Συνεχίστηκε την Παρασκευή ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου η δίκη των δύο αδερφών που κατηγορούνται για την εν ψυχρώ εκτέλεση με αλλεπάλληλους πυροβολισμούς του δημοσιογράφου Γιώργου Καραϊβάζ, στις 9 Απριλίου του 2021, έξω από το σπίτι του στον Άλιμο.

Ads

Τα δύο αδέρφια, 41 έως και 49 ετών, είναι αντιμέτωπα με την κατηγορία της ανθρωποκτονίας από πρόθεση κατά συναυτουργία. Οι δύο κατηγορούμενοι ωστόσο, αρνούνται την κατηγορία.

Σύμφωνα με το βούλευμα, η δολοφονία ήταν συνέπεια συμβολαίου θανάτου με άγνωστα άτομα, για τα οποία συνεχίζεται η έρευνα.

Οι δύο κατηγορούμενοι ισχυρίζονται πως δεν έχουν σχέση. Ο ένας μάλιστα αρνείται ότι ήταν την ημέρα εκείνη στον Άλιμο, ενώ αδελφός του λέει ότι βρέθηκε για επαγγελματικούς λόγους.

Ads

Σύμφωνα με το υλικό της δικογραφίας, οι δράστες προσέγγισαν τον Καραϊβάζ, τον πυροβόλησαν επανειλημμένα με πιστόλι, με αποτέλεσμα τον θανάσιμο τραυματισμό του, έχοντας προαποφασίσει να διαπράξουν απο κοινού το έγκλημα και γνωρίζοντας επακριβώς τον τόπο της κατοικίας του, το πρόγραμμά του, τις συγκεκριμένες ώρες μετάβασης στον τόπο της εργασίας του.

Πρώτη μάρτυρας ήταν η σύζυγος του Γιώργου Καραϊβάζ, Στάθα Αλεξανδροπούλου.

«Ο Γιώργος ασχολείτο με δύσκολα θέματα, τα πρώτα χρόνια με την τρομοκρατία και τα επόμενα με το οργανωμένο έγκλημα. Ήταν παθιασμένος με τη δουλειά του, έγκριτος, με πολυετή συνεργασία σε πολλά Μέσα. Ήταν εργάτης της δημοσιογραφίας», είπε.

«Δεν μου είχε πει ποτέ ότι τον απασχολούσε κάτι. Δεν φοβόταν κάτι και μάλιστα έδινε το ίδιο αυτοκίνητο στον γιο μας, που έχει τον ίδιο σωματότυπο και φορά τα ίδια ρούχα. Δεν θα έβαζε ποτέ σε κίνδυνο τον γιο μας», πρόσθεσε η χήρα.

Ρωτήθηκε από το δικαστήριο αν γνωρίζει τα ονόματα των Δημήτρη Μάλαμα και Δημήτρη Καπετανάκη (αναφέρονται και οι δύο στην έρευνα της ΕΥΠ για την Greek mafia κι έχουν δολοφονηθεί).

Η Σ. Αλεξανδροπούλου απάντησε ότι ο σύζυγός της, αναλόγως με τα θέματα που χειριζόταν, επικοινωνούσε με όλες τις πλευρές για να φτάσει στην αλήθεια και να μην αδικήσει κανέναν.

«Γνωρίζω ότι είχε τηλεφωνικές επαφές και με ποινικούς, όμως δεν μου είχε αναφέρει κάτι συγκεκριμένο. Ότι δεχόταν απειλές το διάβασα εκ των υστέρων», απάντησε.

«Τον έμπλεκαν σε μία ιστορία, που όμως δεν προχώρησε. Δεν γνωρίζω καν αν είχε δικηγόρο. Στο σπίτι δεν μιλούσαμε για τη δουλειά ούτε και ο ίδιος μοιραζόταν πράγματα με συναδέλφους του», είπε η Στάθα Αλεξανδροπούλου.

«Σίγουρα κάποιος που ενοχλήθηκε από όσα έγραφε, κάποιος από το οργανωμένο έγκλημα. Αυτός που ήθελε να του κλείσει το στόμα, ο Καραϊβάζ είναι νεκρός λόγω της δημοσιογραφικής του ιδιότητας» είπε η ίδια.

