Η βιβλιοθήκη Επιστήμης, Τεχνολογίας και Πολιτισμού «Κ. Θ. Δημαράς» του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών (ΕΙΕ), η μεγαλύτερη βιβλιοθήκη επιστημονικών περιοδικών και βιβλίων στην Ελλάδα, άνοιξε και πάλι τις πόρτες της για ερευνητές και κοινό.

Ads

Η βιβλιοθήκη, όπως και όλο το ΕΙΕ, στεγάζεται στο εμβληματικό κτίριο των Κωνσταντίνου Δοξιάδη και Δημήτρη Πικιώνη, στο κέντρο της Αθήνας.

Η σημαντική αυτή βιβλιοθήκη παρέμενε κλειστή τα τελευταία χρόνια. Σύμφωνα με ανακοίνωση του Συλλόγου Προσωπικού Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών (Σ.Π-Ε.Ι.Ε) τον Φεβρουάριο του 2022, σύμφωνα με νόμο που δημοσιεύτηκε τον Αύγουστο 2019, το Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης του ΕΙΕ, αποσχίστηκε από το Ίδρυμα και μεταφέρθηκε ως αυτόνομο ΝΠΙΔ σε διαφορετικό υπουργείο, το Υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης.

«Με αυτή την κίνηση προέκυψε η περιπλοκή, η Βιβλιοθήκη του EIE που από το 1989 βρισκόταν υπό την εποπτεία του ΕΚΤ, να μεταφερθεί διοικητικά μαζί με το προσωπικό της σε έναν διαφορετικό από το ΕΙΕ φορέα».

Ads

«Και ενώ το καλοκαίρι του 2020 έγινε προσπάθεια να θεραπευτεί αυτό το πρόβλημα σε επίπεδο νομοθεσίας (άρθρο 54 του ν. 4712/29-7-2020) αυτό δεν έγινε στην πράξη αφού ο νόμος δεν εφαρμόστηκε: η έκδοση της σχετικής Κοινής Υπουργικής Απόφασης (ΚΥΑ) που θα επικύρωνε τη μεταφορά του προσωπικού που απασχολούνταν στη Βιβλιοθήκη και στις υπηρεσίες της πίσω στο ΕΙΕ και το Υπουργείο Ανάπτυξης, καθυστερεί αδικαιολόγητα για πάνω από ενάμιση χρόνο.

»Η μη-υλοποίηση των προβλεπόμενων στο άρθρο 54 του ν. 4712/29-7-2020, έχει ως αποτέλεσμα να παραμένει κλειστή μια μεγάλη, κεντρική, ιστορική επιστημονική Βιβλιοθήκη στο κέντρο της Αθήνας που με τα αναγνωστήριά της, τις πηγές της και τις υπηρεσίες της εξυπηρετεί, για περισσότερα από 60 χρόνια, εκτός από τους ερευνητές του ΕΙΕ, εκατοντάδες χρήστες από την επιστημονική κοινότητα, σπουδαστές, μαθητές και ευρύ κοινό είτε με φυσική παρουσία, είτε εξ αποστάσεως αλλά και μέσω άλλων βιβλιοθηκών μέσω των δικτύων στα οποία συμμετέχει. Εν κατακλείδι, ένα δημόσιο αγαθό, του οποίου η απόδοση στους χρήστες του παρεμποδίζεται χωρίς κανένα ουσιαστικό λόγο, δεν εξυπηρετεί σήμερα τον στόχο του και ως εκ τούτου ακυρώνεται το κοινωνικό του όφελος» έλεγε το σωματείο.

Σήμερα, μιλώντας στο Αθηναϊό Πρακτορείο, ο πρόεδρος του ΔΣ και διευθυντής του ΕΙΕ, Δημοσθένης Σαρηγιάννης, τονίζει ότι στόχος του για το μέλλον της βιβλιοθήκης είναι «να έχει επαυξημένες υπηρεσίες σε συνεργασία με άλλες βιβλιοθήκες του αθηναϊκού χώρου».

«Προσπαθούμε να δημιουργήσουμε ένα δίκτυο, ώστε να λειτουργεί ακόμα πιο ενοποιημένα και επειδή έχει το ιδιάζον χαρακτηριστικό ότι είναι μέσα σε ένα ερευνητικό κέντρο εθνικής εμβέλειας, να λειτουργήσει και ως ένας κόμβος μετασχηματισμού της γνώσης, χώρος στοχασμού και μετάφρασης της γνώσης σε ό,τι αφορά τη σοφία που θα πρέπει να διέπει τις αποφάσεις μας, πολιτικές, κοινωνικές ή τεχνολογικές σε μια σειρά από τομείς που αφορούν τη ζωή μας».
 
