The Secret Garden της Frances Hodgson Burnett (1911)

Ads

Στο προηγούμενο άρθρο μας, με αφορμή τα πρόσφατα δημοσιεύματα και εξ αυτών το θόρυβο, που έχει προκληθεί σχετικά με το ζήτημα της ύπαρξης δυο παράλληλων συστημάτων καταγραφής κρουσμάτων, της ΗΔΙΚΑ και εκείνο του ΕΟΔΥ, είχαμε αναδείξει ως κυρίαρχο πρόβλημα, το ζήτημα του χρόνου. Είχαμε επισημάνει την ανάγκη να επικεντρωθεί η δημόσια συζήτηση στο ουσιώδες ζήτημα της μάχης με το χρόνο, διότι η ύπαρξη περισσότερων από μιας βάσης καταγραφής διευκολύνει την απώλεια χρόνου.

Ο χρόνος που χάνεται έχει σαν αποτέλεσμα, να μην πραγματοποιείται με την δέουσα ταχύτητα η σύνθετη διαδικασία του testing (ανίχνευση, εντοπισμός κρουσμάτων, απομόνωση, ιχνηλάτηση και απομόνωση των επαφών τους), η οποία είναι καθοριστική για το σπάσιμο των αλυσίδων μετάδοσης, και τον περιορισμό της διασποράς. Η παραμικρή καθυστέρηση που μεσολαβεί από την καταγραφή μέχρι τη δήλωση και από τη δήλωση μέχρι την έναρξη της διαδικασίας της ιχνηλάτησης, είναι δυνατόν να λειτουργήσει εκθετικά ως προς την αύξηση αυτών των αλυσίδων, καθιστώντας δυσχερέστερη τη διαδικασία εντοπισμού και καταστροφής τους.

Επομένως άλλος ένας σοβαρός παράγοντας έρχεται να επιβαρύνει τη διαδικασία του testing, όταν η διαδικασία αυτή είναι ήδη ελλειμματική από την αρχή της πανδημίας, με τη συστηματική άρνηση του υπεύθυνου φορέα για την αντιμετώπιση της, του ΕΟΔΥ, να καθιερώσει τους εκτεταμένους μαζικούς ελέγχους στην κοινότητα, έχοντας προηγουμένως κατακερματίσει και παραποιήσει τη κλασσική διαδικασία, και τον τρόπο με τον οποίον αυτή συστήνεται από τους διεθνείς οργανισμούς και που εφαρμόζεται σε όλες τις χώρες.

Ads

Το έλλειμμα αυτό των ενεργειών από την πλευρά της πολιτείας, που οδήγησε στη σημερινή απελπιστική κατάσταση, όπου καθημερινά καταγράφονται εκατόμβες θυμάτων, συνδυάστηκε με έλλειμμα πληροφόρησης και στοιχείων που συνέβαλαν στη συγκάλυψή του.

Εννέα περίπου μήνες ζούμε υπό το κράτος υποβαθμισμένης πληροφόρησης, υποτίμησης της νοημοσύνης, παραβίασης της κοινής λογικής, όπου η άγνοια της πραγματικότητας επιτρέπει την διαστρέβλωση και την ωραιοποίησή της, για οποιαδήποτε εκμετάλλευση, εκτός από εκείνη που έχει σαν γνώμονα το κοινωνικό όφελος.

Οι βασικές πολιτικές υγείας που βασίζονται στην πρόβλεψη, την προνοητικότητα και την πρόνοια, αγνοήθηκαν και εξακολουθούν να αγνοούνται συστηματικά. Αντικαταστάθηκαν από την πολιτική του «βλέποντας και κάνοντας», που με το πρόσχημα της χρονοκαθυστέρησης που προκύπτει από τα επιδημιολογικά χαρακτηριστικά και τη συμπεριφορά του ιού, αναφορικά με την εμφάνιση των συνεπειών, κατέστησαν τους διαχείριση της κρίσης, ουραγό των εξελίξεων της πανδημίας, με τα γνωστά σε όλους πλέον αποτελέσματα.

Παρά το γεγονός ότι πολύ έγκαιρα είχαν επισημανθεί με πληθώρα δημοσιευμάτων μας, στο tvxs, τόσο οι ανεπάρκειες και τα λάθη αυτής της τακτικής, όσο και οι κίνδυνοι από τη συνέχιση της εφαρμογής της, οι προειδοποιήσεις μας ουδέποτε εισακούσθηκαν. Αντίθετα εισπράτταμε – όπως όλοι – συνεχώς τη διαβεβαίωση για αυτά που συνέβαιναν, αρχικά ότι ήταν αναμενόμενα, στη συνέχεια ότι ήταν ελεγχόμενα, μέχρι τελικά να φτάσουμε στο «αιφνιδιαστήκαμε».

Ενδεχομένως αύριο να ακούσουμε ότι ήταν αναπόφευκτα, μέχρι και ότι ήταν μοιραίο να συμβούν. Ο φόβος ότι κάτι τέτοιο δεν μπορεί να αποκλεισθεί ως ενδεχόμενο, δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα, αφού άλλωστε από τώρα επιχειρείται εναγωνίως να ανευρεθεί δικαιολογία, παραποιώντας την πραγματικότητα και καταφεύγοντας σε άστοχες συγκρίσεις με άλλες χώρες, όπου ακόμη και η κατάσταση που επικρατεί σε αυτές υφίσταται συστηματική παραποίηση. Είναι τραγικό ακόμη και τώρα, με τόσο πρωτοφανή μεγάλο αριθμό, διασωληνωμένων και θανάτων, που τον τελευταίο μήνα ξεπερνούν σε αναλογία, τον αντίστοιχο άλλων χωρών, να καταβάλλεται προσπάθεια να πεισθεί η κοινή γνώμη, ότι η χώρα μας πηγαίνει λιγότερο άσχημα από άλλες. Λες και έχει σημασία ή αλλάζει επί τα βελτίω, η ταχύτητα και το σημείο κατακρήμνισης μια σαφή «ελεύθερη πτώση».

