Μπορεί να είναι βελούδινο διαζύγιο, μπορεί να είναι κι ένα νέο σύμφωνο συμβατικής συμβίωσης. Σε κάθε περίπτωση, η σχέση του ΔΝΤ με την Ελλάδα και την Ευρώπη από την επόμενη άνοιξη πολύ δύσκολα θα παραμείνει ως έχει, κι ακόμη πιο δύσκολα θα περιλαμβάνει νέο συμβόλαιο χρηματοδότησης.

Ads

Οι παρασκηνιακές διαβουλεύσεις για τη μορφή ελάφρυνσης του χρέους που βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη μεταξύ Βρυξελλών, Βερολίνου και Ουάσιγκτον είναι εκείνες που θα καθορίσουν, σε μεγάλο βαθμό, το εάν και πώς θα μείνει ή θα φύγει το ΔΝΤ, ωστόσο τα μηνύματα που στέλνουν όλες οι πλευρές δείχνουν πως η παράταση του βίου της τρόικας – ή του κουαρτέτου – δεν είναι πια το πρώτο επιθυμητό σενάριο.

Η έκθεση του ίδιου του Ταμείου την περασμένη εβδομάδα, με το δημόσιο, όψιμο mea culpa για το στρεβλό μνημονιακό πρόγραμμα της Ελλάδας, διαβάστηκε από πολλούς ευρωπαϊκούς κύκλους και ως πρελούδιο αποχαιρετισμού. Την ίδια ώρα, ο επικεφαλής του ESM (Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας) Κλάους Ρέγκλινγκ έσπευσε να διαμηνύσει ότι η Ευρώπη μπορεί, εύκολα πλέον, να αναλάβει το χρηματοδοτικό σκέλος που αναλογεί στο Ταμείο στο τρίτο πρόγραμμα. Κι ήταν ο ίδιος, που προϊδέασε χθες για το ποια μπορεί να είναι η νέα, πιο χαλαρή σχέση του ΔΝΤ με την Ελλάδα και το μνημονιακό της πρόγραμμα.

«Το Ταμείο δεν είναι πλέον τόσο σημαντικό ως δανειστής», είπε ο Γερμανός επικεφαλής του ESM στην Franfurter Allgemeine Zeitung, προσθέτοντας: «Ο ESM θα μπορούσε εύκολα να καλύψει το 10% του προγράμματος που το ΔΝΤ προσφέρει τώρα. Μπορούμε όμως να συνεχίσουμε να επωφελούμαστε από την οικονομική και τεχνική εμπειρογνωμοσύνη του στην παρακολούθηση του προγράμματος».

Ads

Η δήλωση αυτή δεν είναι ούτε τυχαία ως προς την χρονική συγκυρία, ούτε αποσπασπασματική. Ερχεται μετά το μήνυμα της επικεφαλής του προγράμματος του ΔΝΤ στην Ελλάδα Ντέλια Βελκουλέσκου ότι «χωρίς ελάφρυνση, ακόμη κι εάν η ελληνική κυβέρνηση λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα, το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο». Έρχεται επίσης, στον απόηχο των δηλώσεων Τσίπρα ότι η συμμετοχή του Ταμείου στο ελληνικό πρόγραμμα δεν είναι απαραίτητη κι έρχεται, κυρίως, εν μέσω μιας μακράς αλλά και προωθημένης πλέον συζήτησης μεταξύ Βρυξελλών και Βερολίνου για τη διαμόρφωση ενός αμιγώς Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου – ενός ρόλου, που θα μπορούσε σταδιακά και προοπτικά να αναλάβει ο ESM.

Πρόκειται για μια συζήτηση που, παρά την κατά περίπτωση σκληρή ρητορική και τους πολεμικούς τόνους, περισσότερο οδηγεί σε ένα αργό, συναινετικό διαζύγιο, παρά σε ρήξη: Στη Γερμανία, η Μέρκελ και ο Σόιμπλε θέλουν μεν την σκληρή συνταγή λιτότητας του ΔΝΤ και τον εξίσου σκληρό μηχανισμό εποπτείας του, δεν θέλουν όμως επ ουδενί τη γενναία μείωση του χρέους που πρεσβεύει το Ταμείο.

Το ίδιο το ΔΝΤ θέλει την εμπλοκή στην Ευρώπη, αλλά δεν θέλει και δεν μπορεί να ρισκάρει ξανά το ήδη τραυματισμένο κύρος του, εγκαταλείποντας για τρίτη φορά την πάγια αρχή του που επιβάλει λιτότητα και εσωτερική υποτίμηση μόνον με παράλληλη μείωση χρέους. Ήδη, δε, οδεύει προς κατάργηση της περίφημης ρήτρας «συστημικής εξαίρεσης» που επιστράτευσε το 2010 για να συνάψει τη συμφωνία χρηματοδότησης της Ελλάδας χωρίς κούρεμα χρέους και κατά παράβαση του καταστατικού του – μια συμφωνία, που έγινε για να σωθούν οι γερμανικές και γαλλικές τράπεζες, όπως το ίδιο το Ταμείο ομολόγησε στην έκθεση της περασμένης εβδομάδας.

Η ελληνική κυβέρνηση, τέλος, θα ήθελε το «κούρεμα» του χρέους, αλλά δεν θέλει την άκαμπτη, παράλληλη συνταγή λιτότητας του ΔΝΤ. Και από τη στιγμή που ο Σόιμπλε έχει φροντίσει να βγάλει οριστικά από το τραπέζι οποιαδήποτε ριζική μείωση χρέους, πέραν της ελάφρυνσης δια της επιμήκυνσης, ελάχιστους λόγους έχει να εξακολουθεί να θέλει το ΔΝΤ ως άμεσο δανειστή.

Όλα αυτά μοιάζουν να οδηγούν, σε πρώτη φάση τουλάχιστον, σε ένα νέο, χαλαρό… σύμφωνο συμβίωσης, όπως το προδιέγραψε ο Κλάους Ρέγκλινγκ. Ένα σύμφωνο, στο οποίο το ΔΝΤ δεν θα μετάσχει στο τρίτο ελληνικό πρόγραμμα ως χρηματοδότης, αλλά θα παραμείνει ως «τεχνικός» σύμβουλος και επόπτης…