«Άκουγε όλες τις πλευρές, έδινε δεύτερη ευκαιρία στους ανθρώπους. Γι’ αυτό και στον επικήδειο ο γιος μας είπε ότι ο πατέρας του θα συγχωρούσε τους δολοφόνους».

Η ίδια ανέφερε, τέλος, ότι την προηγούμενη μέρα είχε επιστρέψει μαζί με τον σύζυγό της στο σπίτι τους στον Άλιμο, αργότερα από τη συνηθισμένη ώρα. Το δικαστήριο επέμενε σε αυτό, γιατί σύμφωνα με το κατηγορητήριο οι δράστες είχαν βρεθεί και την προηγούμενη μέρα έξω από το σπίτι του θύματος, όμως δεν χτύπησαν γιατί είχε περάσει η ώρα και αποχώρησαν.

Στη συνέχεια κατέθεσε η μητέρα του δημοσιογράφου. «Ήταν ένα χρυσό παιδί, πάντα με ένα βιβλίο στο χέρι. Διάβαζε και βοηθούσε στις αγροτικές δουλειές», είπε η ηλικιωμένη γυναίκα που ζει σε χωριό της Δράμας. «Πάντα μου έλεγε, “Μάνα όλα καλά”. Το μόνο που θέλω είναι να τιμωρηθούν οι δράστες και οι εντολείς τους, όπως τους αξίζει».

Αντιδράσεις στο δικαστήριο προκάλεσε η απουσία ενός αστυνομικού, ο οποίος είναι σημαντικός μάρτυρας στην υπόθεση. Όπως έγινε γνωστό, το τελευταίο διάστημα υπηρετεί στην ελληνική πρεσβεία στο Αμπού Ντάμπι. Τόσο η υπεράσπιση όσο και η πολιτική αγωγή είπαν ότι θεωρούν κρίσιμη την παρουσία του στο ακροατήριο.

Ως μάρτυρας κατέθεσε ένας αστυνομικός στο Τμήμα Ανθρωποκτονιών. Είπε ότι είδε βίντεο και φωτογραφίες της υπόθεσης και για πρώτη φορά στο ακροατήριο, απαντώντας σε ερώτηση της εισαγγελέως, είπε ότι ο σωματότυπος ενός εκ των δύο ανδρών πάνω στο σκούτερ, το οποίο καταγράφεται πριν και μετά τη δολοφονία στον Άλιμο, ταιριάζει με τον σωματότυπο του μικρότερου σε ηλικία κατηγορούμενου που βρίσκεται στο εδώλιο.

«Δεν λέω ότι είναι ο ίδιος. Λέω ότι ο σωματότυπος ταιριάζει, γιατί είναι γυμνασμένος», κατέθεσε ο αστυνομικός, προκαλώντας την αντίδραση της υπεράσπισης.

Έπειτα, από το δικαστήριο εξετάστηκε ένας αυτόπτης μάρτυρας, κηπουρός στον Δήμο Αλίμου, που τη στιγμή τη δολοφονίας καθόταν στο παρκάκι μπροστά στο οποίο δολοφονήθηκε ο Καραϊβάζ. «Ήμουν με άλλους δύο συναδέλφους μου. Ακούσαμε έναν κρότο σαν εξάτμιση μοτοσικλέτας κι έπειτα ένα “Ααχ”. Σηκώθηκα όρθιος και είδα δύο άντρες πεζούς. Ο ένας κρατούσε όπλο κι έριχνε στο θύμα, που είχε πέσει στον δρόμο», περιέγραψε.

«Οι δύο άντρες είχαν καλυμμένα χαρακτηριστικά και ένας εξ αυτών, που έριχνε με το όπλο, φαινόταν γυμνασμένος. Γύρισαν και έφυγαν ήρεμοι. Μου έριξαν ένα βλέμμα κι έπειτα ανέβηκαν στο σκούτερ και έφυγαν πολύ ψύχραιμοι. Τηλεφώνησα στην Αστυνομία και μου είπαν, “Πήγαινε να δεις αν το θύμα έχει σφυγμό”. Δεν μπορούσα, όμως, να πλησιάσω γιατί το σημείο είχε πλημμυρίσει στο αίμα. Οι αστυνομικοί έφτασαν σε λιγότερο από πέντε λεπτά».