Επίσης απαράδεκτη είναι και επιχειρηματολογία, ότι δεν θα αποφεύγαμε τα χειρότερα, αυτά δηλαδή που ζούμε σήμερα, αφού κι άλλες χώρες που διέθεταν περισσότερες δυνατότητες και μέσα, βρίσκονται σήμερα στο ίδιο ή χειρότερο επίπεδο. Αυτό δεν είναι σε καμία περίπτωση αληθές. Όποιος έχει τη δυνατότητα να παρακολουθεί τις διεθνείς εξελίξεις από μόνος του, χωρίς τη μεσολάβηση ορισμένων ενδιάμεσων ΜΜΜ στη χώρα μας, εύκολα μπορεί να διαπιστώσει ότι οι άλλες χώρες που αναφέρονται στις συγκρίσεις, κατέβαλαν πολύ συγκεκριμένες, μελετημένες και σοβαρές προσπάθειες για να αντιμετωπίσουν την πανδημία, εξάντλησαν όλες σχεδόν τις δυνατότητες τους, κι έφτασαν στα όρια τους, πριν να περιέλθουν σε δεινή θέση. Αντίθετα οι ενέργειες που έγιναν στη χώρα μας είναι ακριβώς εκείνες που δεν μπορούν να αντέξουν σε συγκρίσεις, δεδομένου ότι ήταν περιορισμένες, και χαρακτηρίζονται από έλλειψη σχεδιασμού και μελέτης.

Παρόμοια παραποίηση εξακολουθούν να υφίστανται ακόμη και τώρα οι βασικές αρχές και οι συστάσεις των διεθνών οργανισμών που αφορούν την διαδικασία του testing, tracing, isolating, όταν συγχέονται με τους τυχαιοποιημένους δειγματοληπτικούς ελέγχους στην κοινότητα, αφού μέχρι στιγμής δεν υπάρχει στρατηγική στο ζήτημα αυτό.

Αντίθετα η στρατηγική που παραμένει ως οδηγός για τον ΕΟΔΥ, είναι η ίδια που εξ αρχής καθιερώθηκε και «ευλαβικά» εφαρμόσθηκε ως δόγμα.

Αυτό αποδεικνύεται από κάθε δήλωση των υπευθύνων, όταν επιχειρούν να δικαιολογηθούν στις κριτικές που υφίστανται για την τεράστια καθυστέρηση της εφαρμογής του testing. Η σύγχυση και η παραποίηση της έννοιας του testing είναι χαρακτηριστική. Εξάλλου και μόνο το γεγονός ότι σήμερα επικαλούνται τον δήθεν αυξημένο αριθμό διενεργούμενων test, που σε καμία περίπτωση ακόμη και τώρα δεν αντιστοιχεί σε εργαστηριακούς ελέγχους στην κοινότητα και φυσικά ούτε καν προσδιορίζεται σε τι αριθμό εξεταζόμενων αντιστοιχεί, αποδεικνύει το έλλειμμα των ενεργειών τους όλο το προηγούμενο χρονικό διάστημα.

Πρόσφατα, η σύγχυση επιτάθηκε από τη στιγμή που με τραγικά μεγάλη καθυστέρηση, προέκυψε η ανάγκη να δικαιολογηθεί η ελλειμματική πολιτική του ΕΟΔΥ, σχετικά και με την παντελή έλλειψη δειγματοληπτικών τυχαιοποιημένων ελέγχων. Δυστυχώς, η κριτική που γίνεται, αντί να αποτελέσει – έστω και καθυστερημένα – αφορμή για να αρχίσει επιτέλους να εφαρμόζεται η ακριβής και ορθή μεθοδολογία του testing και στη χώρα μας, οδήγησε για άλλη μια φορά σε νέα παρερμηνεία. Δηλαδή, είναι άλλος ο στόχος, η σκοπιμότητα και η μεθοδολογία, που ισχύει για τους τυχαιοποιημένους ελέγχους που πραγματοποιούνται στην κοινότητα, γενικά και σε συγκεκριμένες περιόδους τόσο για την ανίχνευση, όσο και για την επιτήρηση συγκεκριμένων νοσημάτων για επιδημιολογικούς λόγους και άλλο οι αντίστοιχοι έλεγχοι που επιβάλλεται να γίνονται σε περίοδο πανδημίας. Στην πανδημία η αναζήτηση των κρουσμάτων με τη συγκεκριμένη μεθοδολογία καθίσταται πρωτίστως αναγκαία για την αντιμετώπιση, ενός λοιμώδους μεταδοτικού νοσήματος που θερίζει μαζικά την κοινωνία. Γι αυτό και έχει επικρατήσει ειδική ορολογία για τη συγκεκριμένη μεθοδολογία, δηλαδή testing, επειδή αποτελεί ένα ειδικό αποτελεσματικό συνδυαστικό εργαλείο, για το σπάσιμο των αλυσίδων μετάδοσης και την περιχαράκωση της πανδημίας, σε συνδυασμό φυσικά και με την ιχνηλάτηση και την απομόνωση.

Επιπλέον η όψιμη κοστολόγηση των RT – PCR και των αντιγονικών test, που επιπροσθέτως γίνεται με τεράστια χρονική καθυστέρηση, έρχεται να επιβεβαιώσει την εμμονή των υπευθύνων στην εφαρμογή της αρχικής τους αντίληψης για το testing. Η όψιμη αυτή κοστολόγηση δεν διευκολύνει σε καμία περίπτωση όπως επιχειρείται να παρουσιασθεί, την πρόσβαση σε μια ήδη ελλειμματική διαδικασία. Αυτό που θα διευκόλυνε τη διενέργεια των tests, δημιουργώντας συνθήκες ευκολότερης πρόσβασης, θα ήταν η καθιέρωση της δωρεάν διάθεσης αυτού καθ’ αυτού του test, με κάλυψη της ιατρικής πράξης από τον ΕΟΠΥΥ, όταν αυτή επιτελείται στον ιδιωτικό τομέα. Εξ άλλου ουδεμία σχέση έχει με τους απαιτούμενους μαζικούς ελέγχους στην κοινότητα, που αποτελούν αποκλειστικά μέλημα και υποχρέωση του Δημόσιου φορέα υγείας, δηλαδή του ΕΟΔΥ.

