1.Αμαγκάσεντ, περιοχή του Κονέκτικατ, δεκαετία του 50. Η ξανθιά κοπέλα κρατούσε την ανάσα της. «Έχουν πιαστεί τώρα, έτσι δεν είναι;»… ρώτησε κοιτώντας τα ψάρια με αγωνία. «Το κάθε ένα από αυτά αναρωτιέται τι θα του συμβεί ε;… Το ξέρω πως είναι εντάξει αφού πρόκειται να φαγωθούν ε; αλλά άραγε τι να σκέφτονται τώρα;…» είπε ενώ ήταν φανερό στο βλέμμα της πως κάτι μέσα της κρατούσε την ανάσα της»  Στα διηγήματα του Άρθουρ Μίλερ Please Don’t Kill Anything! («Σε Παρακαλώ μην σκοτώσεις Τίποτα!») περιγράφεται η άφατη πολυπλοκότητα μιας γυναίκας με την πιο βαθιά ευαισθησία απέναντι σε κάθε ζωή, που όμως στη ζωή ήταν κάποτε πολύ φιλόδοξη για να μην είναι άλλοτε φθηνή κι άλλοτε σκληρή κι η ίδια.

Ads

Πολλοί άνθρωποι των γραμμάτων την αγάπησαν κι ας μην ήξερε γράμματα, (απότοκο της ζωής των προλετάριων που κρατιούνται σε μια άγνοια επιβεβλημένη χρησιμοποιούμενη άλλοτε σαν σώμα, ιδίως ‘όταν είναι θηλυκά, κι άλλοτε σαν δύναμη εργατική, κάτι που αφορά και τα 2 φύλα)  γιατί δεν έμεινε ακίνητη στη φθηνή φιλοδοξία. Εκείνα τα μακρά καλοκαιρινά απογεύματα στο Αμαγκάσεντ, δίπλα στη θάλασσα, απόγονος του Thoreauκαι προάγγελος του βιοκεντρισμού, μπορούσε να νιώσει το σανσκριτικό «εγώ είμαι εκείνο», προχώρημα του δυτικού «εγώ είμαι ο άλλος». Αλλά την ίδια ώρα, παραγεμισμένη με χάπια, δεν μπορούσε να νιώσει τίποτα.

2.Καλιφόρνια, Δυτική ακτή των Ηνωμένων Πολιτειών, δεκαετία του 1920. Το μωρό που γεννήθηκε δεν ήταν μόνο φτωχής μάνας ήταν κι αγνώστου πατέρα. Γεννήθηκε με τρεις κατάρες. Φτώχια, κληρονομική τρέλα και ομορφιά. Τα υπόλοιπα ήταν σε κάποιον βαθμό αναμενόμενα. Ανάδοχα σπίτια, σεξουαλικές κακοποιήσεις, ένα οικονομικό, φυλετικό και σεξιστικό σύστημα που πραγμοποιεί ανθρώπους δίχως να τους δίνει την δυνατότητα να αυτοπραγματωθούν. Η ίδια ανήκε στην τάξη τωνWhite Trash, των λευκών σκουπιδιών, λίγο καλύτερων από νέγρους. Και ήταν γυναίκα. Πολύ όμορφη γυναίκα κι ας προσέθεσε σε αυτό μικρές διορθώσεις. Και γυναίκα πρόθυμη ως μόνη διέξοδο να το εκμεταλλευτεί αυτό και να την εκμεταλλευτούνε. «Τα στόματα των φτωχών είναι γεμάτα με βρισιές γιατί κρατιούνται άδεια τα στομάχια τους», έγραψε ο Αντόρνο.

