Το πιο αξιοθαύμαστο στοιχείο του Συστήματος είναι ο μηχανισμός αναπαραγωγής του -έτσι δεν είναι;

Ads

Πριν μερικές ημέρες, ο Ευκλείδης Τσακαλώτος και ο Νίκος Ανδρουλάκης ενεπλάκησαν σε μια ρητορική αψιμαχία με θέμα τον Μακρόν. Παρεμβαίνοντας στην ανταλλαγή … φιλοφρονήσεων, η Άννα Διαμαντοπούλου αποφάσισε να ξεκαθαρίσει τα πράγματα σε ένα μακροσκελές σχόλιό της με τον πρωτότυπο τίτλο «Ευγενική υπενθύμιση στον Ευκλείδη Τσακαλώτο». Ο τίτλος του σχολίου προδίδει κάποια προβλήματα στην κατανόηση της Αγγλικής*. Πλην όμως, το περιεχόμενο είναι σαφέστατο -και μπράβο της.

Η κα. Διαμαντοπούλου υποστηρίζει ότι ο Μακρόν κέρδισε την επανεκλογή του με σημαία την ολική μεταρρύθμιση του κοινωνικού κράτους. Σημειώνει επίσης ότι η «νεοφιλελεύθερη» Γαλλία είναι ήδη η ευρωπαϊκή χώρα με τις μεγαλύτερες κοινωνικές δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ.

Βελτιώνοντας έτι περισσότερο αυτή την αξιοζήλευτη κατάσταση, το νέο πρόγραμμα του Γάλλου προέδρου προβλέπει ενίσχυση της πρωτοβάθμιας φροντίδας Υγείας και της προσβασιμότητας στο γαλλικό ΕΣΥ μεταρρύθμιση στην παιδεία με ενεργή συμμετοχή των δασκάλων στον διάλογο και αύξηση των μισθών τους γενική αύξηση των μισθών στο δημόσιο με βάση των τιμάριθμο αύξηση των συντάξεων με βάση τον πληθωρισμό περαιτέρω αύξηση στα κοινωνικά επιδόματα και μείωση στις εισφορές των αυτοαπασχολούμενων. Υπάρχει βέβαια και η αύξηση στην ηλικία συνταξιοδότησης, αλλά αυτό στα δικά μας αυτιά ακούγεται μάλλον «λογικό», αφού από τα 62 ανεβαίνει (μόνο) στα 64.

Ads

Λέει και άλλα η κα. Διαμαντοπούλου, χωρίς μάλιστα να αποσιωπά το πρόβλημα που προέκυψε με το κίνημα των «Κίτρινων Γιλέκων». Πριν όμως φτάσει κανείς στο τέλος του κειμένου, αρχίζει να διαφαίνεται το συμπέρασμα: ο Γάλλος πρόεδρος δεν είναι τελικά νεοφιλελεύθερος, αλλά μάλλον σοσιαλδημοκράτης. Στέκει αυτή η εκτίμηση ή πρόκειται για μια χονδροειδή (παρ)ερμηνεία; Και στο τέλος-τέλος εμάς τι μας νοιάζει;

Το πιο πάνω ερώτημα εμπεριέχει πολλά υπο-ερωτήματα και εξυπονοεί ακόμα περισσότερα. Υπάρχει άραγε νεοφιλεθευθερισμός με «ανθρώπινο πρόσωπο» και κοινωνικές ευαισθησίες ή πρόκειται για αμοιβαίως αποκλειόμενους όρους; Είναι η σημερινή σοσιαλδημοκρατική ατζέντα ασύμβατη με τον νεοφιλελευθερισμό; Και μια και είμαστε εκεί, τι σχέση έχει η σοσιαλδημοκρατία με τον λεγόμενο «δημοκρατικό σοσιαλισμό»; Μιλάμε μήπως για ένα προ-στάδιο ή έστω ένα ορόσημο στην πορεία του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού; Ή μήπως έχουμε πέσει σε κενό θεωρίας;

Ας αναφερθούμε κατ’ αρχάς στο ζήτημα των περίφημων «σταδίων». Οι παλαιότεροι θα θυμούνται ότι το ΚΚΕ είχε υιοθετήσει κάποτε τη γραμμή της λεγόμενης «Νέας Δημοκρατίας» -καμία απολύτως σχέση με το κυβερνών κόμμα- και το σύνθημα «Εμπρός για μια Νέα Ελλάδα».