Η ιχνηλάτηση έχει υποβιβασθεί στο επίπεδο λειτουργίας call center, ενώ η απομόνωση των επαφών, παρά τις επίμονες συστάσεις των διεθνών οργανισμών και τις πρόσφατες σαφείς οδηγίες της ΕΕ, παραμένει στη διακριτική ευχέρεια και στην ατομική ευθύνη των ατόμων που με τραγική καθυστέρηση θα ενημερωθούν – εάν ενημερωθούν – ότι έχουν έρθει σε επαφή με διαπιστωμένο κρούσμα. Είναι εμφανής η έλλειψη οργανωμένου δικτύου που θα αναλάμβανε τον εργαστηριακό έλεγχο των ατόμων αυτών, ελέγχοντας σχολαστικά τόσο τις προηγούμενες, όσο και τις επόμενες επαφές τους, την φροντίδα και την εγκατάστασή τους σε κατάλληλους χώρους στην περίπτωση που οι συνθήκες διαβίωσης τους δεν θα επέτρεπαν την συνέχιση της παραμονής τους στο οικογενειακό τους περιβάλλον. Χαρακτηριστική είναι επίσης και η σύγχυση που επικρατεί ως προς τον αριθμό των ενεργών κρουσμάτων, που φαίνεται από τις διάφορες κατά καιρούς δηλώσεις του υπουργού πολιτικής προστασίας, αλλά και άλλων ειδικών επιστημόνων στις οποίες ο αριθμός τους φαίνεται να προσαρμόζεται περισσότερο προς τον θεωρητικά «εκτιμώμενο» αριθμό πιθανών κρουσμάτων, παρά προς τον αριθμό που προκύπτει – σύμφωνα με τον ακριβή ορισμό του όρου – αν αφαιρέσει κανείς από τα επιβεβαιωμένα κρούσματα, τα άτομα [συμπτωματικούς (νοσηλευόμενους και σε κατ’ οίκον παραμονή) και ασυμπτωματικούς] που είχαν οποιαδήποτε έκβαση (ίαση ή θάνατο) από τη νόσο. Το γεγονός αυτό καταδεικνύει την ατελή καταγραφή και παρακολούθηση της πορείας των ατόμων, που έχουν διαπιστωθεί ως θετικοί και παραμένουν με ή χωρίς συμπτώματα, εκτός νοσηλευτικών δομών, στα σπίτια τους.

Κι ας μην ξεχνάμε, ότι η μάχη αυτή με τον ιό, είναι σύνθετη και πολύπλοκη και για να κερδηθεί, πρέπει παράλληλα να κερδηθεί η μάχη με το χρόνο.

Εμφανής είναι επίσης και η έλλειψη οργανωμένης επιτήρησης και προστασίας των εργαζομένων στους χώρους δουλειάς, που συνεχίζουν σήμερα να εργάζονται στη φάση του μερικού lockdown.
Η αυξημένη επικινδυνότητα που αναμφίβολα υπάρχει στα ΜΜΜ, επιχειρείται να υποτιμηθεί παρουσιάζοντας μελέτες από χώρες που έχουν φροντίσει να τα καταστήσουν όσο το δυνατόν περισσότερο ασφαλή και γίνονται πλέον με σκοπό να επιβεβαιώσουν την αποτελεσματικότητα των μέτρων προστασίας, που τηρούνται απαρέγκλιτα, με συνεχείς συστηματικούς, εξονυχιστικούς ελέγχους και δειγματοληψίες στους κοινόχρηστους αυτούς χώρους. Είναι τουλάχιστον άστοχο και ανεδαφικό να επικαλείται κάποιος τα επιτυχή αποτελέσματά άλλων χωρών στον τομέα αυτόν, όταν στη χώρα μας δεν πάρθηκαν τα κατάλληλα μέτρα προστασίας και όταν δεν έχει πραγματοποιηθεί ούτε μια μελέτη που να αποτυπώνει την πραγματική κατάσταση και τον αυτονόητο βαθμό επικινδυνότητας που επικρατούν σήμερα σε αυτά.

Τα αντιγονικά test, γνωστά ως γρήγορα ή rapid test, δεν έχουν υποστεί λιγότερη παραποίηση. Η πρώτη παραποίηση αφορά τον ισχυρισμό που επαναλαμβάνεται συστηματικά ότι η Ελλάδα είναι η πρώτη χώρα που χρησιμοποίησε αυτά τα test, γεγονός που σε καμία περίπτωση δεν ευσταθεί. Η δεύτερη αφορά αυτόν καθ’ αυτόν τον τρόπο χρήσης και το πεδίο εφαρμογής τους. Σήμερα χρησιμοποιούνται είτε αποσπασματικά, γενικά (απουσία σχεδιασμού) στον πληθυσμό, είτε στοχευμένα, χωρίς να έχουν τη σχετική ένδειξη. Είναι ένα πολύτιμο εργαλείο, αλλά με περιορισμένη χρήση σε ασθενείς με συμπτώματα και μάλιστα μόνο για τις πρώτες επτά ημέρες από την εμφάνιση των συμπτωμάτων τους και σε χώρους ή περιοχές που έχουν αυξημένο επιπολασμό. Σε κάθε περίπτωση όμως δεν μπορούν να ανιχνεύσουν ασυμπτωματικά άτομα.

Η κομβική σημασία του τρίπτυχου της ανίχνευσης, ιχνηλάτησης και της απομόνωσης των επαφών (testing, tracing, isolate), ως βασικού εργαλείου για την αντιμετώπιση και τον έλεγχο της πανδημίας, όχι μόνο δεν έγινε κατανοητή, αλλά αντίθετα, με την υιοθέτηση του γνωστού δόγματος που την εξόρκιζε, και την αποσπασματική, μη ολοκληρωμένη, μη συγκροτημένη και στο ελάχιστο περιορισμένη υποτυπώδη εφαρμογή της, κατέληξε να αποτελεί εργαλείο συσκότισης της πραγματικής επιδημιολογικής εικόνας. Παρά τις επανειλημμένες ενδείξεις από την αρχή της πανδημίας, με τον συνεχώς αυξανόμενο αριθμό αγνώστου προέλευσης (ορφανών) κρουσμάτων, που ήταν αντιπροσωπευτικά της άγνοιας της διασποράς, της έκτασης και της δυναμικής του πανδημικού κύματος που βρίσκονταν σε συνεχή εξέλιξη, η συνέχιση της εφαρμογής του δόγματος, απέκλειε ακόμη και τη στοιχειώδη ανησυχία που προκαλούνταν από το εντυπωσιακό αυτό φαινόμενο και δέσμευε ακόμη και την ελάχιστη εμπειρική αναζήτηση κρουσμάτων στο γενικό πληθυσμό. Επιπλέον, όταν τα κρούσματα αυξάνονταν, μέσα από την αυτόματη και τυχαία εμφάνισή τους επειδή ήταν ήδη πολλά, επιστρατεύθηκαν διάφορες αντιεπιστημονικές θεωρίες, προκειμένου να συγκαλυφθεί η προαναγγελλόμενη και επικείμενη έξαρση με την εμβληματική τήβεννο της αντίστοιχης κοινότητας. Το leitmotif της εποχής ήταν : έχουμε πολλά κρούσματα επειδή κάνουμε πολλά test. Λες και τα test, ήταν αυτά που γεννούσαν τα κρούσματα, ή πάλι λες και θα έπρεπε να τα κρατάμε κρυμμένα, αντί να τα βρίσκουμε.

