«Η βαρβαρότητα περικλείει βαθιά μέσα της τον πολιτισμό και το αντίστροφο»: Έντγκαρ Μορέν.

Ads

Αυτή δεν θα είναι εύκολη δημοσίευση και δεν είναι η 1η φορά που επανέρχομαι μέσα στα χρόνια. Όπως θα ξέρετε κάποιοι ο Κωστέτσος (και δεν πρέπει να μας ενδιαφέρει ποιος) κι ο φίλος του έφτασαν στο Νοσοκομείο μετά από επίθεση για κλοπή στο Αθηναϊκό Κέντρο. Εάν εκ δεξιών υπάρχει σιωπή γιατί χαλάει για μια ακόμη φορά το αφήγημα περί ησυχίας τάξης και ασφάλειας, υπάρχει σιωπή κι εξ αριστερών εξαιτίας του φόβου πως θα πριμοδοτηθούν τα ρατσιστικά αντανακλαστικά της κοινωνίας επειδή οι δράστες ήταν παρέα νεαρών αλλοδαπών. Μία συχνή στάση.

Όμως ο Μπεχτ έλεγε πως μονάχα η πραγματικότητα θα μας δείξει πώς την πραγματικότητα θ’ αλλάξουμε. Έχω ζήσει λοιπόν, και το είχα πει και τότε, σκηνές στο Άμστερνταμ που γινόταν επιθέσεις σε ομοφυλόφιλους από νεαρούς Μουσουλμάνους. Όπως κι έχω ζήσει σκηνές στον Άγιο Παντελεήμονα όπου βγαίναν με ξυλίκια απέναντι σε γυναίκες της φυλής τους που άφηναν ακάλυπτο τον αστράγαλο.

Υπήρξε σιωπή γιατί το έμφυλο ποτέ δεν προηγείται. Πριμοδοτήθηκε η ακροδεξιά από τις αριστερές απλουστεύσεις και στις 2 περιπτώσεις. Μια αριστερά που ποντάρει, και κρύβεται σε τέτοιες περιπτώσεις, σε έναν ιδιότυπο συναισθηματικό ενοχικό μικροαστισμό. Νομικά όλοι κι όλες συμφωνούμε πως ανεξάρτητα από το φυλετικό έμφυλο θρησκευτικό κλπ χαρακτηριστικό του παραβάτη όταν η πράξη είναι κολάσιμη επισείει τιμωρία. Αλλά στα ρητορικά αφηγήματα οι μεν το αποδίδουν στην φυλή ενώ οι δε αρνούνται να δουν το βαθύ πολιτιστικό υπόστρωμα που εάν δεν το αντιμετωπίσεις, ή μάλλον εάν το αντιμετωπίσεις λάθος, εάν το δεις ως μία ακίνητη ιεροποιημένη εξαιτίας του μεταναστευτικού ή προσφυγικού στάτους ταυτότητα, τότε αποδέχεσαι επιλεκτικά (την ίδια ώρα που δεν το αποδέχεσαι για την Ευρώπη πχ) το βασικό αφήγημα του ρατσισμού περί ακίνητων ταυτοτήτων. Δεν το έχω θέσει εγώ, το έχουν θέσει αντιρατσιστές φιλόσοφοι κι εξ αριστερών τους οποίους από φόβο δεν διαβάζουμε γιατί μένοντας συχνά στα τσιτάτα έχουμε ξεχάσει να διαβάζουμε.

Ads

Κι αυτή η ιστορία της συλλογικής μας πονηριάς κι εκ δεξιών κι εξ αριστερών δεν είναι καινούργια. Ο Έντγκαρ Μορέν στον οποίο οφείλεται το πρόθεμα της αρχής μιλώντας κάποτε για την πανουργία της ιστορίας έγραψε: «Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι ελευθερώτριες δυνάμεις στην Ευρώπη ήταν αποικιοκρατικές στην Ασία και την Αμερική. Το Στάλιγκραντ υπήρξε, όπως υπέροχα το διατύπωσε ο Vassili Grossman, η μεγαλύτερη νίκη και μαζί η μεγαλύτερη ήττα της ανθρωπότητας. Η μεγαλύτερη νίκη, επειδή κατέφερε το τελειωτικό πλήγμα στη ναζιστική δύναμη. Η μεγαλύτερη ήττα, επειδή εδραίωσε τον σταλινικό δεσποτισμό και ενίσχυσε επί μισό αιώνα τον σοβιετικό ολοκληρωτισμό. Το διπλό παιχνίδι είναι απρόβλεπτο και αβέβαιο» «Αν η μόνη μας ελπίδα είναι καταστροφική, τότε η σωτηρία βρίσκεται στην καταστροφή, με την προϋπόθεση όμως ότι θα την αποφύγουμε στο παρά ένα. Αν κάποιος θεός διασκεδάζει προσπαθώντας να μας φοβίσει, το έχει καταφέρει».