Πείνα που σύντομα γίνεται πνευματική. Και ψυχική. Δεν κατάφερε να σπουδάσει και όσο κι αν αναρριχήθηκε, δεν έγινε ποτέ τόσο κυνική ώστε να μην τη νοιάζει και να πάψει να το προσπαθεί. Με έναν συμβολικό τρόπο γεννήθηκε και πέθανε καλοκαίρι. Την εποχή της πλήρωσης. Και της άπνοιας. Όταν η ιστορία της έγινε γνωστή ίσως ο πλανήτης είδε σ’ αυτήν τον Λογοτεχνικό Μονομύθο, όπως ο Τζόζεφ Κάμπελ, στο The Hero with a Thousand Faces, (1968) προσπαθώντας στην επιστήμη του να εξηγήσει το μοτίβο όλων των παλιών παραμυθιών και λαικών μύθων που προσπαθεί να συλλάβει την πολλαπλή ατομική και συλλογική ανθρώπινη δράση σε διαφορετικές εποχές και σε διαφορετικά πεδία, το έχει ονομάσει. Μια ιστορία γέννησης ενός ορφανού ή στερημένου, απόρριψης, ταξιδιού μακρινού, δημιουργίας, ανακάλυψης νίκης κι επιστροφής. Μια ιστορία σαν τη δική της.

Ads

3.Παρίσι, γαλλική ρομαντική λογοτεχνία του 19ου αιώνα: όχημα βαθιάς κοινωνικής κριτικής, (διαβάστε τη Νανά του Ζολά ή την κυρία με τις Καμέλιες του Δουμά για να καταλάβετε πως δεν χρειάζονται τσιτάτα, μα το  βλέμμα του πληγωμένου ελαφιού για να χαλαρώσεις για λίγο και να κοιταχθείς καλύτερα μα πρόσκαιρα πάλι ως σύνολο στον καθρέφτη) μου έφερε το διαδίκτυο τούτους τους δυο, την Μονρόε και τον Ντιμάτζιο (εξαιτίας μάλλον της πασίγνωστης ιστορίας με τα τριαντάφυλλα στον τάφο εκείνης επί 36 ολόκληρα χρόνια.;; μπορεί). Να όμως, σκέψη πρόχειρη μα όχι ψεύτικη, που ξεφεύγουν από τις σελίδες οι ήρωες κι ιδίως οι ηρωίδες, που γίνονται παντός καιρού… Άνθρωποι όπως εκείνη που θεωρούνταν ‘η ωραιότερη και πιο επιτυχημένη γυναίκα στον κόσμο’ και λοιδορήθηκε με χιλιάδες ψιθύρους κι ανέκδοτα όταν προσπάθησε να τα βάλει με το σύστημα παραγωγής (κάνοντας με δική της Εταιρεία το ο Πρίγκηψ και η χορεύτρια με τον Ολιβιέ ή τους Αταίριαστους με τον Γκέιμπλ) ή μιας χώρας.

Κι όμως συνένοχη κι η ίδια στην πώληση όχι των άλλων μα του εαυτού της σε μια κοινωνία που θα κατέκρινε πρώτα τις πάμφτωχες σταρλετ όπως ήταν αυτή και μετά τους παραγωγούς γουρούνια. Άνθρωποι όπως αυτός που αγάπησε τρελά μα (όχι λιγότερο φιλόδοξος) ήθελε να κατέχει την ομορφιά, δηλαδή εκείνη. Ακόμη, όπως λέγεται, και με ξύλο. Άνθρωποι που κατέλεξαν προϊόντα (με τη συνενοχή τους) σε ένα σύστημα που προσπάθησενα μας πείσει πως τα διαμάντια ήταν ο καλύτερος μας φίλος, ψεύτικη μεταπολεμική ευμάρεια με την ύλη ως ψυχοτρόπο που δεν έκλεινε μα άνοιγε πληγές. («Το Χόλλιγουντ είναι το μέρος που θα σε πληρώσουν 1 εκατομύρρια δολάρια για το φιλί σου και 50 σεντς για την ψυχή σου» είχε πει) Τελικά άνθρωποι που προσπάθησαν  να σπάσουν τον μίτο κι ας ήταν ταυτόχρονα και Μινώταυροι. Ας επιστρέψω στον Δουμά και στον Ζολά… Ας επιστρέψω; Μα δεν έφυγα από το θέμα.