Χαρακτηριστικό επίσης είναι και το εφεύρημα του υπερμεταδότη, που λίγο έλλειψε να πάρει διαστάσεις μυθικού ή διαβολικού προσώπου, μαζί με τη στοχοποίηση κοινωνικών και ηλικιακών ομάδων. Φαίνεται ότι ίσως να μην ήταν γνωστό στους κύκλους των υπευθύνων, ότι ο ιός αυτός έχει το χαρακτηριστικό, ότι αντίθετα με τον προηγούμενο κορονοϊό, τον SARS, η διακύμανση στο R0 για την COVID-19 είναι μικρότερη από εκείνη του SARS, οπότε οι περιπτώσεις υπερμετάδοσης, αν και υπαρκτές, είναι λιγότερο σημαντικές απ’ όσο οι συχνότερες αλυσίδες μετάδοσης ρουτίνας.

Στην πραγματικότητα αυτό που συνέβαινε, είναι ό,τι ακριβώς μπορεί να συμβεί σε κάθε πανδημία, όπου η υπερμετάδοση θα μπορούσε να παρουσιάζεται σε χώρους και κοινωνικές δραστηριότητες που ευνοούν γενικά τον συγχρωτισμό. Υπάρχουν λοιπόν κυρίως εστίες και συμπεριφορές υπερμετάδοσης και όχι απλώς υπερμεταδότες.

Κυνηγώντας λοιπόν τους μοναδικούς υπερδράστες και ερμηνεύοντας την αύξηση του αριθμού των κρουσμάτων, ως αποτέλεσμα κάποιων υπερφυσικών ιδιοτήτων που διαθέτουν μερικοί από εμάς χωρίς να το γνωρίζουμε ή πάλι αποδίδοντας την σε συγκεκριμένες δραστηριότητες, αποφεύγονταν η μαζική ανίχνευση στο γενικό πληθυσμό, με αποτέλεσμα να συνεχίζεται ανενόχλητα η διασπορά, παραμένοντας άγνωστη.

Έτσι το παιγνίδι της τυφλόμυγας με τον αόρατο εχθρό, συνεχίζονταν, ενώ εκείνος τύλιγε ανενόχλητα τις αλυσίδες διασποράς ολόγυρά μας.

Το περίεργο βέβαια είναι ότι παρά το γεγονός ότι είναι πασίγνωστο, πως συγκεκριμένοι χώροι, όπως γηροκομεία, κέντρα φιλοξενίας (πχ προσφύγων), δηλαδή κλειστές, ημίκλειστες δομές ή ανοιχτές δομές συγκεκριμένων πληθυσμιακών ομάδων (πχ Ρομά) κλπ, αποτελούν «κοιμώμενες» (δυνητικές) εστίες, σε συνδυασμό με τις προηγούμενες ερμηνείες περί συγκεκριμένων εστιών και χώρων υπερμετάδοσης, τελικά ακριβώς αυτές οι εστίες, ξέφυγαν από την συστηματική επιτήρηση με τους απαιτούμενους εργαστηριακούς ελέγχους, με αποτέλεσμα να υπάρξουν σημαντικές απώλειες σε ανθρώπινες ζωές.

Συμπερασματικά δεν αξιοποιήθηκαν όσο έπρεπε, ούτε και όπως έπρεπε, στο σύνολο τους τα εργαλεία που υπήρχαν για την ανίχνευση και την επιτήρηση. Είναι λοιπόν πολύ σημαντικό να κάνει κανείς τη σωστή χρήση και είναι τουλάχιστον άστοχο να καταφεύγει σε μεθόδους ανίχνευσης, όταν αυτές δεν μπορούν να δώσουν ακριβή στοιχεία, επειδή υπάρχει αναντιστοιχία μεταξύ ερωτημάτων και απαντήσεων. Για παράδειγμα, στη περίπτωση της μέτρησης του ιϊκού φορτίου στα λύματα. Η μέθοδος αυτή είναι πολύ χρήσιμη για την επιτήρηση σε χώρους όπως τα γηροκομεία, δομές, συνοικίες κλπ και γενικά προκειμένου να δίδει κατά περιόδους, μια γενική εικόνα των αυξομοιώσεων του φορτίου. Ενώ αυτό δεν έγινε σε συστηματική βάση, αλλά και όπου και όταν έγινε δεν πάρθηκε σοβαρά υπ’ όψιν, αν και αποτελούσε σαφή προειδοποίηση, σήμερα επιχειρείται από κάποιους να συνυπολογισθεί ως δείκτης στις προβλέψεις !!!!!

Όσοι έχουν υποστεί ειδική στρατιωτική εκπαίδευση καταλαβαίνουν πολύ καλά ότι οι ειδικές επιχειρήσεις, όπως αυτή κατ’ αναλογία, προκειμένου να καταφέρει κάποιος ένα καίριο πλήγμα στον ιό και την πανδημία, βασίζεται στη σωστή μελέτη του τρίπτυχου, που καθορίζει τη στρατηγική, αυτή που στη συνέχεια θα πρέπει να εφαρμοσθεί απαρέγκλιτα : «εχθρός, καιρός, έδαφος».
Τίποτε όμως από αυτά δεν είχαν μελετηθεί, όπως φαίνεται πλέον σήμερα.