Κι όμως, αν υπάρχει κάτι που μπορεί να θρυμματίσει την ηγεμονική γλώσσα αυτής της συμπύκνωσης ιδεοληψιών και συμφερόντων που έχει καθιερωθεί πίσω από τις πολιτικές ρητορικές είναι το βλέμμα του ανθρώπου. Το βλέμμα του ανθρώπου που γνωρίζει γιατί έχει υποστεί. Το βλέμμα του ανθρώπου που έχει υποστεί και αρνείται να ξεχάσει. Είτε έλληνας είτε αλλοδαπός, είτε άνδρας είτε γυναίκα, είτε ετερόφυλος είτε ομοφυλόφιλος. Το έχω συναντήσει αυτό το βλέμμα. Σε ανθρώπους κυρίως που υφίστανται διπλό και τετραπλό κοινωνικό αποκλεισμό ως μέλη μειονοτήτων εντός των μειονοτήτων, (πχ οι Μουσουλμάνες και στα στρατόπεδα) έτσι όπως οι μειονότητες, αυτή η κινούμενη ερώτηση προς την κοιμώμενη ή γρηγορούσα συνείδησή μας, τόσο συχνά αναπαράγουν στο εσωτερικό τους το πλέγμα εξουσιών το οποίο οι ίδιες κατεξοχήν υφίστανται.

Κάτι που στιγμή δεν ακυρώνει τις ενοχές των μεγάλων εξουσιών φυσικά αφού η πολιτική αντιμετώπιση κάνει απλώς τα πράγματα χειρότερα κατ επιλογήν αφήνοντας ανθρώπους να αποκτηνωθούν εντός των στρατοπέδων κι εντός των μεσων κοινωνικής δικτύωσης όπως είδαμε πρόσφατα στον Έβρο…

Οι εξουσιαστικές δομές αναπαράγονται και εδραιώνονται όχι μόνο από τα πάνω προς τα κάτω αλλά και παράλληλα ανάμεσα στις μικροδομές της κοινωνίας, ακόμη και των κριτικά διακείμενων αρνητών της που αρνούνται διάολε (αρνούνται γιατί αυτά έχουν αναλυθεί με επάρκεια αν θέλεις να τα βρεις) να δουν πως μπορείς να απαντάς στις δευτερεύουσες συγκρούσεις, (τις πολιτιστικές) δίχως να αναιρείς τις πρωτεύουσες (τις ταξικές). Κι όταν το κάνεις αυτό δεν πριμοδοτείς τον αντίπαλο αλλά την φαρέτρα των αξιών σου με βέλη που θα βρίσκουν τον πρέποντα στόχο κάθε φορά και δεν θα κρύβονται πίσω από υπέροχες μα αναιρούμενες όταν δεν βλέπεις το εκάστοτε πλαίσιο αξίες.

Γιατί η μετάβαση από την κριτική στο μακροκοινωνιολογικό επίπεδο στο μικροκοινωνιολογικό σκαλώνει σε ένα πλέγμα σχέσεων εξουσίας και ιδεοληψιών που κάνουν τα άτομα και τις ομάδες ή ακόμη και τα μαντριά (εάν δεν εντάσσονται τα άτομα στις ομάδες κριτικά, και πολλά εντάσσονται απλώς δεν μιλούν και είναι λάθος) στα οποία ανήκουν, να αντιδρούν αμήχανα κι εχθρικά σε οποιασδήποτε πολυπλοκότητα…

Και πως όχι; Το «ένα», το συμπαγές, το ολοκληρωτικό, παραμένει πάντοτε τόσο ανακουφιστικό που καταντά αναγκαίο. Οι θεοί εξασθένησαν μόνο γιατί αυτό-θεοποιήσαμε τις ομάδες αναφοράς μας, είτε του έθνους κράτους, είτε του κόμματος, είτε της ιδεολογίας. Η φράση του Αντρέ Μαλρό, υπενθυμίζε ο Καστοριάδης στις Ρίζες του Μίσους, «είθε η νίκη σε αυτό τον πόλεμο να ανήκει σε όσους πολέμησαν χωρίς να τον αγαπούν» εκφράζει μία ελπίδα που στην πραγματικότητα διαψεύδεται σε όλους σχεδόν τους πολέμους. Αλλιώς δεν θα καταλαβαίναμε πώς εκατομμύρια άνθρωποι στη διάρκεια της ιστορίας ήταν πρόθυμοι, από τη μία στιγμή στην άλλη, να σκοτώσουν αγνώστους ή να σκοτωθούν από αυτούς. Και όταν η δεξαμενή του μίσους δεν βρίσκει διέξοδο στον πόλεμο, εκδηλώνεται υπόκωφα με τη μορφή της περιφρόνησης, της ξενοφοβίας και του ρατσισμού (και του ανδεστραμμένου ρατσισμού του χώρου μας).