4.Λος Άντζελες, δεκαετία του 40. Το ορφανό κοριτσάκι είχε επιτέλους δεθεί με ένα πλάσμα. Όχι δεν ήταν μέλος μιας ακόμη ανάδοχης οικογένειας, από αυτές που σέρνονταν στην οικονομική απελπισία (τα στόματα των φτωχών γεμίζουν μονάχα με βρισιές γιατί είναι άδεια απ’ όλα άλλα, έγραψε παραφρασμένα ο Αντόρνο στα Μικρά Ηθικά του) και ζητούσαν παιδιά για το έξτρα επίδομα. Αλλά με ένα σκυλάκι. Το σκυλάκι, αυτόνομη αγάπη μα και συναισθηματικό υποκατάστατο τόσων πολλών, εξαρτιόταν από το μικρό παιδί, δυο μικρά πλάσματα σ’ έναν κόσμο μεγάλων, καθώς ήταν ‘μόνο δικό της για να το προσέχει’. Το κοριτσάκι που μεγάλωνε στο κατηχητικό τραγουδώντας ύμνους όπως «Το Ξέρω ο Χριστός μ’ Αγαπάει» ένιωθε να κερδίζει την εμπιστοσύνη στον εαυτό, την ανάσα του ίσως για πρώτη φορά.

Ήταν μια ανάσα κλεμμένη μέσα από τα σεντόνια με τα οποία προσπάθησε η μητέρα της να την στραγγαλίσει όταν ήταν ακόμη μωρό. Ίσως από εκεί να προήλθε η ανάγκη να πετά τα ρούχα της και να στέκεται γυμνή, μια φαντασίωση που την συντρόφεψε στο σύνολο της ζωής της; Αλλά ήταν μια ανάσα που δεν θα κρατούσε πολύ. Ο γείτονας ήθελε την ησυχία του και το μικρόσωμο πλασματάκι τρύπωνε στην αυλή. Προλεταριακά προάστια της απελπισίας, προάστια που ο μόνος κόσμος σου ήταν η αυλή σου κι επιτέλους δεν ήθελες κανένας να σε ενοχλεί. Θα σου δείξω εγώ βρωμόσκυλο, μπορώ να μην δύναμαι να ξεσπάσω αλλού αλλά μπορώ σε σένα. Ένα μεσημέρι ένας πυροβολισμός ακούστηκε. Η Νόρμα Τζην ήταν που βρήκε το πλάσμα που φρόντιζε εκείνη μέσα στο αίματα. Μπορούμε ίσως να φανταστούμε το βλέμμα να σηκώνεται έντρομο στον τεράστιο γείτονα με την καραμπίνα. Άραγε να ήταν εκείνο το σημείο που εφηύρε μια φωνή ξένη, αφού σε λίγες ηχογραφήσεις υπάρχει η πραγματική της; Εκείνη την παιδική, φοβισμένη, πιο απαλή από το πιο χαδιάρικο αεράκι, παρακλητική μπρος στην δυνατότητα του δυνατού να την βλάψει φωνή που τρέλαινε το θυμικό των πολλών ανδρών ακριβώς γιατί τους θύμιζε αυτήν την δυνατότητα της δύναμής τους;

5.Λος Άντζελες, μέσα της δεκαετίας του 50. Σε μια ιδιότυπη οικονομία που η μαφία έλεγχε το χρήμα αλλά και συμβολικά τον δημόσιο χώρο ως απονομή άδειας να εξουσιάσεις, το να βρεις θέση σε μαγαζί που δούλευε ο Σινάτρα ήταν αδύνατο. Πολύ απλά δεν είχες τίποτε που να το χρειάζονταν, (χρήμα, γυναίκες, πολιτική δύναμη ήταν στα χέρια τους) όπως λεγαν οι waspγια τους αβορίγινες. Ένα Σάββατο βράδυ η γυναίκα, όπως θυμούνται οι Έιμυ και Μίλτον Γκρην, τους πρότεινε να βγουν έξω. Έφτασαν στο club. Στάθηκε μπροστά στους μπράβους. Παραμέρισαν. Μπήκε στο μαγαζί.  Στάθηκε απλώς ακίνητη στο πίσω μέρος και περίμενε. Παρά την επιβλητική φωνή του Σινάτρα, ένας ένας οι θαμώνες γυρνούσαν και κοιτούσαν αυτό που περιγράφτηκε σαν πλατινέ λάμψη. Ο Σινάτρα σώπασε. Την είδε. Φώναξε να βρουν τραπέζι και να το φέρουν μπροστά του. Τόση ήταν η δύναμη της. Η μικρή ημίτρελη Νόρμα Τζην είχε γίνει πια η Μέριλιν Μονροέ.