Ωστόσο παρά τις εμφανείς προειδοποιήσεις και τα εύλογα ερωτηματικά που δημιουργούσαν οι εξελίξεις, το πρόβλημα δεδομένου ότι υποτιμήθηκε, δεν έγινε κατανοητό, και μαζί με αυτό και οι δυσκολίες που υπήρχαν για τη λύση του και μάλιστα στις διαφορετικές φάσεις που βρισκόμασταν και που επρόκειτο να βρεθούμε κάθε φορά. Κι όπως είναι φυσικό, λύσεις δεν αναζητήθηκαν.

Σε αυτή τη συλλογιστική εντάσσεται και η παντελής απουσία σκέψης για τη ενεργό συμμετοχή της κοινωνίας, με τους κοινωνικούς εταίρους, τις κοινωνικές ομάδες, τους θεσμικούς εκπροσώπους επαγγελματιών και κάθε λογής συλλογικών φορέων, προκειμένου να γίνει πράξη η συλλογική αντιμετώπιση της πανδημίας.

Τουναντίον η διαχείριση παρέμεινε στα χέρια μιας περιορισμένης ομάδας ειδικών και των κέντρων αποφάσεων, που έβλεπαν την κοινωνική συμμετοχή αποκλειστικά υπό το πρίσμα της απαίτησης της υλοποίησης των αποφάσεών τους. Αυτές μάλιστα τις περισσότερες φορές χαρακτηρίζονταν από αντιφατικότητες, που μεταδίδονταν μέσω «διπλών μηνυμάτων», σύμφωνα με το πρότυπο της θεωρίας του «διπλού δεσμού», με το πρόσχημα της «επιστημονικής αβεβαιότητας», που μεταφέρονταν ακατάπαυστα στην κοινότητα, δημιουργώντας σύγχυση και καλλιεργώντας κλίμα αμφισβήτησης, τροφοδοτώντας ακραίες αντιεπιστημονικές απόψεις και ενισχύοντας ακραίες κοινωνικές συμπεριφορές.

Με αυτού του είδους τον κοινωνικό αποκλεισμό, ήταν απολύτως αδύνατον να εφαρμοσθεί η απαιτούμενη στις συγκεκριμένες συνθήκες «υγειονομική δημοκρατία». Η δυναμική της κοινότητας με το πρόσχημα των περιοριστικών μέτρων παρέμεινε ανενεργής σε μια παθητική αντιμετώπιση, περιορισμένη αποκλειστικά σε αμυντικούς μηχανισμούς. Η διεθνής εμπειρία είναι πλούσια σε παραδείγματα με τα οποία θα μπορούσαν να αναπτυχθούν συλλογικές δράσεις προκειμένου να βοηθήσουν και να ενισχύσουν τις πολιτικές της δημόσιας υγείας από την ιχνηλάτηση, την επιτήρηση, τη φροντίδα των ευπαθών ομάδων, των ατόμων σε καραντίνα, την τήρηση ασφαλών συνθηκών στους χώρους δουλειάς, μέχρι την ενημέρωση του κοινού κλπ.

Η εμπλοκή της κοινότητας σε τέτοιες διαδικασίες, θα μετέτρεπε την αντιμετώπιση της πανδημίας από παθητική και αμυντική σε ενεργητική και επιθετική, ενώ ταυτόχρονα θα την καθιστούσε όχι μόνο κοινωνό, αλλά και πραγματικό και έμπειρο γνώστη των προβλημάτων, αποκτώντας πλήρη εικόνα του ιού, της πανδημίας και του τρόπου αντιμετώπισης τους. Θα την αποδέσμευε από τον ρόλο του απλού τηλεθεατή και του θύματος των κάθε λογής τηλεοπτικών αναμεταδόσεων μιας ωραιοποιημένης εικονικής πραγματικότητας, από την μονοκρατορία των ΜΜΕ, που αντί να προκαλεί την εγρήγορση, κατέληγε στο να καλλιεργεί τον εφησυχασμό και την επανάπαυση.

Στο σημείο αυτό αξίζει να γίνει αναφορά στο γεγονός ότι θεσμικά όργανα όπως το Εθνικό συμβούλιο Υγείας (Ε.ΣΥ.Δ.Υ.) παρέμειναν στο περιθώριο χωρίς να συσταθούν, αν και υπήρχε το νομοθετικό πλαίσιο. Αντίθετα αντικαταστάθηκε από εξωθεσμικά όργανα, τα οποία δεν θα μπορούσαν να παίξουν τον ίδιο ρόλο. Προφανώς και η έλλειψη συντονισμού μεταξύ άλλων υπαρχόντων οργάνων έπαιξε κι αυτή αρνητικό ρόλο στην όλη δυσμενή εξέλιξη.

Χαρακτηριστική είναι επίσης και η παράλειψη και η αποφυγή της αξιοποίησης της σύγχρονης τεχνολογίας, που χάρις στα επιτεύγματά της έχει κάνει θαύματα, από τα οποία επωφελούνται σήμερα μια σειρά από χώρες, ιδιαίτερα της Ανατολικής και της Ν. Α. Ασίας. Ο τομέας της ιχνηλάτησης, της επιτήρησης και των συστημάτων καταγραφής και πρόβλεψης έχει γνωρίσει εν μέσω πανδημίας πρωτόγνωρη εξέλιξη. Είναι επίσης άξιο απορίας το γεγονός ότι η χώρα μας δεν έχει ανταποκριθεί στην πρόσφατη οδηγία (28ης Οκτωβρίου) της Ε. Ε, σύμφωνα με την οποία οι χώρες μέλη πρέπει να θέσουν άμεσα, τουλάχιστον μια εφαρμογή με τη χρήση της κινητής τηλεφωνίας για την ιχνηλάτηση των επαφών και την επιτήρηση της απομόνωσής τους.

Επομένως, όταν υπάρχουν τόσες δυνατότητες για να αυξηθεί η αποτελεσματικότητα των υγειονομικών δράσεων, είναι τουλάχιστον άστοχο, αν όχι παραπλανητικό το να απαντά κανείς στο παρατηρούμενο έλλειμμα και την αναποτελεσματικότητα, επικαλούμενος την αυτοθυσία και τη φιλοτιμία των εργαζομένων στους σχετικούς τομείς, οι οποίοι λογικό είναι, να μην μπορούν να ξεπεράσουν εαυτόν, όση υπεράνθρωπη προσπάθεια κι αν καταβάλλουν.