Στις αστικές δημοκρατίες, όπως έχει γραφτεί, η κίνηση ιδεών είναι επίπλαστη, γιατί η διαπάλη δεν γίνεται μεταξύ ιδεών, αλλά μεταξύ ηθικά νομιμοποιημένων και απονομιμοποιημένων ιδεών, που καθιστούν διαβλητή την ισονομία και την ουδετερότητα κριτηρίων.) «Υπάρχουν δύο ψυχικές εκφράσεις του μίσους, έγραψε ο Καστοριάδης και πάλι: το μίσος για τον άλλο και το μίσος για τον εαυτό μας, το οποίο συχνά δεν παρουσιάζεται ως τέτοιο. Αλλά πρέπει να καταλάβουμε ότι και τα δυο έχουν κοινή ρίζα, την άρνηση της ψυχικής μονάδας να δεχθεί αυτό που για την ίδια είναι ξένο. Η οντολογική αυτή διάρθρωση του ανθρώπου επιβάλλει αξεπέραστους εξαναγκασμούς σε κάθε κοινωνική οργάνωση και σε κάθε πολιτικό πλάνο. Καταδικάζει αμετάκλητα κάθε ιδέα για μία «διαφανή» κοινωνία, κάθε πολιτικό πλάνο που αποσκοπεί στην άμεση οικουμενική συμφιλίωση».

Έτσι εξηγείται η δυσκολία να βρούμε ισορροπία ανάμεσα στον υστερικό εθνικισμό που τόσα δεινά επέφερε και στον απολίτικο, παραδομένο στους κοινοτισμούς που καταργούν τα οικουμενικά δικαιώματα, (σχετικοποιώντας άρα κατ’ ουσίαν και τον Ναζισμό), δήθεν διεθνισμό… Αλλά, φοβάμαι, πως έτσι εξηγείται και η δυσκολία, να βρούμε στην ίδια μας την καθημερινή ζωή ισορροπία ανάμεσα στα συνθήματα και στην πράξη…

Όπως και να έχει η αντιμετώπιση των ανθρώπων που έρχονται θα πρέπει να είναι σταθερή στον προσανατολισμό της: Να τους αντιμετωπίζει ως κοινότητες εν αναμονή που θα πρέπει να συγκροτηθούν μέσα στα πλαίσια της Οικουμενικής Διακήρυξης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, για την οποία χύθηκε πολύ και άδικο αίμα μέσα σε μια Δύση που έπρεπε να αντιμετωπίσει τις εσωτερικές της βαρβαρότητες κι αυτή (την ίδια ώρα που μέσω της αποικιοκρατίας, και με την σύμπραξη τοπικών καθεστώτων αργότερα) την εξήγαγε στους άλλους.

Κάθε έλλειψη απαιτήσεων, κάθε έλλειψη επεξήγησης του πλαισίου ανθρώπινων δικαιωμάτων που βασίζονται πρώτα και κύρια στις υποχρεώσεις των πολιτών, απλώς αναπαράγει τον πατερναλισμό κάποιων με το ψυχολογικό (κι αυτό είναι επικίνδυνο γιατί είναι πιο ύπουλο), και κάποτε και υλικό, αζημίωτο μην επιτρέποντας την συγκρότηση, την εξέλιξη των προστατευόμενων. Αλλά και μην βοηθώντας την συγκρότηση, την εξέλιξη της κοινωνίας, το ξεκαθάρισμα όρων, ιδεών, προταγμάτων. Κι όπου δεν γίνεται αυτό, όπου υπάρχει κενό που απαντά με τον δικό σου φόβο στον φόβο των άλλων (ντόπιων και ξένων) πως θα αλλοιωθούν, τότε άμεσα εκ δεξιών κι έμμεσα εξ αριστερών πριμοδοτείς τον φασισμό που ολοένα και ανεβαίνει. Κι η πιο σοβαρή ίσως ελπίδα εναντίον του είναι εκείνη η ρήση/νίξη του Μπρεχτ: “Μονάχα η πραγματικότητα” (κι όχι η απόκρυψη της) “θα μας δείξει πώς την πραγματικότητα θ αλλάξουμε».