6.Νέα Υόρκη, αρχές της δεκαετίας του 50. «Τα δυο κορμιά της Αμερικής» συναντιούνται. Ο θρύλος του αθλητισμού, Τζο ΝτιΜάτζιο, και το πιο θηλυκό κινηματογραφικό κορμί της χώρας. Ο ένας είχε φτάσει στην κορυφή με σκληρή πειθαρχία, η άλλη με σκληρή παρέκκλιση. Δυο άνθρωποι τελείως διαφορετικοί. Πιασμένοι στα δίκτυα του σώματος περισσότερο παρά της ψυχής. Ο Ντι Μάτζιο που δεν έδωσε ποτέ μια συνέντευξη για κείνη ως το τέλος της ζωής του το υπαινίχθηκε με γνήσιο ιταλικό μπρίο όταν είπε πως όταν βρίσκονταν στην κρεβατοκάμαρα παλεύαν οι Θεοί. Απέξω από την κρεβατοκάμαρα κερδίζαν οι έμποροι. Με τη συνέργεια τους. Και ταυτόχρονα άθελα τους. Το μεγάλο «Αμερικάνικο ρομάντσο» έλιωνε τους πάγους του ψυχρού πολέμου. Μετά το σήκωμα της φούστας στην ταινία 7 χρόνια φαγούρα, ξεσηκωμένος από τα σφυρίγματα του πλήθους, ο ΝτιΜάτζιο σήκωσε από ότι λέγεται χέρι. Σύντομα θα χώριζαν. Η κυρία σεξ δεν μπορούσε να κρατηθεί με σεξ μονάχα.

7.Πίσω στην Δυτική ακτή. Λος Άντζελες, μέσα της δεκαετίας του 50. Δεν υπήρχε περίπτωση να είσαι μαύρος και να τραγουδάς σε μπαρ λευκών. Δεν υπήρχε περίπτωση να είσαι μαύρος και να τραγουδάς σε καλό μπαρ. Σε λίγα χρόνια η Μπίλι Χαλιντέι θα τραγουδήσει για τα παραξενα φρούτα του Νότου, φρούτα με πόδια κρεμασμένα στον αέρα και γλώσσες χυμένες έξω. Το FBI  σχεδόν θα της καταστρέψει την καριέρα. Η μεγάλη Έλλα Φιτζέραλντ βρίσκεται στο περιθώριο. Λίγο καιρό πριν θα συλληφθεί μαζί με όλη την μπάντα στο Ντάλας. Θα τους περάσουν χειροπέδες. Η γυναίκα παίρνει τηλέφωνο τον ιδιοκτήτη του μεγαλύτερου club του Λος Άντζελες, του Mocambo. «Θέλω να προσλάβεις την Έλλα Φιτζέραλντ!» Λέει. «Αποκλείεται! Θα καταστραφώ!» Δηλώνει. «Εάν το κάνεις εγώ θα έρχομαι εκεί κάθε βράδυ», του απαντά. Το κέρδος σίγουρο για τον καταστηματάρχη. Ήταν η Μονρόε στην άλλη άκρη της γραμμής. Κέρδος μεγαλύτερο από τον φόβο. Κράτησε τον λόγο της. «Χρωστώ μεγάλη χάρη στην Μ. Μονρόε» θα πει χρόνια μετά η Φιτζέραλντ (ενθυμούμενη την εποχή που «ηθοποιοί κυρίες» και όχι «χαζές ξανθές») δεν έπαιρναν θέση. «Μετά από αυτό δεν έπαιξα ποτέ ξανά σε μικρά club. Ήταν χρόνια πολλά μπροστά από την εποχή της.»Ένα γκέτο, σιωπηλά, είχε σπάσει.

