«Καλό παράδεισο» είπ’ ο παπάς καθώς κατέβαζαν τον Βασίλη. Το ίδιο κι ο άλλος προχτές που θάψαμε την Τούλα. Άκου «καλό παράδεισο»! Όπως εκείνο το «καλή συνέχεια», που μας λένε χαζογελώντας μετά από κάθε συναλλαγή.

Ads

Δεν λέω, καλή η ευγένεια, αλλά κακός παράδεισος δεν υπάρχει. Δεν είναι μόνο το χλοερό και το φωτεινό, με τους υπέροχους κήπους και τα γάργαρα νερά· είν’ η παρέα. Μετά δικαίων συναριθμείται ο μεταστάς. Υπάρχει ωραιότερη συντροφιά;

Απίστευτο να γεννάει το υλικό τόσο άυλο. Συνηθισμένα στοιχεία του περιοδικού πίνακα, πεπερασμένα, 118 τον αριθμόν. Αυτά πηγαινοέρχονται σ’ όλο το Σύμπαν, συνδέονται μεταξύ τους μ’ άπειρους τρόπους και ανασυνδυάζονται. Έτσι γεννιέται η αγάπη, η λύπη, η χαρά. Έτσι παράγεται το νέκταρ που αναβλύζει άφθονο από μέσα σαν το «εγώ» γίνεται «εμείς».

Εδώ είν’ ο Παράδεισος, δέσποτα. Εσύ ρίχνεις από συνήθεια λίγο χώμα και νομίζεις ότι ξεχρέωσες. Αλλ’ οι ψυχές κι οι συντρόφοι τους κοιτάνε αόρατοι από δίπλα και χαμογελούν. Δεν ενταφιάζεται η αγάπη. Εδώ γεννήθηκε, εδώ αυξήθηκε και πληθύνθηκε, εδώ ανάμεσά μας θα υπάρχει εις τους αιώνας των αιώνων.

Ads

Κρέμονται κι εξαρτώνται οι άνθρωποι ο ένας απ’ τον άλλον. Πρώτα τα παιδιά· και μετά οι γέροι, που μας κοιτάνε με τα μεγάλα μάτια τους μεσ’ τα μάτια, διεκδικώντας αγάπη. Αγάπη που δεν παράγεται στο συκώτι μας. Ο καθ’ ημέραν μεταβολισμός μπορεί να κρατάει τη φωτιά αναμμένη και τη χύτρα να σιγοβράζει, αλλά ζωμός και ουσία δεν γίνονται χωρίς κατάφαση. Θέλει το «ναι» το συνειδητό, που μας προϋποθέτει. 

Και να οι μανάδες να λιώνουν στα πόδια τους και να τις παίρνει ο ύπνος καθώς θηλάζουνε. Και να μετά τα «ζακέτα να πάρεις». Έλα δω-κάτσε κει γιαγιά, τράβα παππού στη λαϊκή να βρεις κανα ψάρι. Αποκλειστικές, δασκάλες, μαγείρισσες, παρηγορήτρες, χορηγοί.

Δεν είναι μόνο η αρωγή και η βοήθεια· είναι όλη αυτή η σκηνοθεσία, για να μη γίνουμε ένας κρύος καθρέφτης που ανακλά παθητικά τους γαλαξίες χωρίς να καταλαβαίνει τα στοιχειώδη.

Η συνείδηση που έχουμε, όση έχουμε, είναι το δώρο που μας χαρίζει το πάρε-δώσε με τους άλλους. Καμιά φορά νομίζουμε πως ανταλλάσσουμε υλικά. Αλλά μας διαφεύγει το σπουδαιότερο: οι ανταλλακτικές αξίες είναι σχέσεις. Ακόμα κι οι πιο αποφασισμένες χημικές αντιδράσεις παλινδρομούν ανάμεσα στο από δω και στο από κει. Έτσι διαιωνίζονται τα αμφίδρομα και προκόβουν τα Είδη.

Η σκέπη και η σκευή που κουβαλάει ο καθένας μας είν’ η ενσάρκωση αυτών που έχουν φύγει. Μας σκαλίζει η ανάσα τους, μας δίνει το σχήμα και τη μορφή μας. Μετά, ο αέρας τους γίνεται ένα αφράτο ζυμάρι. Αυτό ψήνουμε κι αυτό τρώμε για να ζήσουμε.

Και περνάνε τα χρόνια, και τα χιλιόμετρα μεγαλώνουνε, γιατί ο χρόνος είν’ η απόσταση που χωρίζει την πρώτη Αρχή απ’ την επομένη. Ο Θοδωρής που μας χαιρέτησε πέρυσι ήτανε μάνα σ’ αυτά. Κοσμικές διαστάσεις, συνθήκες, νόμοι, περίεργες σταθερές.

Όλα αυτά τα ‘παιζε στα δάχτυλα, αλλά αφαιρέθηκε προς στιγμήν και γλίστρησε στην τρύπα.

Μικρό το κακό. Θα αναδυθεί όπου νάναι απ’ το πηγάδι λουσμένος στο φως. Μαζί του κι όλοι οι άλλοι. Άσπρα, κόκκινα, κίτρινα, μπλε, θα σμίξουνε τα χρώματά τους με νέους τρόπους. Τι καλύτερη απόδειξη: γεμάτος εφέτος ο κήπος μ’ ευωδιαστά λεμονάκια, μανταρινάκια, πορτοκαλάκια που συν τω χρόνω μεγαλώνουν και γίνονται.

Το λέω και το διαλαλώ, για να το καταλάβουμε: παίζουνε τα μπουζούκια στον παράδεισο τους «Χαρταετούς» και σφύζουν από ζωή οι βλαστοί και τα φύλλα. Αυτή η μουσική δεν θα τελειώσει ποτέ ηλίθιε, φτωχέ μου Ελπήνωρ.