Στην πολιτική ανθρωπογεωγραφία, οι συντεταγμένες του Παύλου Πολάκη και του Νίκου Χριστοδουλάκη παραπέμπουν σε διαφορετικό ημισφαίριο: Μαχόμενος γιατρός, αρειμάνιος καπνιστής και αθυρόστομος βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ ο πρώτος – θεωρητικός, πανεπιστημιακός δάσκαλος και χαμηλών τόνων στέλεχος του ΠΑΣΟΚ ο δεύτερος. Τι κοινό μπορεί να έχουν αυτά τα δυο πρόσωπα, πέρα φυσικά από την κρητική τους καταγωγή;

Ads

Κι όμως υπάρχουν αρκετά κοινά. Πρώτα απ’ όλα, και οι δύο έχουν επιδείξει αρετή και τόλμη στα νιάτα τους. Ο Χριστοδουλάκης ήταν υπεύθυνος για το ραδιοσταθμό του Πολυτεχνείου και μέλος εκείνης της ηρωϊκής συντονιστικής επιτροπής, που καθοδήγησε τη φοιτητική  εξέγερση το 1973. Επιφανές στέλεχος της Ανανεωτικής Αριστεράς στη συνέχεια, υπήρξε μια από τις καλύτερες «μεταγραφές» του ΠΑΣΟΚ στη δεκαετία του 1990. Προσχώρησε στο ΠΑΣΟΚ χωρίς να χάσει την αξιοπιστία του και πολιτεύθηκε με συστολή και ευγένεια, χωρίς να βλασφημεί αυτό που προηγουμένως προσκυνούσε.

Τηρουμένων των ηλικιακών και των άλλων αναλογιών, ο Πολάκης έχει στο ενεργητικό του μια εξίσου μαχητική παρουσία στα φοιτητικά του χρόνια ως μέλος της ΚΝΕ και μια ακόμα μαχητικότερη συμμετοχή στους αγώνες των νέων γιατρών και στο Νέο Αριστερό Ρεύμα μετά το «βρώμικο 89». Λαοφιλής και ασυμβίβαστος δήμαρχος στα Σφακιά, ούτε αυτός βλαστήμησε το ΚΚΕ και την εξωκοινοβουλευτική Αριστερά όταν προσχώρησε στον ΣΥΡΙΖΑ.

Είναι και άλλα: Τόσο ο  Παύλος Πολάκης όσο και ο Νίκος Χριστοδουλάκης έκαναν καλές σπουδές. Αν δεν κάνω λάθος, ο πρώτος είχε μπει με καλή σειρά στην Ιατρική Αθηνών, ενώ ο δεύτερος τελείωσε τους Μηχανολόγους του ΕΜΠ και εκπόνησε τη διδακτορική του διατριβή στο Cambridge.

Ads

Περίπου κοινή λοιπόν η αφετηρία. Παιδιά της Αριστεράς, ωραία παιδιά, όπως θα έλεγε και ο Ρίτσος. Μετά βέβαια αρχίζουν να αποκλίνουν οι τροχιές, μέχρι που φτάνουμε στο χάσμα που τους χωρίζει σήμερα. Αλλά ακόμη και τώρα υπάρχει κάτι κοινό. Αυτό, δυστυχώς, δεν είναι πια ούτε η παλληκαριά τους, ούτε η επιστημοσύνη τους. Είναι ο ναρκισσισμός τους· κραυγαλέος στη μία περίπτωση, λανθάνων στην άλλη.

Προ ημερών, ο Πολάκης μας «αποκάλυψε» το φοβερό μυστικό ότι ο τίτλος των αντισωμάτων που δημιουργούνται μετά τον εμβολιασμό για τον κορωνοϊό μειώνεται σταδιακά μέχρι να πέσει περίπου στο 1/10 του αρχικού σε μερικούς μήνες. Η «αποκάλυψη» αυτή διανθίστηκε με επίθετα και λοιδορίες για τους επιστήμονες που υποστήριξαν την εμβολιαστική εκστρατεία, αφήνοντας το υπονοούμενο ότι όλη η φασαρία με τα εμβόλια μπορεί να είναι εις μάτην.

