Μπορεί πράγματι μια υπόθεση σαν αυτή των υποκλοπών να ρίξει μια κυβέρνηση στην καχεκτική δημοκρατία μιας χώρας σαν την Ελλάδα; Όσοι αντιπαρέρχονται το ερώτημα θεωρώντας το ρητορικό, ξεχνούν κάποια σχετικά πρόσφατα ανάλογα ιστορικά παραδείγματα που δείχνουν ότι κανένα σκάνδαλο, ακόμα και αυτού του μεγέθους, δεν αρκεί από μόνο του για να δρομολογήσει πολιτικές αλλαγές.

Ads

Οι υποκλοπές που αποκαλύφθησκαν στην αρχή της διακυβέρνησης Κώστα Καραμανλή και η αυτοκτονία (εντός ή εκτός εισαγωγικών) του Διευθυντή Δικτυακού Σχεδιασμού της Vodafone Τσαικίδη έμειναν ουσιαστικά αδιερεύνητες παρά τα συντριπτικά στοιχεία και ξεχάστηκε επιτρέποντας στον Καραμανλή να κυβερνήσει για 5 χρόνια. Αλλά και η αποκάλυψη των υποκλοπών των κλήσεων Α. Παπανδρέου, Έβερτ κ.ά. που οδήγησαν σε παραπομπή σε δίκη του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη – που άντεξε στην προεδρία της ΝΔ για 2-3 χρόνια ακόμα – δεν στάθηκε από μόνη της ικανή για τη συντριβή της ΝΔ που της κόστισε 11 χρόνια στα έδρανα της αντιπολίτευσης. Αυτό δεν σημαίνει αυτομάτως ότι και ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα αντέξει. Ωστόσο πρέπει να αναλυθούν οι όροι που ενδέχεται να τον οδηγήσουν στην κατάρρευση. Και οι όροι αυτοί δεν εξαντλούνται στην αποκάλυψη του τρέχοντος σκανδάλου.

Η αποκάλυψη των παρακολουθήσεων Ανδρουλάκη και Κουκάκη από ιδιωτικό λογισμικό που μπορεί να προμηθευτεί ελεύθερα οποιοσδήποτε το επιθυμεί στον πλανήτη, είναι ένα σκάνδαλο κορυφής με κατά κύριο λόγο θεσμικά χαρακτηριστικά. Οι υποκλοπές διαρρηγνύουν μεν τις στοιχειωδέστερες συνταγματικές εγγυήσεις, τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, βασικές ελευθερίες, την ίδια τη δημοκρατική συνθήκη που επιτάσσει στις πολιτικές αντιπαλότητες τον σεβασμό ενός ύστατου ορίου: την αποφυγή της ηθικής και πολιτικής αλληλοεξόντωσης των πολιτικών κεφαλών. Ιδίως όσων εντάσσονται στο συστημικό τόξο.

Από τα ΜΜΕ, άλλωστε, το σκάνδαλο των υποκλοπών επιχειρείται να παρουσιαστεί ως ένα πολιτικό white collar crime: ακόμα και αν ισχύουν οι αποκαλύψεις, το σκάνδαλο αφορά, δήθεν, την κορυφή. Δεν αφορά τον μέσο πολίτη που αγωνιά για την βενζίνη, για το αν τον χειμώνα θα την βγάλει με κουβέρτες, για τα δίδακτρα των φροντιστηρίων, για το νοίκι του παιδιού του που σπουδάζει σε άλλη πόλη. Από την τελευταία παρατήρηση, εκπηγάζουν τρία βασικά ερωτήματα για όποιον θα ήθελε να δει την κυβέρνηση να πέφτει ανοίγοντας το δρόμο στις προοδευτικές δυνάμεις του τόπου.

Ads

Ερώτημα πρώτο: πως και ποιος μπορεί να εξηγήσει στην κοινωνία που μασάει κατά κόρον τη μιντιακή τροφή ότι το σκάνδαλο υποκλοπών είναι η θεσμική αντανάκλαση μιας συνολικής αποδρομής της καθημερινής ζωής στην παρηκασμένη Ελλάδα; Το αυταρχικό, αστυνομοκρατικό, επιτελικό κράτος, η βίαιη απολιγνιτοποίηση και η οικονομική καταστροφή της Βόρειας Ελλάδας, η κυνική αδιαφορία για τις φυσικές καταστροφές που πλήττουν την αγροτική οικονομία της Κεντρικής Ελλάδας και τον τουρισμό των νησιών, η ανοιχτή απειλή προς την κοινωνία μέσω της υποστήριξης του Λιγνάδη, η αποφυλάκιση Κορκονέα, η αποσυναρμολόγηση του τελευταίου προστατευτικού πλαισίου των εργασιακών δικαιωμάτων, όλα αυτά είναι στρατηγικές αποφάσεις που πάρθηκαν ουσιαστικά εν κρυπτώ. Επιχείρησαν να ισοπεδώσουν βασικούς αρμούς της εναπομείνασας οικονομικής ζωής σε βάρος της πλατιάς πλειοψηφίας και σε όφελος επιτήδειων τύπου Δημητριάδη. Με όσα έχει προκαλέσει η κυβέρνηση Μητσοτάκη, αν δεν υπήρχε Predator, θα έπρεπε να έχει εφευρεθεί.