Έχοντας περάσει και ο ίδιος τα φοιτητικά του χρόνια μέσα σε αυτή τη βιβλιοθήκη, ο κ. Σαρηγιάννης τονίζει ότι αποτελεί γι’ αυτόν «έναν πολύ βασικό δίαυλο επιστημονικότητας σε αυτό που θέλουμε όλοι να είναι το ΕΙΕ, ένας κόμβος ανάπτυξης περαιτέρω της ελληνικής επιστημονικής και ερευνητικής κοινότητας με όρους κοινωνικούς. Όχι έρευνα μόνο για την έρευνα, αλλά η πολύ καλής ποιότητας επιστημονική γνώση να απαντάει σε κοινωνικές προκλήσεις».  Ένα ακόμα στοίχημα, προσθέτει ο ίδιος, είναι ότι «θέλουμε να δούμε το παρόν και το μέλλον μας σε ένα πλαίσιο ευρύτερο, της γενικότερης διάχυσης της επιστημονικής γνώσης, και αυτό έχει να κάνει με αυτό που λέμε Ανοιχτή Επιστήμη, ένα άλλο κομβικό σημείο που θα αναπτύξουμε και μέσα από τη βιβλιοθήκη. Αυτό είναι το όραμά μας για το ΕΙΕ και η βιβλιοθήκη είναι ένας βασικός δίαυλος».
 
Το 1989, οπότε θεσμοθετήθηκε το Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης (ΕΚΤ), η βιβλιοθήκη και οι υπηρεσίες της μεταφέρθηκαν στη δικαιοδοσία του ΕΚΤ, που συστεγαζόταν με το ΕΙΕ. Πρόσφατα με την επανασύσταση του ΕΚΤ και αυτονόμησή του από το ΕΙΕ, με νόμο του 2019 η βιβλιοθήκη πέρασε και πάλι, έπειτα από αίτημα των ερευνητών του ΕΙΕ, στη δικαιοδοσία του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών. Ο Δημοσθένης Σαρηγιάννης επισημαίνει ότι η αποχώρηση του ΕΚΤ από το ΕΙΕ «σαφέστατα επαναπροσδιορίζει τη λειτουργία του. Για εμάς ήταν πάρα πολύ σημαντικό να συνεχίσει να υπάρχει η βιβλιοθήκη».

Σπάνια περιοδικά και συγγράμματα

Η βιβλιοθήκη «Κ. Θ. Δημαράς» βρίσκεται στο ισόγειο του κτιριακού συγκροτήματος του ΕΙΕ καταλαμβάνοντας περίπου 2.500 τετραγωνικά μέτρα. Η συλλογή της αριθμεί 1.826 τίτλους εντύπων και 1.540 τίτλους ηλεκτρονικών επιστημονικών περιοδικών καλύπτοντας τομείς των φυσικών και ανθρωπιστικών επιστημών.

Τα τελευταία χρόνια εμπλουτίζεται μόνο η ηλεκτρονική συλλογή μέσω συνδρομών, αλλά και μέσω της συμμετοχής του ΕΙΕ στην κοινοπραξία των Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών HEAL-Link. Οι χρήστες έχουν πρόσβαση σε τίτλους ηλεκτρονικών περιοδικών, βιβλίων και βάσεων δεδομένων από έγκριτούς εκδοτικούς οίκους, καθώς και σε βάσεις αναφορών και παραπομπών.

Η βιβλιοθήκη διαθέτει και σπάνια περιοδικά και συγγράμματα ιδιαίτερης ιστορικής αξίας. Μεταξύ αυτών η συλλογή Liege με 46 σπάνιους τίτλους περιοδικών και μονογραφιών σχετικούς με την Ιστορία των Επιστημών, δωρεά του Ευθύμιου Νικολαΐδη, ομότιμου διευθυντή Ερευνών του Ινστιτούτου Ιστορικών Ερευνών του Ιδρύματος. Επίσης, το αρχείο Καριάτογλου, που αφορά στην καταγραφή των ελληνικών εφημερίδων και περιοδικών (1790-1990), καθώς και στη συγκρότηση σχετικών με αυτά πληροφοριών. Το αρχείο περιλαμβάνει 15.000 τίτλους εφημερίδων και 5.000 τίτλους περιοδικών. 