Πρόκειται για χοντρό λάθος. Κάθε φορά που προκαλείται το ανοσοποιητικό μας σύστημα από έναν παθογόνο οργανισμό ή ένα «ξένο» στοιχείο, δημιουργούνται αντισώματα σε μεγάλες ποσότητες. Όμως, η ποσότητα των αντισωμάτων που δημιουργούνται αρχικά μειώνεται ασυμπτωτικά συναρτήσει του χρόνου. Και ευτυχώς. Αν δεν συνέβαινε αυτό, οι λοιμώξεις που περνάμε από τότε που γεννιόμαστε μέχρι τώρα θα είχαν συσσωρεύσει στην κυκλοφορία μας τόσα πολλά αντισώματα, που η πυκνότητα του αίματος θα γινόταν στο τέλος μεγαλύτερη από την πυκνότητα του μελιού -ή καλύτερα του γράσου. Το αίμα θα λίμναζε στα αγγεία, χωρίς να ρέει. Η εξελικτική διαδικασία έχει ωστόσο επινοήσει μια ευφυή λύση: Μετά από κάθε λοίμωξη (ή εμβολιασμό), τα αντισώματα που κυκλοφορούν μπορεί σταδιακά να μειώνονται, παραμένουν όμως εν υπνώσει ειδικά «κύτταρα μνήμης», που μπορούν, εάν μολυνθούμε ξανά, να ενεργοποιηθούν και να πυροδοτήσουν μια νέα ανοσολογική απόκριση.

Ακόμα κι αν αποδώσουμε τα άστοχα σχόλια του Παύλου Πολάκη σε άγνοια, παραμένει η μαλλιαρή ρητορική του, ένα δεύτερο πρόβλημα, ανεξάρτητο από το πρώτο. Το προφίλ του «αιώνια αγανακτισμένου αριστερού» δεν συνάδει με την ευγένεια, τη μετριοπάθεια και την ήρεμη σιγουριά που απέπνεε ο βίος και η πολιτεία των ηρώων και των μαρτύρων αυτού του πολύπαθου πολιτικού χώρου. Κανένας παλιός δεν συνέδεσε το όνομά του με τη «λεβεντιά», αναγορεύοντας τον εαυτό του σε τιμητή όλων και πάντων.

Είναι πραγματικά κρίμα που ένας καθόλα άξιος γιατρός και πολιτικός άνδρας γίνεται θέμα συζήτησης στα ΜΜΕ όχι για όσα σωστά έχει πει κατά καιρούς (όπως η θεραπεία της Covid-19 με τον αντι-ορό μονοκλωνικών αντισωμάτων, η αξιοποίηση των κέντρων αιμοδοσίας στη διάγνωση της νόσου, το άνοιγμα επιπλέον ΜΕΘ, κλπ.), αλλά για τις πρόχειρες και υπερβολικές εκτιμήσεις του. Σε κάθε περίπτωση, η διάλεκτος Πολάκη δεν γοητεύει και δεν προσελκύει ανθρώπους (ιδιαίτερα νέους) στην Αριστερά. Τους απωθεί. Ο Παύλος Πολάκης πρέπει να ελέγξει την αυταρέσκειά του. Τελεία.

Περνάω όμως στον άλλο πόλο, για να καταδείξω ότι το πολιτισμικό μας πρόβλημα δεν είναι ο Παύλος Πολάκης. Τα ίδια συμβαίνουν και στις καλύτερες οικογένειες. Ο Νίκος Χριστοδουλάκης δημοσίευσε την περασμένη βδομάδα σε γνωστό ιστότοπο ένα κείμενο με τίτλο «Ο χορός των απελπισμένων». Τί λέει εκεί και γιατί το θεωρώ ως ένδειξη ναρκισσισμού και απόλυτης αποξένωσης απ’ την κοινωνία; Λέει εν ολίγοις ότι καλή μεν η αύξηση των εισακτέων στα ελληνικά Πανεπιστήμια, αλλά όχι εκείνων που περνούν με «εύκολο τρόπο». Για να τεκμηριώσει δε την άποψή του, που είναι πανομοιότυπη με την άποψη Κεραμέως, ο Νίκος Χριστοδουλάκης καταφεύγει στον Νόμο του Gresham, έναν (εμπειρικό?) κανόνα που προβλέπει ότι αν τα κριτήρια εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση υποβαθμίζονται διαρκώς, τότε τα χειρότερα Ιδρύματα, τα χειρότερα Πανεπιστήμια, τα χειρότερα πτυχία θα υποκαθιστούν τα καλά. Νόμος για τα νομίσματα είναι βέβαια ο νόμος Gresham, αλλά εδώ χρησιμοποιείται με την ευρύτερη έννοια.

