρι τη σύμβαση 8002 που υπεγράφη το 1997 η Siemens φαίνεται να έδινε ανά έτος 15 εκατομμύρια ευρώ». Μαλιστα, μόνο για την υπογραφή της εν λόγω σύμβασης διατέθηκαν το 1997 σε παράνομες αμοιβές κρατικών αξιωματούχων 75 εκατομμύρια μάρκα, ενώ για την επέκτασή της, το 2001, άλλα 19 εκατομμύρια. Τα εν λόγω ποσά αντιστοιχούν στο 8% για την αρχική και στο 8,5% για την επέκταση της σύμβασης επί του κόστους του έργου. Το ποσό της «μίζας», σύμφωνα με την εισαγγελέα, επιβάρυνε την επίμαχη σύμβαση κατά 69 εκατομμύρια ευρώ, ζημία που πλήρωσε το ελληνικό Δημόσιο. 

«Ο ισχυρισμός των κατηγορουμένων ότι δεν υπήρχε ζημία, αντίκειται στη λογική και στους κανόνες της αγοράς», τόνισε η εισαγγελική λειτουργός και ανέπτυξε τη δράση του κάθε κατηγορούμενου αναφερόμενη σε έγγραφα από τη γερμανική Δικαιοσύνη, διαδρομές χρημάτων μέσω τραπεζικών λογαριασμών, αλλά και σχετικά πορίσματα. Αναφερόμενη μάλιστα σε κάποιους εκ των πρωταγωνιστών της υπόθεσης είπε ότι Μαντέλης, Τσουκάτος και στελέχη του ΟΤΕ δωροδοκήθηκαν από τη Siemens. Tις μίζες, έδινε μεταξύ άλλων, ο νούμερο ένα τότε της Siemens Hellas, Μιχάλης Χριστοφοράκος αλλά και ο τότε διευθύνων σύμβουλος της Siemens Hellas Χρήστος Καραβέλας που διαφεύγεi της σύλληψης. 

Ads

Καταλήγοντας, ολοκληρώνοντας την πρώτη φάση της εισήγησής της, ζήτησε την ενοχή για 11 άτομα αναφορικά κατά περίσταση με τα αδικήματα της δωροδοκίας κατ’εξακολούθηση με τις επιβαρυντικές διατάξεις περί καταχραστών του Δημοσίου (νόμος 1608/50) και του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος. Ειδικότερα η εισαγγελέας Ελένη Σκεπαρνιά ζήτησε την ενοχή των Χρήστου Καραβέλα, Ηλία Γεωργίου, Πρόδρομου Μαυρίδη και Αλέξανδρου Αθανασιάδη, αποδίδοντάς τους την κατηγορία της ενεργητικής δωροδοκία κατ’ εξακολούθηση καθώς και  κατά περίπτωση πράξεις νομιμοποίησης εσόδων από παράνομη δραστηριότητα. Επίσης η εισαγγελέας ζήτησε την ενοχή και των Ρόλαν Κοχ (Roland Koch),Τόμας Γκάνσβιντ (Thomas Ganswindt) , Χανς-Βάλτερ Μπέρνζαου (Hans-Walter Bernsau) και Γεργκ-Μίχαελ Κουτσενρόιτερ (Jörg-Michael Kutschenreuter).

Παράλληλα, πρότεινε την πλήρη απαλλαγή συνολικά πέντε κατηγορούμενων. Από αυτούς, η εισαγγελέας ζήτησε αθώωση λόγω αμφιβολιών για τέσσερις που φέρονται να υπήρξαν ενδιάμεσοι στη διαδικασία των παράνομων πληρωμών από τον κύκλο του Μιχάλη Χριστοφοράκου, ενώ για το Γερμανό διευθύνοντα σύμβουλο της μητρικής Siemens, Χάινριχ Φον Πίρερ, «είδε» έλλειψη δόλου.