Η γραμμή αυτή περιέγραφε ένα αυτονόητο ενδιάμεσο στάδιο κατά τη μετάβαση από το μετεμφυλιακό καθεστώς σε κάτι καλύτερο, αναδεικνύοντας την ανάγκη του εκδημοκρατισμού του κράτους, την απεξάρτηση από τον αμερικανικό παράγοντα, την αποκατάσταση των εργασιακών ελευθεριών, την ανακούφιση των φτωχών στρωμάτων, κ.α. Άρα, ακόμα και η κομμουνιστική Αριστερά δεν είχε αποκλείσει εκ προοιμίου μια φάση «προετοιμασίας», που θα άνοιγε τον δρόμο στον κοινωνικό μετασχηματισμό. Τα πράγματα βέβαια έχουν αλλάξει. Το σημερινό ΚΚΕ έχει εγκαταλείψει κάθε λογική σταδίων, επικαλούμενο την ωριμότητα των αντικειμενικών συνθηκών για το άμεσο πέρασμα στον σοσιαλισμό. 

Προφανώς, δεν ισχύει το ίδιο για την υπόλοιπη Αριστερά. Σε πρόσφατο άρθρο του, ο καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας Στέφανος Δημητρίου υπεραμύνεται μιας «σύγχρονης ριζοσπαστικής Αριστεράς, που, για να είναι πραγματικά ριζοσπαστική, θα πρέπει να προσανατολίζεται προς την προοπτική του δημοκρατικού σοσιαλισμού και, γι’ αυτό, να ασκήσει μια σοσιαλδημοκρατική πολιτική ως προτύπωση του σοσιαλιστικού αιτήματος σήμερα».

Το «όραμα» που ιχνογραφεί με ενάργεια ο καλός αυτός θεωρητικός έχει συγκεκριμένες συντεταγμένες και επιμερίζεται σε διάφορα επίπεδα: πρώτα απ’ όλα, στην περαιτέρω ανάπτυξη της πολιτικής δημοκρατίας· τη συνύπαρξη δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, ώστε ο τελευταίος να μην καθιστά αποικία του τη δημόσια σφαίρα· τον αριστερό ευρωπαϊσμό, που θέτει το ζήτημα της πολιτικής ενοποίησης της Ευρώπης και της δημοκρατικής διακυβέρνησης υπό συνθήκες παγκοσμιοποίησης· και τόσα άλλα, που μετασχηματίζουν την κοινωνία μετασχηματίζοντας την καθημερινότητά της (όροι και λεξιλόγιο Δημητρίου).

Υπάρχουν αρκετά κείμενα στο ίδιο πνεύμα. Ας μην παρασυρθούμε όμως από τη μαγεία του καλά δομημένου λόγου. Το επίδικο εδώ δεν είναι το πόσο «ανθρώπινο» είναι -ή φαίνεται- το Σύστημα στην εξέλιξή του, αλλά το τι συνεπάγεται η αναπαραγωγή και τι η ανατροπή του. Η λογική των σταδίων είναι συμπαγής και τετράγωνη, υπό την προϋπόθεση ότι τεκμηριώνεται και αποσαφηνίζεται η ακολουθία «σήμερα»-«αύριο», μεταρρύθμιση-ρήξη-ανατροπή. Αυτό είναι που λείπει.

Δεν είναι μόνο τα κείμενα των κλασικών του μαρξισμού, είναι επίσης τα πατερικά κείμενα, η pop culture, το folklore, με άλλα λόγια ένα πελώριο φάσμα πολιτισμικών όρων, που δεν αφήνουν κανένα περιθώριο παρερμηνείας: «Από τον καθένα σύμφωνα με τις δυνατότητές του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του» λέει στην «Κριτική του Προγράμματος της Γκότα»·

«Οι έσχατοι έσονται πρώτοι» λέει στο Ευαγγέλιο· «And the first one now/Will later be last» τραγούδησε πριν μερικά χρόνια στον Λευκό Οίκο ο Bob Dylan. Η πλήρης ανατροπή των κοινωνικών σχέσεων είναι ο πυρήνας του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού, που όπως καταλαβαίνουμε σήμερα δεν μπορεί παρά να είναι δημοκρατικός, δηλαδή να γίνει με τη συναίνεση της πλειοψηφίας. Το όποιο «σχήμα» ενδιαμέσων σταδίων πρέπει λοιπόν να περιγράφει «την αλληλουχία των κρυφών νοημάτων», που λέει κι ο ποιητής, δηλαδή την κινητική της μετάβασης.

