Ζεύς ἄναξ ἀποστεροίη γάμον δυσάνορα δάιον…» (στ. 1062), Αισχύλος, Ικέτιδες

Ads

Δεν ξέρω πόσοι αντέξατε να δείτε τα βίντεο από το έγκλημα στον Έβρο που έφερε στο φως η Εφημερίδα των Συντακτών, εκεί όπου απεικονίζονται οι εγκλωβισμένοι πρόσφυγες να ανακαλύπτουν το πτώμα ενός πνιγμένου να επιπλέει στο ποτάμι, που απεικονίζονται άνδρες μόνο με το εσώρουχο ώστε να ταπεινωθούν μπροστά στους άλλους, μέσα στη λάσπη, μικρά παιδιά που κλαίνε και προσπαθούν να ξεδιψάσουν, φιλτράροντας το νερό του ποταμού με χαλίκια και χαρτοπετσέτες μέσα σε πλαστικά μπουκάλια και τους υπόλοιπους πρόσφυγες σε απόγνωση.

Επειδή λοιπόν είναι τα 100 χρόνια από την Μικρασιατική Καταστροφή θα ήθελα να θυμίσω πόσο οι σκατόψυχοι του σήμερα μιμούνται τους σκατόψυχους του χθες και μόνο εκ των υστέρων εφευρίσκουν επιχειρήματα περί ομόαιμου σε κείνην την περίσταση… κι αυτά στην χώρα του Ευριπίδη που  δίνοντας φωνή στις Τρωάδες, έγινε ίσως ο πρώτος αναγνωρισμένος συγγραφέας στην ιστορία που, ξεπερνώντας το «ομόαιμον» και το «ομόθρησκον» για χάρη της δικαιοσύνης κατήγγειλε την «ομάδα του» κι έγινε ένας άνθρωπος «συμπαντικός» (Shklovsky, V. 1990). Κι αυτό όταν οι επαναπροωθήσεις έχουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, δεν αφορούν καν το σύνολο της μεταναστευτικής και προσφυγικής πολιτικής όπου εκεί επιβάλλεται να ανοίξει η κουβέντα περαιτέρω σε σχέση με την εργαλειοποίηση του Ερντογαν και την αδιαφορία της ΕΕ, και αφορούν ζωές σε κίνδυνο.

Η δε αντεπιχειρηματολογία πως κινδυνεύει η πατρίδα από τους ικέτες κι όχι από όσους την καπηλεύονται με το αζημίωτο είναι για (θλιβερά) γέλια…   Όπως έχει γραφτεί «Έχει περάσει ένας αιώνας από τότε που Πόντιοι και Μικρασιάτες ξεκίνησαν τσακισμένοι ένα ταξίδι προς τη «μητέρα Ελλάδα». Πείνα, δίψα, ξαγρύπνια, εξάντληση, ψείρα, βρομιά και αρρώστια. Μα πάνω απ’ όλα, ξεριζωμός και γενοκτονία. Μαζί τους και Αρμένιοι και Ασσύριοι Η «φιλοξενία» από την πρώτη στιγμή πήρε τη μορφή του λοιμοκαθαρτηρίου: Σε όλη την Ελλάδα στρατόπεδα «φιλοξενίας» των προσφυγικών πληθυσμών δημιουργούνται που, αποκομμένα από την επίσημη ρητορική και Μνήμη, μένουν στο συλλογικό προσφυγικό φαντασιακό με ένα όνομα: «Τα Σύρματα».

Ads

Σύμφωνα με την κοινωνιολογία της Λογοτεχνίας αν τα αυτοβιογραφικά κείμενα είναι σημαντικά είναι γιατί μπορούν να δώσουν φωνή στους ‘άφωνους’ που συνήθως μένουν έξω από τις ποικίλες  ηγεμονικές αφηγήσεις και ρητορικές.