Η βιβλιοθήκη είναι αφιερωμένη στον συνιδρυτή και πρώτο διευθύνοντα σύμβουλο του ΕΙΕ. Δημιουργήθηκε αμέσως μετά την ίδρυση του ΕΙΕ (τότε Βασιλικό Ίδρυμα Ερευνών), το 1958. Περιγράφοντας τις συνθήκες δημιουργίας του Ιδρύματος Ερευνών και της βιβλιοθήκης, ο ιστορικός και ομότιμος διευθυντής Ερευνών του Ινστιτούτου Ιστορικών Ερευνών του ΕΙΕ, Βασίλης Παναγιωτόπουλος, περιέγραψε κατά τη διάρκεια σχετικής εκδήλωσης επαναλειτουργίας της βιβλιοθήκης ότι το 1958 και ουσιαστικά το 1960, έπειτα από προετοιμασία δύο χρόνων, «στήνεται στο μυαλό πολύ λίγων ανθρώπων η ιδέα μιας βιβλιοθήκης περιοδικών».

«Όταν αποφασίστηκε η ίδρυση του Βασιλικού Ιδρύματος Ερευνών δεν υπήρχε καμία εμπειρία μεγάλων ερευνητικών κέντρων στη χώρα. Ούτε πώς στήνεται ένα ερευνητικό ίδρυμα ήταν προφανές, ούτε το περιεχόμενο, ούτε το αντικείμενό του», ανέφερε ο κ. Παναγιωτόπουλος και πρόσθεσε: «Εδώ ήταν η μεγάλη συμβολή του Δημαρά για το πώς θα οργανωθεί αυτό το σχήμα, πώς θα μεταφυτευθεί στην Ελλάδα η έννοια επιστημονική έρευνα». Ο Δημαράς, συνέχισε ο κ. Παναγιωτόπουλος, αντέγραψε το γαλλικό πρότυπο, που ήταν το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών της Γαλλίας (CNRS) «και κόπιαρε έναν ακόμα θεσμό από το γαλλικό CNRS, τη βιβλιοθήκη περιοδικών. Το CNRS δεν έφτιαξε δική του βιβλιοθήκη, καθώς στη Γαλλία υπήρχαν βιβλιοθήκες, πανεπιστημιακές και εθνικές. Έφτιαξε κάτι για την εποχή του πρωτότυπο, μια βιβλιοθήκη περιοδικών, γιατί ήταν η στιγμή που ανέβαινε στην επιφάνεια η επιστημονική έρευνα, τα συμπεράσματα της οποίας κοινοποιούνταν μέσω περιοδικών».

Ως βοηθός έρευνας τότε στο Ίδρυμα Ερευνών, ο Βασίλης Παναγιωτόπουλος θυμάται την περίοδο ανέγερσης του κτιρίου του Ιδρύματος, όπου στεγάζεται και η βιβλιοθήκη. Η μελέτη του ανατέθηκε στους αρχιτέκτονες Δημήτρη Πικιώνη και Κωνσταντίνο Δοξιάδη. Το κτιριακό συγκρότημα θεμελιώθηκε στις 10 Μαΐου 1965 στο χώρο των βασιλικών στάβλων και η παραλαβή του έγινε τον Οκτώβριο του 1968. Αποτελεί ένα από τα βασικά πρότυπα της δημόσιας αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα των δεκαετιών 1960 και 1970 και το πρώτο μεταπολεμικό κτίριο γραφείων του ελληνικού Δημοσίου, που ευθυγραμμίζεται με τις σύγχρονες τάσεις και αποτελεί πιστή εφαρμογή του μοντέρνου δόγματος «Η μορφή ακολουθεί τη λειτουργία».

Την περίοδο εκείνη που το κτίριο κατασκευαζόταν, «ο Δημαράς παρήγγελνε περιοδικά και τα στοίβαζε στο Ίδρυμα Υποτροφιών», όπως λέει ο ομότιμος διευθυντής του Ινστιτούτου Ιστορικών Ερευνών. Ο ίδιος χαρακτηρίζει τη βιβλιοθήκη «ένα παράδεισο για τους επιστήμονες, καθώς είχε περιοδικά από όλη τη θεματολογία και όλες τις χώρες. Ήταν πλήρως και έγκυρα ενημερωμένη». Ωστόσο, το μεγάλο «τραύμα» της βιβλιοθήκης για τον Βασίλη Παναγιωτόπουλο, ήρθε από το διαδίκτυο «και η βιβλιοθήκη πρέπει τώρα να βρει τις νέες ισορροπίες της», να παίξει ένα ρόλο «που πρέπει να επανεφευρεθεί».