Αναφερόμενη σε κάθε κατηγορούμενο χωριστά, η εισαγγελέας ξεκίνησε το «κατηγορώ» με τον μεγάλο απόντα της δίκης, Μιχάλη Χριστοφοράκο, αναφέροντας πως ο επί σειρά ετών επικεφαλής της ελληνικής Siemens, «γνώριζε και ενέκρινε όλες τις παράνομες πληρωμές» ενώ τόνισε πως με τον συγκατηγορούμενό του, πρώην στέλεχος της εταιρίας, Πρόδρομο Μαυρίδη, «είχαν κατανείμει τους ρόλους: Ο Μαυρίδης χρημάτιζε με το 8% επί του συνολικού κόστους της σύμβασης την κατώτερη βαθμίδα του ΟΤΕ και ο Χριστοφοράκος με το 2% την ανώτερη βαθμίδα και άλλες επαφές του». Κατά την εισαγγελέα, δεν υφίσταται κανένα δεδικασμένο, όπως προβάλλει ο Χριστοφοράκος επικαλούμενος καταδίκες του στην Γερμανία για την «υπόθεση Siemens» καθώς «οι ποινές αυτές αφορούν την διακίνηση επτά εμβασμάτων» τα οποία «δεν έχουν απολύτως καμία σχέση με τις δωροδοκίες στον ΟΤΕ την περίοδο 1997-2004 με τις καταβολές διαφορετικών ποσών για την σύμβαση 8002». Κατά την εισαγγελέα, η παρούσα υπόθεση έχει διαφορετικό χρόνο τέλεσης και διαφορετικά εμπλεκόμενα πρόσωπα από εκείνα για τα οποία δικάστηκε στην Γερμανία. Η κ. Σκερπανιά μάλιστα, εκτίμησε πως ο Χριστοφοράκος, στις καταθέσεις του στην Γερμανία προσπάθησε να πείσει ότι τα χρήματα που του καταλογίζεται πως διακίνησε αφορούσαν αποκλειστικά χρηματισμό κομμάτων, ώστε να αντιμετωπίσει κατηγορία μόνο για παράνομες χορηγίες και όχι για χρηματισμούς κρατικών υπαλλήλων. 

Η εισαγγελέας καταλόγισε στον Χριστοφοράκο για την επίτευξη της σύμβασης 8002, την διακίνηση ποσών που υπερβαίνουν τα 7 εκατομμύρια ευρώ, μόνο μέσω εταιριών, έμπιστων σε αυτόν παρένθετων προσώπων, με πλαστά παραστατικά και εικονικά τιμολόγια, αλλά και πολλά εκατομμύρια ευρώ σε μετρητά, όπως η περίπτωση βαλίτσας που του είχε παραδώσει ο Μαυρίδης στο αεροδρόμιο της Γενεύης με 2 εκατομμύρια μάρκα μετρητά. Για τον άλλοτε γενικό οικονομικό διευθυντή της μητρικής εταιρίας, Μίχαελ Κουτσενρόιτερ, η εισαγγελική λειτουργός ανέφερε πως συνολικά στην θητεία του ενέκρινε για την επέκταση της 8002 ποσό 22,7 εκατομμυρίων ευρώ για χρηματισμούς. Παράλληλα, ανέφερε πως ο κατηγορούμενος (που ήρθε στην Αθήνα για να απολογηθεί) στο δικαστήριο «δεν έδειξε ειλικρινή μετάνοια και επιχείρησε να συσκοτίσει προηγούμενους ισχυρισμούς δικούς του και άλλων στελεχών». Χαρακτηριστικά, η εισαγγελέας είπε πως ο κατηγορούμενος στην απολογία του «ανασκεύασε το ‘παράνομες πληρωμές’ σε ‘διακριτικές πληρωμές’, αναφέροντας πως κάποιες φορές αφορούσαν αμοιβές σε πληροφοριοδότες της εταιρίας». Η εισαγγελέας είπε επίσης πως δεν ισχύει ούτε για αυτόν δεδικασμένο, καθώς η καταδίκη του στην Γερμανία αφορά δωροδοκίες σε άλλες χώρες και όχι στην Ελλάδα και για την 8002 «που του καταλογίζεται δωροδοκία τριών συγκεκριμένων στελεχών του ΟΤΕ, αλλά και άλλων που δεν έχουν εντοπιστεί».