Παρόλο που η δόμηση του νεοελληνικού φαντασιακού πέρασε και περνά ‘συστηματικά’ μέσα από την κατασκευή ενός βολικού δίπολου: αυτού των φιλόξενων ελλήνων και των πάρα πολλών προσφύγων που θα αλλοιώσουν τον πολιτισμό και την ταυτότητά μας, δίπολο που υποστηρίχθηκε  από πολιτικές ρητορικές και λογοτεχνικές καταγραφές «γηγενών», οι ίδιες οι μαρτυρίες των προσφύγων, η αυτοβιογραφική τους δλδ, γραφή, αποκομμένη από το κυρίαρχο σώμα των αναπαραστάσεων, αφηγείται μία άλλη ιστορία, ακόμη και τότε που οι άλλοι ήταν ‘ομόθρησκοι’ κι ‘ομόαιμοι’, ακόμη και τότε που η ετερότητα ήταν με άλλα λόγια ομοιότροπη, ‘κοντινή’.

Οι Έλληνες που ζούσαν στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας υποχρεώθηκαν σε μια μαρτυρική πορεία οκτακοσίων χιλιομέτρων κάτω από τραγικές συνθήκες. Ανθρώπινα ράκη έπρεπε να πορευτούν μέσα σε ένα εχθρικό περιβάλλον, και με κίνδυνο ζωής από τις συμμορίες των Τούρκων εθνικιστών.

Το φθινόπωρο του 1922, σε μια χώρα μικρή και φτωχή και σε μία Ευρώπη όπου η πανδημία της εφιαλτικής Ισπανικής γρίπης έκανε  ακόμη πιο δύσκολα τα πράγματα, έφθασαν στην Ελλάδα περίπου 900.000 πρόσφυγες (ανάμεσά τους και 50.000 Αρμένιοι). Περίπου 200.000 Έλληνες παρέμεναν στην Καππαδοκία και γενικότερα στην Κεντρική και Νότια Μικρά Ασία. Ο αριθμός πρέπει να ήταν πολύ μεγαλύτερος, αν υπολογίσουμε την υψηλή θνησιμότητα των πρώτων χρόνων λόγω των άθλιων συνθηκών διαβίωσης και των επιδημιών, το μειωμένο αριθμό των γεννήσεων και τη μετανάστευση πολλών προσφύγων σε άλλες χώρες.

Στην απογραφή του 1928 καταγράφηκαν 1.220.000 πρόσφυγες. Οι αρρώστιες κατέβαλλαν τους πρόσφυγες που ήταν ταλαιπωρημένοι, πρόχειρα στεγασμένοι και υποσιτίζονταν. Ο τύφος, η γρίπη, η φυματίωση (κυρίως στις πόλεις) και η ελονοσία (κυρίως στην ύπαιθρο) τους θέριζαν. Σύμφωνα με στοιχεία της Κοινωνίας των Εθνών, ένας σημαντικός αριθμός προσφύγων πέθαναν μέσα σ’ ένα χρόνο από την άφιξή τους στην Ελλάδα. Κι όσοι/ες επιβίωναν ζούσε σε συνθήκες που δύσκολα μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε. Εκτός αν ακούσουμε την φωνή τους.

Προσφυγικές Μαρτυρίες: Τα Σύρματα

Οι αφηγήσεις των προσφύγων του 22 που έζησαν ή πέθαναν στα λεγόμενα «σύρματα» στις παρυφές των ελληνικών πόλεων παραμένουν αποκομμένες από το κυρίαρχο λογοτεχνικό σώμα, αφού η αγριότητα εναντίον τους πρέπει να αφορά μονάχα τους άλλους. Και αυτό σε μία χώρα όπου παρά τους χιλιάδες νεκρούς δεν έχει εναποθέσει ουσιαστικά καμία αναθηματική πλάκα στους τόπους αυτούς. Όμως «η αναζήτηση νοήματος δε γίνεται… ποτέ δίχως κόστος: συγκροτείται μέσα από επιλογές και συσχετισμούς» (Todorov, Tz., 2003, σελ. 14). Ο στόχος δεν είναι μόνο να φέρουμε στην επιφάνεια τους τρόπους περιγραφής του «Άλλου», και τι σημαίνει για την αντίληψη του ατομικού και συλλογικού μας ‘εαυτού’ και πώς αυτό μπορεί να αξιοποιηθεί παιδαγωγικά και ευρύτερα (στον βαθμό που μας αναλογεί) κοινωνικά.

