Ψαλίδι στα δικαιώματα των εργαζομένων, μέτρα ενάντια στην καταπολέμηση της ανεργίας και πράσινο φως στους εργοδότες να χρησιμοποιούν άφοβα απεργοσπάστες εργαζομένους μέσω της ποινικοποίησης της υπεράσπισης της απεργίας από τους απεργούς φέρνει το νέο νομοσχέδιο για τα εργασιακά που ήρθε στη βουλή για διαβούλευση, σύμφωνα με όσα λέει ο καθηγητής Εργατικού Δικαίου Άρις Καζάκος, στο tvxs.

Ads

«Η οδηγία της ΕΕ την οποία ενσωματώνει η κυβέρνηση με καθυστέρηση δύο ετών, έχει κάποια θετικά μέτρα, χωρίς να λείπουν βεβαίως και τα αρνητικά. Ωστόσο το υπουργείο εργασίας με αφορμή την ενσωμάτωση της οδηγίας στο ελληνικό δίκαιο λαμβάνει μέτρα που εντάσσονται στην πολιτική της κυβέρνησης για συνέχιση της κοινωνικής μειοδοσίας στα εργασιακά, χωρίς τους καταναγκασμούς των μνημονίων. Κραυγαλέο παράδειγμα εδώ είναι το ότι η κυβέρνηση περιφρονεί τη ρητή αποδοκιμασία της οδηγίας προς τη θέσπιση της σύμβασης μηδενικών ωρών με αφορμή την ενσωμάτωσή της (της οδηγίας) σε χώρες που η σύμβαση αυτή (μηδενικών ωρών) δεν έχει νομοθετηθεί πριν από τη μεταφορά της οδηγίας».

«Σύμβαση Μηδενικών Ωρών» κατά παράβαση της ευρωπαϊκής οδηγίας

Τι είναι όμως η «σύμβαση μηδενικών ωρών»; Ο κ. Καζάκος, την ονομάζει «σύμβαση μηδενικών δικαιωμάτων», γιατί «η σύμβαση που έρχεται για πρώτη φορά στο ελληνικό δίκαιο, δεν θα περιλαμβάνει όρους εργασίας για τον συγκεκριμένο αριθμό ωρών εργασίας και τον μισθό, ώστε να αποκτά δικαιώματα ο εργαζόμενος να αξιώσει κάτι από τον εργοδότη. Όποτε θέλει ο εργοδότης τον καλεί, για όσες ώρες τον χρειάζεται», λέει ο καθηγητής στο tvxs και προσθέτει πως:

Ads

«Μέχρι τώρα, στην αρχέτυπη σύμβαση εργασίας υπάρχουν δικαιώματα και υποχρεώσεις και από τις δύο πλευρές, άνισα κατανεμημένα, με λεόντεια κατανομή υπέρ του εργοδότη, αλλά υπάρχουν. Τώρα ο εργαζόμενος με τη σύμβαση μηδενικών ωρών δεν θα έχει δικαιώματα, θα αμειφθεί για όσες ώρες κληθεί να εργαστεί. Και για όσους πουν ότι υπάρχει ελευθερία επιλογής για τον εργαζόμενο (να αποδεχτεί ή να απορρίψει την πρόσκληση του εργοδότη), τέτοια ελευθερία δεν υπάρχει ή, το λιγότερο, είναι ανάπηρη. Είναι γνωστό ότι ο εργαζόμενος είναι ελεύθερος να συνάψει μια σύμβαση, δεν είναι όμως ελεύθερος να μη τη συνάψει και προφανώς θα τη δεχτεί, υποκύπτοντας στην ανάγκη βιοπορισμού του».

Ο κ. Καζάκος εξηγεί, πως πρόκειται για ένα «κληροδότημα» κατά βάση του Ηνωμένου Βασιλείου στο ενωσιακό δίκαιο, από την εποχή που η Βρετανία ήταν ακόμη μέλος της ΕΕ.