Επιγραμματικά, η Ελένη Σκεπαρνιά κατά την εισήγησή της επεσήμανε τα εξής:

  1. Μιχάλης Χριστοφοράκος, πρόεδρος δ.σ. Siemens Hellas: Ένοχος για δωροδοκία κατ’εξακολούθηση και κατά συναυτουργία όπως κατηγορείται, με τις επιβαρυντικές διατάξεις περί καταχραστών του Δημοσίου και ένοχος για ξέπλυμα βρώμικου χρήματος. Από ημερολόγια της γραμματέως ,του Αικατερίνης Τσακάλου, προκύπτει η εμπλοκή του στις δωροδοκίες καθώς γνώριζε και ενέκρινε πληρωμές. Μάλιστα, η εισαγγελέας ανέφερε πως με τον επίσης κατηγορούμενο, Πρόδρομο Μαυρίδη «είχαν κατανείμει τους ρόλους: Ο Μαυρίδης χρημάτιζε με το 8% επί του συνολικού κόστους της σύμβασης την κατώτερη βαθμίδα του ΟΤΕ και ο Χριστοφοράκος με το 2% την ανώτερη βαθμίδα και άλλες επαφές του». Αναφορικά με την ένσταση δεδικασμένου από το Ειρηνοδικείο Μονάχου, η εισαγγελέας υποστήριξε πως πρέπει να απορριφθεί καθώς το ελληνικό κατηγορητήριο αναφέρεται σε άλλα ποσά και περιστατικά.
  2. Χρήστος Καραβέλας, πρώην διευθύνων σύμβουλος της Siemens Hellas, που φυγοδικεί την τελευταία δεκαετία: Ένοχος όπως κατηγορείται για δωροδοκία και για ξέπλυμα βρώμικου χρήματος. Σύμφωνα με την εισαγγελέας, ο καταζητούμενος Χρ. Καραβέλας είχε προετοίμαζε επιμελώς την φυγή του για ένα χρόνο, καθώς είχε αδειάσει τραπεζικούς λογαριασμούς και είχε βάλει συνδικαιούχους σε αυτούς, ενώ είχε υπογράψει εξαρχής το έγγραφο προσανατολισμού για την κατανομή των δωροδοκιών στον ΟΤΕ.
  3. Ηλίας Γεωργίου, πρώην γενικός διευθυντής της Διεύθυνσης Τηλεπικοινωνιών της Siemens Ηellas: Ενοχος για τη δωροδοκια με επιβαρυντικές περιστάσεις του νόμου 1608/50, αθώος λόγω παραγραφής η πράξη του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος. Η εισαγγελέας έκανε αναφορές στις διαδρομές των χρημάτων μέσω των τραπεζικών λογαριασμών, επισημαίνοντας πως ο Ηλ. Γεωργίου μαζί με τον Χρ. Καραβέλα ήταν τα δύο πρόσωπα από τη Siemens Hellas που δημιούργησαν το κείμενο και τους όρους της συμφωνίας, άλλα και αυτοί που συμφώνησαν για την πληρωμή δωροδοκιών σε ποσοστό 8%. Χαρακτήρισε αναμφισβήτητη τη σύμπραξης του, προσθέτοντας: «Ήταν αυτός που είχε τον πρώτο λόγο στις διαπραγματεύσεις πάντα με την ενημέρωση και την εποπτεία του Μιχ. Χριστοφοράκου».
  4. Πρόδρομος Μαυρίδης, πρώην γενικός διευθυντής της Siemens Hellas: Ένοχος για δωροδοκία με επιβαρυντικές περιστάσεις του νόμου 1608/50 και για ξέπλυμα βρώμικου χρήματος. Ήταν -κατά την Ελένη Σκεπαρνιά- το δεύτερο πιο σημαντικό στέλεχος μετά το Μιχ. Χριστοφοράκο και συνεχιστής του έργου των Χρ. Καραβέλα και Ηλ. Γεωργιου. «Συνολικά επαναπάτρισε 20 εκατομμύρια ευρώ από τα κονδύλια της Siemens, με σκοπό να χρησιμοποιήσει μέρος αυτών για δωροδοκίες» ανέφερε και συνέχισε: «από αυτά τα 14 εκατομμύρια το 2006 μεταφέρονται σε προσωπικό λογαριασμό του, ενώ η τελική κατάληξη του ποσού αγνοείται ακόμα και σήμερα». Τη διετία 1999-2000 φέρονται να διακινήθηκαν προς αυτόν συνολικά 30 εκατομμύρια γερμανικά μάρκα, ενώ ο ισχυρισμός του ότι η εμπλοκή του «στήθηκε» από την εταιρία για να τον απολύσουν χωρίς να του δοθεί αποζημίωση, « δεν είναι καθόλου πειστικός, αφού έτσι επιβαρύνεται η θέση της εταιρίας ενόψει της αποκάλυψης των δωροδοκιών».