Ερώτημα δεύτερο: γιατί ο Ανδρουλάκης τα βάζει με το καθεστώς Μητσοτάκη; Γιατί πρέπει να γίνει σαφές ότι η σημερινή κυβέρνηση έχει ξεπεράσει τα εσκαμμένα παλιότερων συστημικών κυβερνήσεων μετατρέποντας εαυτόν σε καθεστώς, σε σύστημα εξουσίας ανέλεγκτο, ανεξέλεγκτο και έχοντας απενεργοποιήσει τη διάκριση των εξουσιών. Ο Ανδρουλάκης εντάσσεται και προσωπικά και πολιτικά εντός του συστημικού τόξου. Ορίστηκε γραμματέας του ΠΑΣΟΚ από τον Βενιζέλο, αποτελεί παιδί του κομματικού σωλήνα και έχει ισχυρές σχέσεις με το κραταιό σημιτικό μπλοκ που του προσέφερε στήριξη για την ανάρρηση στην προεδρία του ΠΑΣΟΚ και μέχρι τώρα τον έσερνε στον φιλοκυβερνητικό μονόδρομο.

Όσοι βιάζονται να διαπιστώσουν την κατεδάφιση των γεφυρών μεταξύ ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, φαίνεται να ξεχνούν τον βασικό στόχο του ΠΑΣΟΚ τόσο επί Γεννηματά όσο και επί Ανδρουλάκη: την εξαφάνιση του ΣΥΡΙΖΑ και την παλαιοδικομματική παλινόρθωση. Αυτό θα πρέπει να δημιουργήσει επιφυλάξεις – τουλάχιστον – για το κατά πόσο το ΠΑΣΟΚ «θα τους πάει μέχρι τέλους». Ο κυβερνητισμός του ΠΑΣΟΚ, ο έλεγχος ισχυρών κρατικών και θεσμικών θυλάκων είναι η συγκολλητική ουσία που ένωσε τους εναπομείναντες στις πιο τραυματικές ώρες του κόμματος από την ίδρυσή του. Αυτό ας μην λησμονείται.

Ερώτημα τρίτο: ακόμα και αν η κυβέρνηση Μητσοτάκη καταρρεύσει, ποιος και πως εγγυάται ότι η αλλαγή θα έχει χαρακτηριστικά προοδευτικά και όχι ακόμα πιο συστημικά; Τα σενάρια κυβέρνησης ειδικού σκοπού τύπου Παπαδήμου που διακινήθηκαν έντονα τους τελευταίους μήνες δεν μπορεί να προέκυψαν από ακαδημαϊκό ενδιαφέρον. Το βαθύ κράτος διείδε εξελίξεις, αντιλήφθηκε ότι ένα ατύχημα – όπως ένα σκάνδαλο ολκής –  μπορεί να εξανεμίσει την ήδη απολεσθείσα νομιμοποίηση της κυβέρνησης. Το καθεστώς στην κορυφή του οποίου τοποθετήθηκε ο Μητσοτάκης ακόμα και αν χάσει την κυβέρνηση, δεν θα απωλέσει και την πολιτική εξουσία, για να θυμηθούμε αντεστραμμένη την αλήστου μνήμης αποστροφή του Τσίπρα.

Συνοψίζοντας: για να δημιουργηθούν οι συνθήκες συντριβής της δεξιάς, το θεσμικό σκάνδαλο πρέπει να μεταφραστεί στα ζητήματα διαβίωσης και επιβίωσης που πλήττουν τον ελληνικό λαό. Επίσης, όσοι νοιάζονται για την αναστήλωση της δημοκρατίας και όχι απλά της πολιτικής κανονικότητας, θα πρέπει να αντιμετωπίσουν με μεγαλύτερη καχυποψία τις προθέσεις του ΠΑΣΟΚ. Τέλος, το ελληνικό οικονομικό σύστημα διαθέτει εφεδρείες και οπισθοφυλακές που παραμένουν άθικτες. Και εκεί θα πρέπει τάχιστα να στοχεύσει το όποιο λαϊκό κίνημα επιχειρήσει να μεταφέρει την κοινοβουλευτική διαμάχη στους δρόμους και την καθημερινή ζωή.