Στα σύρματα, στα ελληνικά στρατόπεδα των Μικρασιατών και Πόντιων προσφύγων του 22, από το Μακρονήσι έως την Καλαμαριά, κι απ’ τον Πειραιά έως τη Νέα Καρβάλη, υπολογίζεται ότι έχασαν την ζωή τους χιλιάδες άνθρωποι. Οι επισιτιστικές και οι συνθήκες υγιεινής ήταν φριχτές ενώ το παρεμπόριο για τα είδη 1ης ανάγκης, που ξεπερνούσε κατά πολύ την αισχοκέρδεια χρεώνοντας για ένα παλιό καρβέλι ψωμί ένα ρολόι άνθιζε απέξω κάτω από τα «ανύποπτα» μάτια των αρχών:

«Σπείρα σωστή ήταν. Ένα ψωμί το πουλούσαν μια λύρα χρυσή, ένα δαχτυλίδι χρυσό, ένα ρολόι. Η διοίκηση της καραντίνας τα έβλεπε αυτά αλλά δεν μιλούσε, ούτε συνελάμβανε τους εγκληματίες εργολάβους τροφοδότες. Εκείνοι πλούτιζαν εις βάρος χιλιάδων ανθρώπων. Πάτησαν πάνω στα πτώματά τους». (μαρτυρία Ιγνάτιου Ορφανίδη, πρόσφυγα από την Νίρβαινα του Πόντου).

«…Στη Μερσίνα μείναμε μια βδομάδα στα σύρματα… ύστερα ήρθε το βαπόρι και μας πήρε. Στο ταξίδι έκανε φουρτούνα και οι γυναίκες λιγοθυμούσαν από το φόβο τους. Άκουγες φωνές, κλάματα. Εγώ είχα μαζί μου τον άντρα μου, τη μάνα μου και τα τρία παιδιά μου, το Χαράλαμπο, το Δημήτρη και τη Μαρίκα, από ένα ως έξι χρονώ. Ευτυχώς δεν έπαθα τίποτε άφησα τα παιδιά σε μια γωνιά του βαποριού κοντά στη μάνα μου και κουβαλούσα νερό στις λιπόθυμες γυναίκες. Μερικοί άνθρωποι δε βάσταζαν από τα βάσανα που τράβηξαν και πέθαναν στο βαπόρι τους έδεσαν με σίδερα και τους πέταξαν στη θάλασσα.»…

«Επιτέλους φτάσαμε στον Πειραιά. Άλλοι κατέβηκαν εκεί εμείς συνεχίσαμε το ταξίδι για την Καβάλα. Μας πήγαν στο Τσινάρ Ντερέ, κοντά στη σημερινή Νέα Καρβάλη. Δυο χρόνια μείναμε εκεί κάτω από τα τσαντίρια. Ο κόσμος αρρώσταινε και πέθαινε κάθε μέρα. Πέθανε ο άντρας μου, πέθανε και το παιδί μου ο Χαράλαμπος. Τη νύχτα έρχονταν τα τσακάλια, σκάβανε τους τάφους και έτρωγαν τους πεθαμένους..».  (μαρτυρία Δέσποινας Συμεωνίδου από το χωριό Κενάταλα της Καππαδοκίας).

«Βγήκαμε στη Ραιδεστό με το καράβι, κατεβήκαμε και ξανά πάλι στο τρένο για την Αδριανούπολη. Ο κόσμος εκεί είχε ξεσηκωθεί να υποδεχτεί τους πρόσφυγες, αλλά έγινε φασαρία με τους Τούρκους, κι αναγκαστήκαμε να μπούμε πάλι στα τρένα. Δεν χωρούσανε όλοι κι ανεβήκανε ακόμα και πάνω στις σκεπές. Κι έτσι ήρθαμε στην Ελλάδα… Φτάσαμε στη Θεσσαλονίκη, στα στρατόπεδα που μένανε παλιά οι Άγγλοι στρατιώτες στον ευρωπαϊκό πόλεμο. Εκεί πάλι, είχαν αφήσει πολεμοφόδια. Κάθε μέρα γίνονταν εκρήξεις. Πεθαίνανε παιδιά που πειράζανε ό,τι βρίσκανε. Έσκαγαν οι οβίδες και είχαμε θανάτους πολλούς. Κάποια φορά, η μητέρα με τον Ζαχαρία και οι θείοι μου γύριζαν τη Θεσσαλονίκη να νοικιάσουν σπίτι. Μα, έλεγα στη μητέρα μου μετά, στην κατάσταση που ήσασταν, βρωμεροί, τσαλακωμένοι, πατημένοι, ποιος θα σας νοίκιαζε σπίτι; Ποιος θα εμπιστευόταν έναν πρόσφυγα;»…