  5. Χάινριχ Φον Πίρερ, διευθύνων σύμβουλος και επικεφαλής του Εποπτικού Συμβουλίου της μητρικής Siemens: Αθώος για τις δύο κατηγορίες, ελλείψει δόλου. Σύμφωνα με την εισαγγελέα, δεν προέκυψε ότι γνώριζε την τέλεση συγκεκριμένων πράξεων για καταβολή ποσών σε υπάλληλους του ΟΤΕ και στον υπουργό Τάσο Μαντέλη, ενώ δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ότι κάποιο στέλεχος της γερμανικής Siemens ζήτησε έγκριση ή τον ενημέρωσε για τη δωροδοκία.
  6. Ρόλαντ Κοχ, CEO στον τομέα Τηλεπικοινωνιών της μητρικής Siemens: Ένοχος για δωροδοκία κατ’εξακολούθηση και από κοινού και επιβαρυντικές περιστάσεις του νόμου περί καταχραστών του Δημοσίου και απαλλαγή για ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, λόγω παραγραφής. Είχε, σύμφωνα με την πρόταση, τον έλεγχο και την εποπτεία στις δωροδοκίες μαζί με τον με Μίκαελ Ζίκατσεκ, αφού ενέκρινε και αυτός χρήματα που εμβάστηκαν στην Ελλάδα. Συνολικά το διάστημα που ήταν επικεφαλής, φέρεται να διακινήθηκε το συνολικό ποσό των 53 εκατομμύρια ευρώ.
  7. Τόμας Γκάνσβιντ, CEO Τηλεπικοινωνιών της μητρικής Siemens: Ένοχος για δωροδοκία κατ’εξακολούθηση και από κοινού και επιβαρυντικές περιστάσεις του νόμου περί καταχραστών του Δημοσίου και για ξεπλυμα βρώμικου χρήματος. Ενώ ήταν CEO, εμφανίζεται συνολικά να διακινήθηκαν 14 εκατομμύρια ευρώ για τη διενέργεια δωροδοκιών για παράνομα ωφελήματα σε στελέχη του ΟΤΕ. Η γνώση και σύμπραξη του προκύπτουν από αποδεικτικά στοιχεία, είπε η εισαγγελέας και πρόσθεσε πως ο ίδιος «δεν ήλεγχε και δεν παρενέβαινε στις υποθέσεις διαφθοράς γιατί ήθελε την πρόοδο αυτών», ενώ «είχε τον έλεγχο και την εποπτεία των καταβολών και ενέκρινε τη μεταφορά των ποσών που προορίζονταν για τη δωροδοκία υπαλλήλων του ΟΤΕ.
  8. Μίκαελ Κουτσενρόιτερ, επικεφαλής του τομέα τηλεπικοινωνιών στη μητρική Siemens: Ένοχος για δωροδοκία κατ’εξακολούθηση και από κοινού και επιβαρυντικές περιστάσεις του νόμου περί καταχραστών του Δημοσίου και για ξέπλυμα βρώμικου χρήματος. Κατά την εισαγγελική πρόταση, συνολικά διακινήθηκαν από τον ίδιο 22,7 εκατομμυρίων ευρώ, ποσό το οποίο μετακυλήθηκε στο τίμημα της προγραμματικής συμφωνίας. Ο κατηγορούμενος ενώπιον της γερμανικής Δικαιοσύνης περιέγραψε με λεπτομέρειες στο παρελθόν το σύστημα πληρωμών και παραδέχθηκε πως ενημέρωνε τους ανωτέρους του σχετικά. Ωστόσο, σύμφωνα με την Ελένη Σκεπαρνιά, στην απολογία του ενώπιον του δικαστηρίου «ανασκεύασε πολλά σημεία, αλλά έπεσε σε αντιφάσεις, αφού μεταξύ άλλων είπε πως οι δωροδοκίες ήταν απλά διακριτικές εμπιστευτικές πληρωμές, που άλλες φορές ήταν παράνομες και άλλες νόμιμες».