«Όταν γίνονταν οι διαβουλεύσεις στην ΕΕ και το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν μέλος της ΕΕ, στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων για το περιεχόμενο της οδηγίας, η Αγγλία επέβαλε την αναγνώριση από την οδηγία της σύμβασης μηδενικών ωρών. Στην Αγγλία είναι αρκετά διαδεδομένες αυτές οι συμβάσεις που εφαρμόζονται και σε κάποιες άλλες χώρες κι έχουν τα χαρακτηριστικά και τις συνέπειες που ανέφερα. Η οδηγία αποδέχεται τη σύμβαση μηδενικών ωρών, παρά την οξεία κριτική που έχει γίνει γι΄ αυτήν, ωστόσο αποδοκιμάζει ρητά τη νομοθέτησή τους τώρα με αφορμή τη μεταφορά της στα εσωτερικά δίκαια των κρατών μελών. Στο Προοίμιό της, αρ. 47, ορίζεται ότι η οδηγία «δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται ως βάση για την καθιέρωση συμβάσεων μηδενικών ωρών εργασίας ή άλλων παρόμοιων συμβάσεων εργασίας. Η κυβέρνηση αντί να απαγορεύσει τέτοιες «συμβάσεις – σκουπίδια» προτίθεται να τις νομιμοποιήσει».

Μέτρα κατά της καταπολέμησης της ανεργίας

Ο κ. Καζάκος υπογραμμίζει πως, αντίθετα προς όσα αναφέρονται στο κείμενο που διέρρευσε από την κυβέρνηση, δεν εισάγεται για πρώτη φορά η διαφάνεια στους όρους εργασίας. «Υπάρχει προεδρικό διάταγμα με το οποίο μεταφέρθηκε η προηγούμενη οδηγία».

Για το μέτρο που αφορά την 6ήμερη εργασία στη βιομηχανία και περιλαμβάνεται στο κείμενο που διέρρευσε ο κ. Καζάκος θεωρεί ότι εκτός των άλλων «πρόκειται για μέτρο που βάλλει κατά των δόκιμων πολιτικών για τον περιορισμό της ανεργίας. Γιατί αντί να προσληφθεί έξτρα προσωπικό, μοιράζεται το πλεόνασμα της υπάρχουσας εργασίας της επιχείρησης στο ήδη υπάρχον προσωπικό της.

Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι με την 6ήμερη εργασία στη βιομηχανία θέλει να καταπολεμήσει τη μαύρη εργασία και τις μαύρες υπερωρίες. Εδώ η κυβέρνηση, αντί να ελέγξει τις παραβατικές εργοδοτικές συμπεριφορές, νομιμοποιεί την παραβατικότητα και πολεμά την 5θήμερη εργασία».

Ο καθηγητής θεωρεί ότι πλαστογράφηση επιχειρείται και σε σχέση με την παράλληλη απασχόληση. Η παράλληλη απασχόληση των εργαζομένων επιτρεπόταν πάντοτε στο ελληνικό δίκαιο, με την τήρηση βέβαια των ανώτατων ορίων χρόνου απασχόλησης (8ωρο κ.λπ.) σε ημερήσια κ.λπ. βάση. Ο εργαζόμενος μπορούσε και μπορεί να εργάζεται σε δύο εργοδότες, π.χ. με μερική απασχόληση και στους δύο, όπου όμως το ωράριο αυτών των εργασιών αθροιζόμενο δεν θα υπερβαίνει το 8ωρο κ.λπ. Αυτό που προσθέτει η οδηγία με το άρθρο 9 είναι ότι ο εργοδότης δεν μπορεί να απαγορεύσει σε εργαζόμενο να αναλάβει εργασία σε άλλους εργοδότες εκτός του ωραρίου του ή να επιφυλάξει δυσμενή μεταχείριση σε εργαζόμενο για τον λόγο αυτό. Κατά τα λοιπά η οδηγία με το άρθρο 20 διασφαλίζει την εφαρμογή των κανόνων για τα χρονικά όρια εργασίας σε δύο εργοδότες (8ωρο κ.λπ.). Η κυβέρνηση αντίθετα φανέρωσε άλλη μια φορά με τις αχαρακτήριστες και μη σοβαρές δηλώσεις του υπουργού της κ. Γεωργιάδη (για 2 8ωρα την ίδια μέρα) το credo της για το ότι το «8ωρο είναι ξεπερασμένο» (Κυριάκος Μητσοτάκης).