Για να είμαστε πρακτικοί -και τελείως ειλικρινείς: νεοφιλελευθερισμός με κάποια κοινωνικά μέτρα, μερική αναγνώριση δικαιωμάτων, λιγότερες ή περισσότερες πολιτικές ελευθερίες, ασφαλώς και υπάρχει. Η γαλλία είναι ένα παράδειγμα. Το καθοριστικό όμως σ’ αυτή την πολιτική δεν είναι αν αντιμετωπίζει εν μέρει και για κάποιο διάστημα ορισμένες οξυμμένες αντιθέσεις, αλλά εάν αποσκοπεί στη διαιώνιση των ανισοτήτων ή όχι. Δεν λέγεται και δεν είναι σοσιαλισμός -ή κάποιο προ-στάδιο του- η πολιτική του «Παίρνω από τον Πέτρο για να ξοφλήσω τον Παύλο», δηλαδή η αναδιανομή από τους φτωχούς στους φτωχότερους και η κοινωνική πολιτική μέσω συμπληρωμάτων και επιδομάτων.

Είναι δε και το άλλο -μην φοβηθούμε να το διαβάσουμε και να το παραδεχτούμε. Ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός είναι μια διαδικασία που επιβαίνει στο άνυσμα του χρόνου. Συνιστά δηλαδή μια μη αντιστρεπτή/αντιστρέψιμη μεταβολή. Δεν θα ήταν ποτέ δυνατόν να επιστρέψουμε από εδώ που βρισκόμαστε σήμερα ή εκεί που θα πάμε αύριο στη Φεουδαρχία, ούτε να … ξαναπεθάνουν οι αναστημένοι μετά τη Δευτέρα Παρουσία.

Τέτοιες αλλαγές δεν προβλέπονται, εκτός εάν θεωρήσουμε ότι ο πολιτικός πλουραλισμός και η δημοκρατία που επαγγελλόμαστε μεταφράζονται σε μια αέναη ταλάντωση ανάμεσα στο μέλλον και το παρελθόν, το κοινωνικά δίκαιο και το άδικο, το ορθολογικό και το ανορθολογικό. Η διαδικασία της μετάβασης μέσω σταδίων θα πρέπει επομένως να προσδιορίζει πώς ακριβώς η κάθε φάση θα εμπεδώνεται και πως θα καθιστά μη επιτρεπτή την παλινδρόμηση στο παρελθόν.

Ναι, μιλάμε εντελώς θεωρητικά, αλλά γιατί όχι; Δεν υπάρχει κανένα κενό θεωρίας. Οι μεταμορφώσεις του Συστήματος  είναι η αναπαραγωγή του. Και σ’ αυτή τη διαδικασία θα πρέπει να διακρίνουμε καθαρά ανάμεσα στο καλούπι, τη «μήτρα», που παίζει επίσης τον ρόλο του προστατευτικού κελύφους, και τους «αναπαραγωγικούς αδένες» που είναι προσαρτημένοι σ’ αυτή.

Είναι αυτά τα «εξαρτήματα», δηλαδή οι ιδεολογικοί και οι κατασταλτικοί μηχανισμοί του κράτους, που παράγουν διαρκώς νέες, ανανεωμένες μορφές του Συστήματος. Και αυτοί που εξασφαλίζουν τη διαιώνιση του συστημικού DNA.

Πολλά έχουν αλλάξει από την εποχή του Προγράμματος της Γκότα -για να μην αναφερθώ στον Ιησού Χριστό. Όλα αυτά τα περιγράφει κατά καιρούς με ενόραση και οξυδέρκεια ο Κώστας Δουζίνας. Αλλά, πως να το κάνουμε, ο «δημοκρατικός σοσιαλισμός» δεν είναι σοσιαλισμός, ούτε προ-στάδιό του· η σοσιαλδημοκρατία δεν είναι «σοσιαλιστική δημοκρατία»· το ψάρι δεν είναι κρέας· η νύχτα δεν είναι μέρα.

*Το «ευγενική υπενθύμιση» είναι η ελληνική απόδοση του «kind reminder», που χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να επισημάνουμε σε κάποιον ότι η προθεσμία που του είχε δοθεί κοντεύει να λήξει. Αυτό εννοούσε άραγε η πολυπράγμων τέως υπουργός απευθυνόμενη στον Τσακαλώτο; Θα ‘χε πλάκα!