Παράλληλα με το έλλειμμα της Δημόσιας Υγείας σε επίπεδο, πολιτικής, δομών και ενεργειών, ο χρόνος των προηγούμενων μηνών δεν αξιοποιήθηκε για την ανασυγκρότηση και αναδιαμόρφωση του διαλυμένου συστήματος εξωνοσοκομειακής – πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, σύμφωνα με τις τις ειδικές και αυξημένες απαιτήσεις της πανδημίας. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να προσκρούσει χωρίς προηγούμενα αναχώματα, το σφοδρό κύμα της πανδημίας, σε ένα νοσοκομειακό σύστημα Υγείας, το ΕΣΥ, που αντί να είχε θωρακιστεί, παρέμεινε αποδεκατισμένο εξαιτίας της υποστελέχωσης και της υποχρηματοδότησής του.

Αν και η δοκιμασία που υφίσταται σήμερα το ΕΣΥ αποτελεί μέρος μόνον του συνολικού προβλήματος, εν τούτοις στη φάση αυτή αποτελεί το βασικό πεδίο σύγκρουσης στο οποίο δίνεται η μάχη για τη ζωή, ενάντια στον θάνατο, μέσα στις ΜΕΘ, οι οποίες ξεπερνώντας τις απαραίτητες αυστηρές προδιαγραφές λειτουργίας τους, μετατράπηκαν σε ελατήριο ιατρο – νοσηλευτικής φροντίδας, τα όρια του οποίου εξακολουθούν να παραμένουν σε επικίνδυνο βαθμό τεταμένα.
Κι αν το ΕΣΥ προς στιγμήν δεν έχει ακόμη πλήρως καταρρεύσει, χάρις στην αυτοθυσία των λειτουργών του, ωστόσο κατέρρευσε ο μύθος περί «υποκείμενων νοσημάτων», που συνόδευε κατά κόρον τις ανακοινώσεις περί θανάτων, προκειμένου να απαλύνει και να δικαιολογήσει την απώλεια ανθρώπινων ζωών που ασφαλώς θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί.

Μαζί με αυτόν κατέρρευσε και ο μύθος, ότι ο αριθμός των διασωληνωμένων και των θανάτων, οι επονομαζόμενοι σκληροί δείκτες, είναι οι μόνοι αξιόπιστοι. Είναι χαρακτηριστικό ότι η επιχειρηματολογία αυτή επιστρατεύθηκε όταν οι υπόλοιποι επιδημιολογικοί δείκτες, όπως ο αριθμός των κρουσμάτων και το Rt, παρουσίαζαν ανησυχητική αύξηση, επειδή βρίσκονταν προ πολλού στο κόκκινο και επομένως ήταν επαρκείς προκειμένου να ευαισθητοποιήσουν τους υπεύθυνους σχετικά με την ελλοχεύοντα κίνδυνο και την επερχόμενη επιδείνωση.

Ωστόσο η εμμονή, αφενός μεν στη συγκάλυψη του συνεχιζόμενου ελλείμματος ενεργειών, αφετέρου δε στην πλασματική ωραιοποίηση της κατάστασης, επέβαλλε την συνέχιση της προβολής της εικόνας μιας ελεγχόμενης κατάστασης, που με τη σειρά της οδηγούσε εμμέσως σε εφησυχασμό. Όπως αποδεικνύεται η υποτίμηση της σημασίας των εμφανώς επιβαρυμένων δεικτών και η άκαιρη ανάδειξη των σκληρών δεικτών δήθεν ως των πλέον αξιόπιστων τη στιγμή που αυτοί παρουσιάζονταν σαφώς μειωμένοι, υπήρξε εσφαλμένη και οδήγησε ταχύτατα στη φάση του αδικαιολόγητου «αιφνιδιασμού». Δυστυχώς ο «σκληροί δείκτες», μόνο το μέγεθος της τραγωδίας για την απώλεια της κάθε μιας ανθρώπινης ζωής, μπορούν πάντα να υποδηλώνουν.

Τούτων δοθέντων και λαμβανομένων υπ’ όψιν, μπορεί να διαπιστώσει κανείς ότι το αποτέλεσμα της εγκατάλειψης των πολιτικών Δημόσιας Υγείας είναι η απομάκρυνση από την αντίληψη των αρχών της προβλεψιμότητας, της προνοητικότητας και της πρόνοιας. Ως εκ τούτου με την ανυπαρξία των αντίστοιχων μέτρων που πηγάζουν από αυτό το τρίπτυχο, που μεταφράζεται πρακτικά σε «ανιχνεύω, προειδοποιώ και προστατεύω», ακόμη και αυτά τα απαραίτητα «τα μη φαρμακευτικά μέτρα προστασίας», με τη τήρηση των αποστάσεων, την εφαρμογή – και μάλιστα την καθολική – της μάσκας και της σχολαστικής ατομικής υγιεινής, αποδυναμώνονται. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, ενώ κατά βάση αποτελούν προστατευτικής φύσης μέτρα, χάνουν τον προστατευτικό τους χαρακτήρα και καταντούν ακόμη κι αυτά περιοριστικά, τείνοντας να αποτελέσουν τμήμα των απαγορευτικών. Προκειμένου δε να τονισθεί η ανάγκη εφαρμογής τους, η σχετική σύσταση διανθίστηκε εξ αρχής με την παρότρυνση ότι θα έπρεπε να τηρούνται με «θρησκευτική ευλάβεια».

Η σχετική προσθήκη προφανώς κρίθηκε απαραίτητη, με σκοπό να προσδώσει εκτός από την έννοια της απόλυτης υπακοής και εκείνη της γνωστής ρήσης : «πίστευε και μη ερεύνα».

Ωστόσο είναι γνωστό στο χώρο των ειδικών στη Δημόσια Υγεία, ότι η δημιουργία μιας ολοκληρωμένης δέσμης προληπτικών προνοητικών προστατευτικών μέτρων, που λειτουργούν στα πλαίσια μιας στρατηγικής πρόβλεψης, εκτός από την αποτελεσματική προστασία, δημιουργούν την αίσθηση ασφάλειας και εμπιστοσύνης στους πολίτες. Επομένως με τον τρόπο αυτόν εξασφαλίζεται η εφαρμογή τους και επιτυγχάνεται η αποτελεσματικότητά τους, σε καθολική έκταση και στο μέγιστο δυνατόν βαθμό.