«Αλλά κι αφού ήρθαμε στα Σέρρας, οι ντόπιοι δε μας θέλανε. Πήγαινε ο θείος να πάρει ζάχαρη για το τσάι και δεν του δίναν. Κάρβουνα δεν δίναν σε πρόσφυγα! Να, ο ρατσισμός πώς ήταν! Εγώ μέχρι που τέλειωσα το σχολείο, στην Ελλάδα, βιβλία δεν είχα, εκτός από το αναγνωστικό κι ένα βιβλίο φυσικής! Η ιστορία ήταν ένα τεύχος σαν κόμικς, ούτε γραμματική είχα, τα μαθηματικά μας τα ‘λεγαν προφορικά και τα σημειώναμε. Κι εγώ έπαιρνα και διάβαζα από τα βιβλία των αγοριών, που τα είχαν φέρει από την πατρίδα, γιατί εκεί είχαν όλα τα βιβλία, είχαν και σάλπιγγες και κάνανε και μουσική! Μόνο τις σάλπιγγες δεν μπόρεσαν να φέρουν! Όλα τα είχαμε στην πατρίδα!». (μαρτυρία Κατίνας Εμφιετζή Μητσάκου)

«Αλήθεια πόσα ανθρωποφόρα θηρία υπάρχουν ανάμεσά μας; γιατί τους βασάνιζαν τους βασανισμένους; τι ήθελαν; δεν έβλεπαν τα χάλια τους; διωγμένοι από τη χώρα τους, από τα σπίτια τους, χωρισμένοι απ’ τα αγαθά τους, ίσως ίσως εξ αιτίας τους. Τι ήθελαν και ήλθαν στις χώρες αυτές; για να ερεθίσουν τα θηρία εκείνα; αφού δεν ήσαν άξιοι να κρατήσουν όσα κατέκτησαν και μας άφησαν ύστερα στην οργή τους; ενάμισι εκατομμύρια Χριστιανισμός εχάθη εξ αιτίας τους. Και τώρα στα υπολείμματα, στα ανθρώπινα ράκη, όπως κατάντησαν οι ίδιοι, είχαν τον σαδισμό να τους βασανίσουν. Ας όψονται οι υπεύθυνοι…Ο κόσμος πέθαινε κάθε μέρα».

«Δεκαπέντε μέρες μείναμε στα βαπόρια. Έπειτα φτάσαμε στον Πειραιά. Απ’ τον Πειραιά μόνο τα σύρματα ξέρω. Στα σύρματα είκοσι μέρες μας κρατήσανε. Αμάν, πολύ μας ρεζιλέψανε, πολύ μας βασανίσανε. Μας βάλαν στη σειρά. Τα μικρά και τις γριές απ’ τη ρίζα μας κουρεύανε. Έκλαιγα, φώναζα: — Ψάξε με, δες με, δεν έχω ψείρες! Με το ζόρι με κουρέψανε. Σαν κολοκύθι με κάνανε. Πολύν καιρό έπειτα ντρεπόμουνα να βγω στην αγορά να ψουνίσω.

Μας γδύσανε. Ό,τι φορούσαμε στον κλίβανο, άντε, τα βάλανε. Παπούτσια δεν είχαμε έπειτα να φορέσουμε. Μας δίνανε να φάμε. Είχαμε και μαζί μας. Όμως στην καραντίνα μεγάλο ρεζιλίκι, μεγάλο σεφιλίκι (κακοπάθεια) ήτανε. Είκοσι μέρες κράτησε.” Από τον Αι-Γιώργη, απ’ τον Πειραιά, μας βάλανε στο βαπόρι, στη Θεσσαλονίκη μας φέρανε. Μας βγάλανε και μας αφήσανε. Στα σοκάκια της Θεσσαλονίκης μας αφήσανε. Στα σοκάκια της Θεσσαλονίκης πεταμένοι ήμαστε. Έτσι ξαπλωμένοι, μέσα στα σοκάκια. Περνούσε κόσμος και μας έβλεπε. Αμάν, ρεζιλίκι!
Πέρασε ένας άντρας, ένας τρανός. Μας πέταξε μια πεντάρα. Έπιασα την πεντάρα, φώναζα, έκλαιγα: —Εμείς έχομε λεφτά! Εμείς έχομε να φάμε! Αφήσαμε τα σπίτια μας, τόσα αμπέλια αφήσαμε! Δεν είμαστε ζητιάνοι εμείς! — Άσε την πεντάρα. Ησύχασε έλεγε η μητέρα μου. Η μάνα μου άρρωστη ήταν. Ένα κουβάρι μαζεμένη καθότανε.