Ποινικοποίηση της υπεράσπισης της απεργίας

«Η ποινικοποίηση της υπεράσπισης της απεργίας από τους απεργούς είναι άλλη μια πονεμένη ιστορία» λέει ο Άρις Καζάκος. «Οι εργαζόμενοι πρέπει να μπορούν να υπερασπίζονται την αποτελεσματικότητα της απεργίας τους απέναντι σε παράνομες πρακτικές απεργοσπασίας του εργοδότη. Γι’αυτό άλλωστε ο συνδικαλιστικός νόμος απαγορεύει την πρόσληψη απεργοσπαστών κατά τη διάρκεια μιας απεργίας και γενικά τις απεργοσπαστικές πρακτικές, γιατί αυτές οι εργοδοτικές πρακτικές βάλλουν κατά της αποτελεσματικότητας της άσκησης του συνταγματικού δικαιώματος της απεργίας. Αν ο εργοδότης μπορεί να προσλαμβάνει απεργοσπάστες ή να τους μεταφέρει από άλλες επιχειρήσεις του σε αυτήν στην οποία πραγματοποιείται απεργία ή να πειθαναγκάζει μέρος του προσωπικού του να εργάζεται παρά τη θέλησή του, τότε αυτές οι εργοδοτικές συμπεριφορές ακυρώνουν την αποτελεσματική λειτουργία / άσκηση του δικαιώματος. Το Σύνταγμα ωστόσο εγγυάται όχι μόνο γενικά και αφηρημένα το δικαίωμα απεργίας στο άρθρο 23 παρ. 2 αλλά και την αποτελεσματική άσκησή του».

Πως καταστρατηγεί το νέο νομοσχέδιο αυτό το δικαίωμα;

«Η κυβέρνηση νομοθετεί την ποινικοποίηση όσων παρεμποδίζουν απεργοσπάστες να μπουν στην επιχείρηση. Σύμφωνα με τον ισχύοντα συνδικαλιστικό νόμο αλλά και το Σύνταγμα, αν ο εργοδότης προσλάβει απεργοσπάστες και τους φέρει με λεωφορεία στην επιχείρηση του, οι απεργοί πρέπει να μπορούν να παρεμποδίσουν την είσοδο τους και να αποκρούσουν την παράνομη ενέργεια του εργοδότη. Η κυβέρνηση, αφού προηγουμένως με τον νόμο Χατζηδάκη χρέωσε στους απεργούς την όποια ζημία της επιχείρησης από την απόκρουση των αντιαπεργιακών πρακτικών της, με το νέο νομοσχέδιο τους στερεί αυτό το δικαίωμα και με την απειλή ποινικών κυρώσεων. Αυτό βέβαια είναι μέτρο που χρεώνεται στην κυβέρνηση και δεν έχει καμιά σχέση με την οδηγία. Ο υπουργός με τον «φερετζέ» της οδηγίας φέρνει μια ρύθμιση που καμιά σχέση δεν έχει σχέση με αυτήν».

Ο καθηγητής προσθέτει πως η οδηγία προβλέπει μεταξύ άλλων, ότι η δοκιμαστική περίοδος για τον εργαζόμενο θα είναι έως 6 μήνες. Σήμερα στο ελληνικό δίκαιο η περίοδος αυτή είναι 12μηνη, αντί για 2μηνη του προϊσχύσαντος δικαίου, για τους υπαλλήλους («κληροδότημα» του δεύτερου μνημονίου), με αποτέλεσμα να έχουμε καταχρηστικές συμπεριφορές εργοδοτών που απολύουν υπαλλήλους π.χ. στον 11ο μήνα, προκειμένου να μην υπαχθεί στους κανόνες προστασίας από τις απολύσεις (αποζημίωση κ.λπ.).

Από την άλλη πλευρά στην οδηγία ορίζεται ότι σε περίπτωση που γίνεται κατάχρηση των περιστασιακών / επισφαλών συμβάσεων εργασίας, το κράτος μέλος πρέπει να παίρνει μέτρα προστασίας των εργαζομένων, νομοθετώντας αποτελεσματικές κυρώσεις. Με άλλα λόγια ο ενωσιακός νομοθέτης απεκδύεται της ευθύνης και παραπέμπει το ζήτημα στους εθνικούς νομοθέτες, που είναι αβέβαιο αν θα λάβουν ποτέ μέτρα για την αντιμετώπιση των καταχρήσεων. Μένει να δούμε τι θα φέρει για το θέμα αυτό το νομοσχέδιο και πώς θα νομοθετήσει ακριβώς το ελληνικό κράτος. Ωστόσο από όσα έχουν διαρρεύσει η σαφής εικόνα είναι ότι, όπως ήδη ανέφερα, η κυβέρνηση συνεχίζει την πολιτική της κοινωνικής μειοδοσίας στα εργασιακά».