Δυστυχώς όταν σήμερα οι αρμόδιοι αναφέρονται σε μέτρα, τόσο οι ίδιοι όσο και η επικρατούσα καθολική εντύπωση παραπέμπουν σε απαγορευτικά, περιοριστικά μέτρα, ακριβώς επειδή ουδέποτε εφαρμόσθηκαν άλλου είδους μέτρα, δηλαδή τα βασισμένα σε πρόβλεψη και πρόληψη, ούτως ώστε να αποκτήσει η κοινωνία συνείδηση και άλλων εκτός των περιοριστικών μέτρων. Είναι χαρακτηριστικό ότι η επιδημιολογική επιτήρηση έχει αντικατασταθεί από διοικητικούς ελέγχους, αστυνομικές παρεμβάσεις και πρόστιμα. Ο αριθμός των σχετικών αναφορών στα επιδημιολογικά δελτία, στις ανακοινώσεις και στην καθημερινή πράξη υπερβαίνει κατά πολύ τον αριθμό των ενδεδειγμένων για τις περιπτώσεις αυτές καθαρά υγειονομικών ελέγχων. Είναι δε τόσες πολλές που θα τον ζήλευε ο ΕΟΔΥ, δεδομένου ότι ο αριθμός των δικών του παρεμβάσεών του, ωχριά μπροστά τους.

Ωστόσο η πανδημία δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπισθεί μονομερώς με τέτοιου είδους μέτρα, ο δε δημόσιος προβληματισμός σχετικά με το κατά πόσον μπορούν να αποδειχθούν ή όχι αποτελεσματικά, είναι στείρος και άστοχος. Επιπλέον μπορεί να αποβεί και ζημιογόνος διότι δεν προσφέρει διέξοδο ή προοπτική στην συσσωρευμένη συλλογική ψυχολογική επιβάρυνση.

Κάτι ανάλογο ισχύει και για το lockdown, που αποτελεί από τη φύση του περιοριστικό μέτρο απαγορευτικού χαρακτήρα, που καταφεύγει κανείς σαν τελευταία αμυντική επιλογή, αφού έχει εξαντλήσει όλα τα άλλα και πρώτα απ’ όλα τα προληπτικά μέτρα.

Επομένως τι νόημα έχει να μπαίνουν στο δημόσιο διάλογο ερωτήματα όπως: αν και κατά πόσον έπρεπε ή δεν έπρεπε να εφαρμοσθεί το lockdown, μερικό ή πλήρες, και αν και κατά πόσον εφαρμόσθηκε έγκαιρα ή όχι ;

Άραγε δεν αποπροσανατολίζεται ο δημόσιος διάλογος από το βασικό και κυρίαρχο ζήτημα : γιατί δεν προβλέφθηκαν και δεν πάρθηκαν τα απαραίτητα εκείνα προληπτικά προστατευτικά μέτρα, που θα μας εξασφάλιζαν καλύτερα αποτελέσματα, ώστε να μην αναγκασθούμε να προχωρήσουμε σε περιοριστικά μέτρα, σκληρά στην αρχή, σκληρότερα στη συνέχεια και τελικά να οδηγηθούμε αναπόφευκτα σε ένα νέο lockdown ;

Ωστόσο όπως φαίνεται από τα πεπραγμένα, οι αρμόδιοι για τη διαχείριση της πανδημίας, με ή χωρίς τη γνώμη των ειδικών, δεν αντιμετωπίζουν το πρόβλημα της πανδημίας ως ένα σύνθετο πολυπαραγοντικό φαινόμενο, με βιολογικά, κοινωνικά χαρακτηριστικά και οικονομικούς όρους, αλλά ως ένα απλό κοινωνικό φαινόμενο – μάλλον επειδή εξελίσσεται μέσα στην κοινωνία – αν κρίνει κανείς από τα μέτρα που παίρνονται και που εντάσσονται στα πλαίσια και στο πνεύμα της κοινωνικής αναστολής.

Τα προαναφερθέντα σχόλια έχουν εκτεθεί κατ’ επανάληψη σε πληθώρα δημοσιευμάτων στο tvxs, εδώ και πολλούς μήνες. Ο χρόνος που μεσολάβησε ήταν αρκετός για να ευαισθητοποιηθούν οι αρμόδιοι και μάλιστα αρκετά έγκαιρα. Από την πρώτη στιγμή φάνηκε ότι δεν υπήρξε τέτοια διάθεση, αντίθετα θα υπενθυμίσουμε και το εξώδικο που εισπράξαμε από μέλος της επιτροπής εμπειρογνωμόνων, επειδή τολμήσαμε να θίξουμε το άβατο της κοινότητας των ειδικών, σχετικά με το θέμα του ενεργού ρυθμού αναπαραγωγής Rt, την ένδεια των στοιχείων από πλευράς ΕΟΔΥ, αναδεικνύοντας τις εκτιμήσεις των διεθνών οργανισμών στους οποίους είναι υποχρεωμένος να αναφέρεται ο ίδιος ο ΕΟΔΥ , και οι οποίες έρχονταν σε διάσταση με την πλασματικά ωραιοποιημένη εικόνα που παρουσιάζονταν στη χώρα μας. Τα ζητήματα αυτά εξακολουθούν μέχρι σήμερα να παραμένουν αναπάντητα, διατηρώντας το ακανθώδες των αντίστοιχων ερωτημάτων.

Θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς : προς τι λοιπόν η επανάληψη όλων αυτών των απόψεων που αναφέρονται στο σημερινό δημοσίευμα ;
Η απάντηση είναι πολύ απλή: Επειδή ακριβώς μέχρι σήμερα επαναλαμβάνονται τα ίδια ακριβώς λάθη που μας οδήγησαν, στη δεινή θέση στην οποία βρισκόμαστε.

Ωστόσο πολλοί είναι αυτοί που διατείνονται ότι η κριτική τούτη την ώρα δεν προσφέρει τίποτε, ότι είναι άκαιρη και ότι δεν θα πρέπει να αμφισβητείται το κύρος τη επιστημονικής γνώμης των υπευθύνων, ότι όλοι πρέπει να δώσουμε τις δυνάμεις μας για να λυθεί το πρόβλημα και μετά θα έρθει η ώρα για την απόδοση ευθυνών.

Κι εδώ υπάρχει φυσικά απάντηση.