Περνούσε ο κόσμος. Μας βλέπανε από μακριά. Δεν ερχόντανε κοντά μας:

— Προσφυγιά! προσφυγιά! λέγανε και περνούσανε….». (Μαρτυρία Καλλισθένης Καλλίδου από τo χωριό Φερτέκι της Καππαδοκίας, κοντά στη Νίγδη).

«…Εμείς οι άλλοι περιμέναμε τρεις μέρες, ώσπου μπήκαμε σε καΐκια και μπαρκάραμε για τη Μυτιλήνη. Ώσπου να πατήσει το ποδάρι του ο τούρκικος στρατός στο χωριό, άραζαν καΐκια και μας παίρναν, Πίσω-πίσω στη Μυτιλήνη δεν μας δέχουνταν. Δεν είναι και πλούσιος τόπος- από ένα μαξούλι (σοδειά] περιμένει. Βασανιστήκαμε, κακοκοιμηθήκαμε, κακοφάγαμε, μεγάλη συμφορά πάθαμε. Και ποιος δεν έκλαψε νεκρούς; Και ποιος δεν κακοπάθησε και ποιος δεν κλαίει ακόμα; Μονάχα τα παιδιά που γεννήθηκαν εδώ, τ’ ακούνε σαν ψεύτικα παραμύθια…». Και ποιος δεν έκλαψε νεκρούς;» (μαρτυρία Απόστολου Μυκονιάτη, από το παραθαλάσσιο χωριό Ατζανός, κοντά στην Πέργαμο, απέναντι από τη Λέσβο)

«…Στους Σπαρταλιώτες έδωσαν 24 ώρες προθεσμία να φύγουν. Άλλοι με τα πόδια, άλλοι με αμάξι πήραν τον δρόμο της εξορίας. Στο δρόμο τους έγδυσαν και απ’ αυτά που μπόρεσαν να πάρουν μαζί τους. Οι δικοί μας είχαν την προνοητικότητα να βάλουν σόλες στα παλιά τους παπούτσια και μέσα απ’ αυτήν να στρώσουν φλωριά όσα μπορούσαν. Αν και τα τρύπησαν τα καρφιά του τσαγκάρη, αυτά τουλάχιστον έμειναν. Με χίλια βάσανα έφθασαν στην Μερσίνα.

Εκεί τους παρέλαβαν Ελληνικά πλοία, δυστυχώς και ο πλοίαρχος και το πλήρωμα ήσαν εναντίον των προσφύγων. Τους βασάνισαν όσο δεν φαντάζεσθε. Νερό δεν τους έδιναν και τους ανάγκαζαν να πιουν θαλάσσιο νερό. Έκαμαν δεκατέσσερις μέρες στο βαπόρι, όταν σταματούσε το βαπόρι στα νησιά, μια λίρα χρυσή την στάμνα το νερό τούς πουλούσαν οι νησιώτες. Και ενώ με λαχτάρα τραβούσαν την στάμνα δεμένη με σχοινί, το πλήρωμα έκοβε το σχοινί και έμεναν με την λαχτάρα. Πάει και η στάμνα, πάει και η λίρα. Από τα θαλάσσια νερά που ήπιαν μια ξαδέλφη του Κυριάκου Δέσποινα Χότζογλου έπαθε μόλυνση των εντέρων εικοσάχρονη κοπέλα και ύστερα από μερικές μέρες στης πεθεράς μου πέθανε και αυτή. Ποιος ξέρει και πόσοι άλλοι…» (μαρτυρία Ανδρονίκης Καρασούλη Μαστορίδου)

