Για την ΝΔ, και για τον ίδιον τον Κυριάκο Μητσοτάκη, η προστασία του αφορολόγητου δεν ήταν ποτέ ζεστή υπόθεση. Δεν ήταν στις μάχες που σχεδίαζαν να δώσουν. Πόσο μάλλον, αφού πολλά στελέχη του νυν πρωθυπουργικού και οικονομικού επιτελείου ενστερνίζονταν, και εξακολουθούν να ενστερνίζονται, την θέση του ΔΝΤ: Θεωρούν ότι η «διεύρυνση της φορολογικής βάσης» διά της μείωσης του αφορολόγητου ορίου είναι όντως «διαρθρωτικό» μέτρο που μπορεί να υπηρετήσει την οικονομική τους ατζέντα – εκείνη της φορολογικής ελάφρυνσης των επιχειρήσεων και της ακίνητης περιουσίας, και της εναπόθεσης της δίκαιης κατανομής της ανάπτυξης στις δυνάμεις της αγοράς.

Ads

Το γεγονός ότι ο ίδιος ο νυν πρωθυπουργός κατέθεσε εν τέλει τον περασμένο Μάιο τροπολογία, και δεσμεύτηκε, για την μη μείωση του αφορολόγητου, ήταν αποτέλεσμα περισσότερο μιας – αναγκαστικής προφανώς – προεκλογικής πλειοδοσίας απέναντι στην αντίστοιχη δέσμευση του Αλέξη Τσίπρα, παρά ουσιαστικής πολιτικής επιλογής. Ήταν ο ίδιος, άλλωστε, ο Κυριάκος Μητσοτάκης που τον περασμένο Σεπτέμβρη στην ΔΕΘ εμφάνιζε περίπου ως αναπόδραστη την μείωση του αφορολόγητου. Και δήλωνε πως εκείνος ως πρωθυπουργός θα αντισταθμίσει την μείωση αυτή – και θα στηρίξει τις ασθενέστερες τάξεις – μειώνοντας τον πρώτο φορολογικό συντελεστή από 22% σε 9% για εισοδήματα έως 10.000 ευρώ.

Ως εκ τούτων, η θέση που διατύπωσε χθες ο επικεφαλής του ESM Κλάους Ρέγκλινγκ, δημοσίως στο συνέδριο του Economist και κατ’ ιδίαν στην συνάντησή του με τον πρωθυπουργό, για σύνδεση της μείωσης των φορολογικών συντελεστών με την «διεύρυνση της φορολογικής βάσης», θα μπορούσε να δώσει στην ΝΔ μια βολική διέξοδο. Στην πράξη, ο κ. Ρέγκλινγκ έθεσε ως προϋπόθεση για την μείωση των φόρων που έχει υποσχεθεί η κυβέρνηση, την παράλληλη μείωση του αφορολόγητου, από 1η Ιανουαρίου, στα 5.636 ευρώ από τα 8.636 ευρώ που είναι σήμερα. Και, στην πραγματικότητα, μια τέτοια «ανταλλαγή» θα μπορούσε να δημιουργήσει και τον αναγκαίο δημοσιονομικό χώρο για την παράλληλη μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων και την μείωση του ΕΝΦΙΑ.

Πρόκειται για μια προοπτική με την οποία φλερτάρουν έντονα ουκ ολίγα στελέχη της κυβέρνησης και περιλαμβάνεται στις εισηγήσεις που βρίσκονται ήδη στο Μαξίμου. Κατά τους υπολογισμούς του οικονομικού επιτελείου, εάν προχωρήσουν ταυτόχρονα, και από την 1η Ιανουαρίου, όλες οι φορολογικές ελαφρύνσεις που έχει υποσχεθεί προεκλογικά η ΝΔ – μείωση του ΕΝΦΙΑ οριζόντια και τουλάχιστον κατά 20%, μείωση του κατώτερου φορολογικού συντελεστή, και μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων -, τότε το 2020 θα προκύψει δημοσιονομικό κενό της τάξης του 0,4% με 0,5% του ΑΕΠ. Με δεδομένο ότι έχει ήδη εγκαταλειφθεί κάθε σκέψη για άμεση επαναδιαπραγμάτευση των στόχων για τα πλεονάσματα – οι χθεσινές πληροφορίες παρέπεμπαν την όποια σχετική συζήτηση με τους θεσμούς «το νωρίτερο στο δεύτερο εξάμηνο του 2020 -, ο πιο εύκολος δρόμος για την κάλυψη αυτού του κενού δείχνει εκείνος της μείωσης του αφορολόγητου.

Ads

Εδώ υπάρχουν όμως τρία προβλήματα.

Το πρώτο είναι πως η μείωση του αφορολόγητου θα πλήξει, αποκλειστικά και μόνον, τα χαμηλότερα στρώματα μισθωτών και συνταξιούχων. Ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει πει ότι για έναν συνταξιούχο των 750 ευρώ που σήμερα δεν πληρώνει καθόλου φόρο, η μείωση του αφορολόγητου σημαίνει πως θα επιβαρυνθεί με ετήσιο φόρο 442 ευρώ. Δεν είναι τεράστιο ποσό για την μέτρα της μεσαίας τάξης, για το 45% των συνταξιούχων όμως που ψήφισαν ΝΔ είναι πλήγμα με δυνάμει υψηλό πολιτικό κόστος.

Το δεύτερο πρόβλημα είναι πως η ακύρωση της μείωσης του αφορολόγητου, που έχει νομοθετηθεί από την κυβέρνηση Τσίπρα, έχει γίνει ήδη αποδεκτή και προεξοφληθεί από την Κομισιόν όπως προκύπτει καθαρά από την τελευταία της έκθεση τον Μάιο. Εάν η κυβέρνηση επιχειρήσει ανατροπή, θα βρεθεί στην – εξαιρετικά άβολη θέση – να κάνει την πρώτη της διαπραγμάτευση με την Κομισιόν όχι για να μειώσει τα πλεονάσματα, αλλά για να ακυρώσει ένα θετικό φορολογικό μέτρο Τσίπρα.

Το τρίτο, και μάλλον σοβαρότερο πρόβλημα, είναι πως μια πιθανή μείωση του αφορολόγητου θα σημάνει και πρώιμη, πολιτική αυτό – ακύρωση του ίδιου του Κυριάκου Μητσοτάκη. Είναι μάλλον πολύ νωρίς για έναν πρωθυπουργό με νωπή λαϊκή εντολή να αναιρεί μια κεντρική (έστω και αναγκαστική) προεκλογική του δέσμευση.

Η πρώτη απάντηση για το τι θα επιλέξει ίσως δοθεί το Σαββατοκύριακο, στις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης, χωρίς βεβαιότητες όμως ότι θα είναι οριστική και δεσμευτική. Το βέβαιο όμως είναι πως σύντομα ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα κληθεί να αναμετρηθεί με το πρώτο μεγάλο δίλημμα της διακυβέρνησής του – την διαφύλαξη της μετεκλογικής του αξιοπιστίας ή την τήρηση της «συμφωνίας κυρίων» με τον επιχειρηματικό κόσμο της χώρας…