  • Πρώτον, κάθε στιγμή είναι κατάλληλη για κριτική, αρκεί να είναι σωστή και να ξέρει κανείς να την ασκεί ανιδιοτελώς.
  • Δεύτερον, θεωρούμε υποχρέωσή μας να υπενθυμίζουμε τις επισημάνσεις μας προκειμένου να αποφευχθεί η επανάληψη των ίδιων λαθών, ελπίζοντας ότι κάποια στιγμή θα υπάρξουν ευήκοα ώτα, – όχι υποχρεωτικά μόνον στους διαχειριστικούς κύκλους ή στα κέντρα λήψης αποφάσεων – που θα ευαισθητοποιηθούν και θα ενεργοποιηθούν.
  • Τρίτον, η επιστημονική γνώμη προκειμένου να μην αμφισβητείται θα πρέπει να τεκμηριώνεται. Και η τεκμηρίωση απαιτεί πλήρη διαφάνεια και όχι αποσπασματική και περιορισμένη παρουσίαση στοιχείων και δεδομένων.
  • Τέταρτον, η παρέμβασή μας γίνεται ακριβώς για να προσφέρουμε τις δυνάμεις μας.
  • Πέμπτον, αναζητούμε λύσεις και δράση.

Με τις σκέψεις αυτές δεν κρύβουμε τις ανησυχίες μας για τις τακτικές που ακούμε και βλέπουμε να ακολουθούνται και τις προθέσεις που αντιλαμβανόμαστε.

Τίποτε δεν μας εγγυάται ότι δεν θα ξανακούσουμε την απίστευτη σε κυβερνητικό επίπεδο και για τα επιστημονικά χρονικά φράση : «αιφνιδιαστήκαμε». Κι αυτό γιατί δεν υπάρχει καμία δικαιολογία γι’ αυτό που συνέβη. Άλλωστε απ’ ό,τι φαίνεται ο αιφνιδιασμός δεν αφορούσε όλο το μέγεθος του προβλήματος, αλλά μόνο ένα μέρος αυτού. Η μέχρι στιγμής διάψευση όλων των προβλέψεων, είτε περί περιορισμού της διασποράς, σε τρεις αρχικά, σε πέντε στη συνέχεια εβδομάδων, είτε περί μείωσης του αριθμού των κρουσμάτων και των εισαγωγών στα νοσοκομεία, αποτελεί σαφή επιβεβαίωση, ότι ακόμη και στη φάση του αιφνιδιασμού υπήρχε άγνοια του μεγέθους του πραγματικού κινδύνου.

Από την άλλη, η φλυαρία σχετικά με τη μέθοδο του ακορντεόν που θα καθορίζει από εδώ και στο εξής τον τρόπο ζωής μας, δημιουργεί αλγεινή εντύπωση, ιδιαίτερα όταν αφήνεται να εξελιχθεί, σε μια περίοδο, στην οποία η χώρα καταγράφει καθημερνά, εκατόμβες θυμάτων.

Ίσως η επιλογή αυτής της μεθόδου στην αναζήτηση μιας ισορροπίας στη δίνη της υγειονομικής κρίσης, να αποβλέπει στο να στηρίξει κι αυτή με τη σειρά της, τη λογική ότι η ατομική ευθύνη και κατ’ επέκταση η αναγωγή της στη συμπεριφορά κάποιων κοινωνικών ομάδων (σήμερα ηλικιακών, αύριο επαγγελματικών κλπ), παραμένουν οι αποκλειστικά υπεύθυνοι παράγοντες, για την εκάστοτε δυσμενή εξέλιξη της πανδημίας.

Μήπως συμβαίνει να επικρατεί σε ιθύνοντες κύκλους η αντίληψη, ότι κάποια στιγμή μετά από αυτή τη σφοδρότητα – λες και δεν θα υπάρξει άλλη – θα ξεμπερδέψουμε με τον ιό, αφού κάποιοι θα μολυνθούν και κάποιοι θα πεθάνουν ;

Μήπως επικρατεί κάποια αντίληψη που έχει διατυπωθεί, ότι αν φορέσουμε όλοι μάσκα για 14 ημέρες, θα εξαφανίσουμε τον ιό ;

Μήπως επικρατεί η αντίληψη ότι αυτό το κύμα έχει μεγαλύτερη μεταδοτικότητα, αλλά μικρότερη θνησιμότητα και ότι αυτά είναι τα δεδομένα κι ότι δεν αμφισβητούνται ;

Με αφορμή αυτά έρχεται στο νου μας το θεωρητικό τρίπτυχο των Βρετανών επιστημόνων, των οποίων οι απόψεις είχαν διατυπωθεί τον πρώτο καιρό, όταν ξεκίνησε η πανδημία και οι οποίες ευτυχώς δεν έγιναν αποδεκτές από την πλειοψηφία της επιστημονικής κοινότητας και δεν υιοθετήθηκαν από κυβερνήσεις χωρών.

1) Να εφαρμόσουμε τα «προστατευτικά μέτρα» : μάσκα, αποστάσεις, πλύσιμο χεριών (γνωρίζοντας βέβαια ότι κάτι τέτοιο από μόνο του δεν είναι αποτελεσματικό)

2) Να προστατεύσουμε τα ευπαθή άτομα και τους ηλικιωμένους (κάτι που δεν έγινε και κάτι που δεν φαίνεται να υπάρχει πρόθεση να εφαρμοσθεί όταν για παράδειγμα ευπαθείς μεσήλικες και νεαρά άτομα με καρδιοπάθειες και σακχαρώδη διαβήτη, αλλάζουν δυο ή και περισσότερα ΜΜΜ προκειμένου να μετακινούνται για την εργασία τους)

3) Οι νέοι νοσούν λιγότερο, αλλά κι αν ακόμη νοσήσουν, η νόσος έχει ηπιότερα συμπτώματα (πράγμα που όπως αποδείχθηκε είναι τραγική πλάνη).

Αυτό το τρίπτυχο κι αν ακόμη φαντάζει σε μερικούς σαν λογικό, ώστε να εξισορροπήσει τις συνέπειες από τα υγειονομικά και τα οικονομικά προβλήματα της πανδημίας, θα θυμίσουμε στον αναγνώστη ότι δεν είναι κάτι καινούργιο. Είναι απλώς η «παρεξηγημένη» έννοια της ανοσίας της αγέλης.

* Το άρθρο έχει ανανεωθεί. Έγιναν διορθώσεις στις 5/12