8.Νέα Υόρκη, μέσα της δεκαετίας του 50. Είχε πια συναντηθεί με το νεανικό της ίνδαλμα, αυτόν που ήξερε τόσο καλά να περιγράφει τραγωδίες μεγάλες σε σπίτια μικρά, ή μακριά στην απεραντοσύνη της Δύσης στον τόπο που γεννήθηκε, ανθρώπων ευσεβών ή ανθρώπων χαμένων (Λόουμαν, άνθρωπο του νόμου, δεν τον έλεγαν τον ήρωα στον θάνατο του εμποράκου;) τον Άρθουρ Μίλλερ. Η επιτροπή για τις αντιαντιαμερικάνικες ενέργειες μετά την ξεφτίλα του Καζάν και την έντιμη στάση του Ντασέν και τόσων άλλων, τον έχει τσιμπήσει ως τον πιο γνωστό αριστερό συγγραφέα της χώρας και πάλι. Η Μονρόε τον συνοδεύει και τον υπερασπίζεται μπροστά στις κάμερες. Η «άλλη Αμερική» αρχίζει να την προσέχει. Αλλά η κυρίαρχη την λιγουρεύεται. «Εάν δεχθεί η κυρία Μονρόε να ‘φωτογραφηθεί’ μαζί μου θα σας αφήσουμε ήσυχους» θυμάται ο Μίλλερ να έρχεται το μήνυμα από τον πρόεδρο της Επιτροπής. Ο Μίλλερ το απέρριψε ως απαράδεκτο. Σύντομα θα παντρευτούν. Ένας θρυλικός γάμος που σύντομα κατέληξε τραύμα. Ήταν πολλά τα τραύματα από το παρελθόν.

Οι ετεροκαθορισμοί μας συνοδεύουν πάντα σαν τα αλλότρια βλέμματα, φορτίο που όλοι κι όλες κουβαλάμε. Σε περιπτώσεις που το φορτίο είναι βαρύ ούτε και στην κρεβατοκάμαρα δεν είναι οι άνθρωποι μόνοι.  «Κάποτε ντρεπόσουν για μένα» θα πει η Μάγκι, άλτερ έγκο της γυναίκας στο Μετά την Πτώση που ανέβηκε λίγο καιρό μετά τον θάνατο της. «Σε είδα όμως να υποφέρεις Μάγκι, κι όλη η ντροπή έφυγε από πάνω μου» θα πει ο Κουέντιν, ο Μίλλερ, με την τελεολογική πίστη του αριστερού της εποχής πως οι αγωνιζόμενοι άνθρωποι δικαιώνονται. Η ίδια, αυτόν τον νεανικό της έρωτα που μπορούσε να βάζει σε λέξεις τις εμπειρίες της προ Χολλυγουντ ζωής της, τον λάτρευε σα Θεό τα πρώτα χρόνια. Και ήταν τα πιο πολλά με τα οποία πέρασε ποτέ με άνθρωπο. Ο Μίλλερ το πάλεψε πολύ πριν παραδεχθεί την ήττα του.  «Πρέπει να μάθω πώς να σε χάνω και δεν ξέρω τον τρόπο» λέει ο Κουέντιν. «Η αυτοκτονία σκοτώνει 2 ανθρώπους Μάγκι» προσθέτει κάπου αλλού. «Ναι αλλά ο μύθος που μου λεγες… Εκείνος που τόσο πολύ αγάπησε τον Λάζαρο που τον έσωσε! Η αγάπη δε σώζει;» λέει μεταξύ εξάντλησης και παραληρήματος η γυναίκα. «Εγώ δεν είμαι Θεός!» Κραυγάζει ο συγγραφέας σε μια ύπαρξη που από τις πληγές των παιδικάτων της είχε καταλήξει γι’ αυτόν συναισθηματικό βαμπίρ, αποστερώντας του την δυνατότητα  να βρει χρόνο να καταθέσει ό,τι εντιμότερο για έναν συγγραφέα: Τις λέξεις.