Η στάση του Ελληνικού Τύπου και Κράτους

Ούτε το κράτος ούτε ο Τύπος της εποχής ήταν φιλικά προς τους πρόσφυγες, κατηγορώντας τους για δεινά που ο δικός μας μεγαλοϊδεατισμός είχε φέρει στις ζωές τις δικές τους. Πέρα από την γνωστή στάση του Στεργιάδη, του πρόξενου Σμύρνης που καλούσε το ελληνικό κράτος να εγκαταλείψει τους «καιόμενους», χαρακτηριστικό παράδειγμα το πασίγνωστο άρθρο με τίτλο «Οίκαδε», του εκδότη της «Καθημερινής», Γεώργιου Βλάχου, με το οποίο καλούσε την ελληνική κυβέρνηση και το στρατό να εγκαταλείψουν στην τύχη τους τους Έλληνες της Ιωνίας και του Πόντου, μιλώντας για «Αγέλη προσφύγων». Ακόμη, ο Νίκος Κρανιωτάκης, ο φιλομοναρχικός εκδότης της εφημερίδας «Πρωινός Τύπος», το 1933 ζητούσε επιτακτικά να επιβληθεί στους πρόσφυγες να φορέσουν κίτρινα περιβραχιόνια για να τους διακρίνουν και να τους αποφεύγουν οι Έλληνες!

«Άλλοι» άνθρωποι συντρέχουν «άλλους» ανθρώπους

Το φεμινιστικό κίνημα της εποχής, με τις Αμερικανίδες να πρωτοστατούν, προσπαθώντας ευρύτερα για μια πιο αλληλέγγυα πρόσληψη του κόσμου, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την Αμερικανίδα σουφραζέτα Λαβτζόι έκανε τεράστιες προσπάθειες αλληλεγγύης εν μέσω αδιαφορίας. Η Λαβτζόι που είχε δει νεκρούς να επιπλέουν στην θάλασσα έγραψε  χαρακτηριστικά πως ένα μόνο από τα κοσμήματα που είχε δει στα πάρτι του ξενοδοχείου  Μ. Βρετανία να είχε δοθεί για «αρωγή» των προσφύγων, «δεκάδες ζωές θα είχαν σωθεί». Σήμερα η Λάβτζοι, η γυναίκα που έσωσε χιλιάδες μένει ξεχασμένη, όμοια με την φωνή των προσφύγων (και) εκείνου του καιρού.

Η προσωπική μαρτυρία ως τρόπος ιστορικής καταγραφής

Η συγκρότηση νέων μορφών αφήγησης, όπως και η σημασία του για το υποκείμενο και το σύνολο της κοινωνίας (C.Weldon, 2009), όχι μόνο αποκτά ολοένα και πιο στέρεη επιστημονική αξία, αλλά και απαιτεί συγκριτικές -και όχι μόνο αμιγώς επιστημονικές- μεθόδους που εμπλέκουν αναγκαστικά στην πλειοψηφία των περιπτώσεων την ιστοριογραφία με την αυτοβιογραφία.

Ήδη, και σε σχέση με την αυτοβιογραφία ως ερμηνευτικό εργαλείο της ιστοριογραφίας, “η αφηγηματική και η βιογραφική στροφή στην κοινωνιολογία προς το τέλος της δεκαετίας του 1960, ως στροφή σε μια κατανοητική κοινωνιολογία (Τσιώλης, 46) υποδηλώνει …. «τη μετατόπιση πολλών ερευνητικών εγχειρημάτων προς τη μελέτη της βιωμένης εμπειρίας και των νοημάτων με τα οποία οι δρώντες επενδύουν τη δράση τους», (Στιβακτάκης, Ν. ΕΜΙΑΝ).

Στις περιπτώσεις όμως των αυτοβιογραφικών κειμένων που τελικά αποκαλύπτουν μοτίβα ξεπερνώντας τις ‘πιστές και άδολες αποτυπώσεις της βιωμένης ιστορίας του εκάστοτε αυτοβιογραφούμενου, (αυτοβιογραφούμενης), ο οποίος (η οποία) οφείλει να πληροί τα κριτήρια ενός ιδανικού προτύπου, συχνά διαμορφωμένου στο πλαίσιο της εθνικής ιδεολογίας» Τάκη Καγιαλή (1996, σ. 337) η αδυναμία αυτή αίρεται εμβληματικά.

Κι έτσι μας βοηθά να δούμε πιο καθαρά κι άρα πιο επώδυνα, το πρόσωπο μας στον καθρέφτη.