Υπέρ λοιπόν των «δύσκολων» εξετάσεων και των «καλών» Πανεπιστημίων (το μυαλό μας πηγαίνει αναπόδραστα στο ΕΜΠ), αλλά το σκεπτικό συμπληρώνεται με τη συνήθη αερολογία περί «αιωνίων φοιτητών», που μολύνουν δήθεν τους «αρίστους» και στραβώνουν τις στατιστικές. Μέχρι αυτό το σημείο, μπορεί να πει κανείς ότι έχουμε τη γνωστή «αριστοκρατική» λογική, που αναπτύσσεται στα συστημικά ΜΜΕ, όχι από καλούς επιστήμονες όπως ο Χριστοδουλάκης, αλλά κυρίως από ανθρώπους που έχουν υπάρξει χείριστοι φοιτητές, έχουν κάνει δεκαετίες να πάρουν πτυχίο, κι από τότε που έγιναν καθηγητές -ή βουλευτές- διεκδικούν επάξια τον τίτλο του παγκοσμίως αγνώστου.

Το αυθαίρετο όμως και το πολιτικά απαράδεκτο είναι άλλο: Ο Νίκος Χριστοδουλάκης ισχυρίζεται ότι  «Αν … η εισαγωγή φοιτητών γίνεται χαλαρώνοντας τις δυσκολίες εισαγωγής στο σύστημα, τότε η εθνική ικανότητα και παραγωγικότητα, όχι μόνο δεν βελτιώνεται, αλλά χειροτερεύει. Εάν όμως, καταφέρει η χώρα οι νέοι φοιτητές να μπαίνουν με τους ίδιους (ή και αυστηρότερους) κανόνες που ίσχυαν και παλαιότερα, τότε η εθνική ικανότητα της χώρας βελτιώνεται». Όπερ έδει δείξαι, δηλαδή, χωρίς κανένα απολύτως τεκμήριο.

Στην κατακλείδα του άρθρου του ο Νίκος Χριστοδουλάκης αναφέρει ότι θα ήταν ανοικτός μόνο σε μεταγραφές φοιτητών με γεωγραφικά κριτήρια, αν, δηλαδή, κάποιος είναι καλαματιανός και θέλει να σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο που η Πολιτεία έχτισε στο τόπο του, να παίρνει ένα 10-30% παραπάνω στην γενική βαθμολογία. Την πρόταση αυτή, λέει, είχε διατυπώσει το 2016 από κοινού με τον Αντώνη Λιάκο προς τον τότε υπουργό Παιδείας, Νίκο Φίλη. Αλλά «η μανιασμένη εμμονή του Αρχιεπισκόπου και του ψε-Καμένου εναντίον του τον έδιωξε νύχτα και τίποτα δεν προχώρησε».

Φταίω τώρα εγώ αν επισημάνω την υπόκλιση (ευγενικά το λέω) προς κορυφαία στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, σε συνδυασμό με τη διατύπωση ενός εξόφθαλμα αντι-ακαδημαϊκού, έντονα πελατειακού και κοινωνικά αδιάφορου μέτρου; Δεν μιλάει προφανώς ο αγνός αγωνιστής του Πολυτεχνείου, ούτε ο λαμπρός πανεπιστημιακός που ξέραμε κάποτε. Μιλάει ο αριστοκράτης εκσυγχρονιστής του Σημιτικού ΠΑΣΟΚ, που μετατράπηκε συν τω χρόνω σε «πονηρό πολιτευτή». Αυτό είναι το όνομα των πραγμάτων.

Λυπάμαι ειλικρινά. Αλλά τα στερνά τιμούν τα πρώτα.