9.Καναδάς, 1965. Η γυναίκα που βρέθηκε να περιπλανιέται σε ένα βενζινάδικο, η γυναίκα που το χε σκάσει από το κοινοτικό ψυχιατρικό ίδρυμα κι αναζητούνταν, επέμενε πως την λένε Γκλάντις, κι επαναλάμβανε το όνομα της κόρης της. «Νόρμα Τζην». «Η Νόρμα Τζην θα έρθει να με πάρει. Η Νόρμα Τζην είναι καλό κορίτσι, θα δείτε όλοι σας…η Νόρμα Τζην θα εκδικηθεί για μας.» Η Νόρμα Τζην ήταν θαμμένη 3 χρόνια, ένα μάτσο κόκκαλα που θύμιζαν την κοινή ανθρώπινη μοίρα όποιος ή όποια κι αν είσαι, όσο λουστραρισμένο προϊόν κι αν έχεις κάνει την ζωή σου. Η Νόρμα Τζην αζήτητη στο νεκροτομείο του Λος Άντζελες για κάποιες ημέρες αφού δεν είχε κανέναν φίλο ή συγγενή να νοιαστεί αρκετά για να το κάνει, σύμβολο της βιβλικης ρησης «Χους εί και εις χουν απελεύσει», αλλά –στο ίδιο κορμί- και η θρυλική Μέριλιν Μονρόε, σε έναν κόσμο που πουλά τις διασημότητες ως νέες θεότητες, ώστε –απόμακροι κι απόμακρες απ την ζωή μας,  να ‘ζούμε’ και να ‘πεθαίνουμε’ μέσα από αυτούς… «Αθάνατοι θνητοί, θνητοί αθάνατοι, ζώντες τον εκείνων θάνατον, τον δε εκείνων βίον τεθνεώτες.

Οι αθάνατοι είναι θνητοί, οι θνητοί είναι αθάνατοι που ζουν το θάνατο εκείνων ενώ πεθαίνουν τη ζωή εκείνων (Ηράκλειτος) ώσπου παρενέβη ο Ντι Μάτζιο.   Αλλά οι απόκληροι κι οι ξεχασμένοι νιώθουν αυτήν την μοίρα πιο βαριά… «Εσείς οι Έλληνες πιστέψατε πολύ στο Πεπρωμένο…Εγώ τους Έλληνες τους αγαπώ πολύ …Και σε όσα κείμενά τους διάβασα σε μετάφραση, αλλά και σαν ανθρώπους με σάρκα και οστά! Αλλά το Πεπρωμένο γράφεται συνήθως μ’ ένα πικρό μελάνι. Τουλάχιστον για όσους τολμούν να αισθάνονται τι λείπει, για να μη μπορεί ο άνθρωπος ν’ αγκαλιάσει τη λέξη ευτυχία» είχε πει σε μια συνέντευξή της στον Λοιδωρίκη. «Η Νόρμα Τζην θα έρθει να με πάρει…»

10.«Κατά κάποιο τρόπο παραμένω κρεμασμένη προς τα κάτω τον περισσότερο καιρό αλλά ισχυρή ως ιστός αράχνης στον άνεμο» έγραψε σε ένα ποίημα που εκδόθηκε χρόνια πολλά μετά τον θάνατο της. Εκείνο το απόλυτο σύμβολο του σεξ, το πιο «λαμπερό» και  «γελαστό» κι «εύκολο» κορίτσι στον κόσμο, η γυναίκα που εκμεταλλεύτηκε το σύστημα όπως την εκμεταλλεύτηκε κι εκείνο που προσέφερε εύκολα γέλια και ειρωνική διάθεση και ψιθύρους στο κοινό, το ίδιο κορίτσι  που φώναζε   «Σε παρακαλώ μην σκοτώσεις τίποτα!» (σ’ έναν κόσμο που αρνήθηκε να δεχθεί τον θάνατο της γιατί το κενό στην καρδιά της «επιτυχίας» τον τρόμαζε προσωπικά) είχε σκότωσε τον εαυτό της… Όπως γράφτηκε  είχαμε φτάσει στις ρίζες της ανθρώπινης κωμωδίας. Και ήταν τραγωδία.

«”Ζωή! Προέρχομαι κι από τις δύο κατευθύνσεις σου
Κατά κάποιο τρόπο παραμένω κρεμασμένη προς τα κάτω
τον περισσότερο καιρό
αλλά ισχυρή ως ιστός αράχνης στον
άνεμο. –
Υπάρχω περισσότερο με τον κρύο αστραφτερό παγετό.
Αλλά οι χάντρες μου έχουν τα χρώματα που έχω
δει σε πίνακες –
αχ ζωή
σ’ έχουν εξαπατήσει!”