Η συζήτηση μεταξύ των μεγάλων κομμάτων σε όλη την προεκλογική περίοδο πριν από την 21η Μαΐου, ήταν κατά βάση απογοητευτική, με κύρια και καίρια κυβερνητική ευθύνη. Επικεντρώθηκε τεχνηέντως και με τη σύμπραξη των ΜΜΕ στην αδυναμία συγκρότησης προοδευτικής κυβέρνησης και στη διακυβέρνηση της περιόδου 2015-2019.

Ads

Την περίοδο που διανύουμε προς τις δεύτερες εκλογές, η ατζέντα των θεμάτων έχει σχετικά διαφοροποιηθεί και η συζήτηση έχει αρχίσει να αποκτά πιο ουσιαστικό περιεχόμενο με περισσότερες ιδεολογικές και προγραμματικές αναφορές στα μείζονα ζητήματα, όπως αυτά της υγείας, της παιδείας και της οικονομίας.

Ενδεικτικό της μονομέρειας των μηντιακού πλέγματος είναι βέβαια το γεγονός ότι σε ζητήματα σχετικά με την κοστολόγηση των προγραμμάτων των κομμάτων και την μεθοδολογία φορολόγησης, οι ερωτήσεις και ο σχολιασμός στρέφονται διαρκώς προς τα κόμματα της μείζονος αντιπολίτευσης με ευθείες αναφορές σε δήθεν «κρυφές ατζέντες» και όχι προς το μέχρι πρότινος κυβερνών και πλειοψηφούν στις εκλογές της 21ης.5.2023 κόμμα, το οποίο και βάσει αποτελεσμάτων πρωτίστως οφείλει να στοιχειοθετήσει την πολιτική του. 

Τις τελευταίες μέρες, και πάλι όχι τυχαία βεβαίως, παρακολουθούμε την πολιτική συζήτηση να επικεντρώνεται σε ένα «μη» θέμα, για τους ακριβώς λάθος λόγους και συγκεκριμένα ότι κάποιοι βουλευτές της μουσουλμανικής μειονότητας φέρονται ως «ύποπτοι» για τα φρονήματα τους έναντι της πατρίδας και καλούνται σε δηλώσεις εθνικοφροσύνης για να αποδείξουν την ελληνική τους συνείδηση. 

Ads

Για μια ακόμα φορά λοιπόν επιδιώκεται να μη στραφεί ο  προεκλογικός διάλογος γύρω από τα ουσιώδη, ενώ υπάρχουν πολύ κρίσιμα ζητήματα να συζητηθούν, πολλοί «ελέφαντες στο δωμάτιο». Ένα τέτοιο καθοριστικής σημασίας θέμα είναι αυτό της παραγωγής αξίας και του αναπτυξιακού υποδείγματος της χώρας. Το σημερινό αναπτυξιακό υπόδειγμα βασίζεται κυρίως στον τουρισμό, στο real estate, και γενικά στην παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών χαμηλής και μέσης προστιθέμενης αξίας, το οποίο έχει επανειλημμένα οδηγήσει τη χώρα στα βράχια.

Αυτό που χρειάζεται είναι ένα διαφορετικό αναπτυξιακό υπόδειγμα που θα στηρίζεται κυρίως στο εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό και θα έχει ως στόχο τη σταδιακή αύξηση της παραγωγής προϊόντων και υπηρεσιών υψηλής προστιθέμενης αξίας, με αύξηση ιδίως της γεωργικής και βιομηχανικής παραγωγής, αλλά και της αγροτικής, των εξαγωγών, με παράλληλη μείωση των πολυτελών και εισαγόμενων καταναλωτικών ειδών. Συνοπτικά θα λέγαμε ότι απαιτείται ένα αναπτυξιακό άλμα, ένα νέο και σε υγιή βάση οικονομικό θαύμα, αλλά με άλλο προσανατολισμό, διότι με το τρέχον αδιέξοδο αναπτυξιακό πρότυπο, το οικονομικό και το εθνικό μέλλον της χώρας υπονομεύεται καίρια. 

Μάλιστα η επικέντρωση της συζήτησης στη Θράκη και μάλιστα για τους τελείως λάθος λόγους αποτελεί μια σημαντική αφορμή για να κατανοηθούν οι λόγοι  της μόνιμης υστέρησής της και ότι η πραγματικότητα αυτή της δεν αποτελεί  φυσικό φαινόμενο, ούτε είναι απόρροια νομοτελειών έξω από την επιρροή μας, αλλά αποτέλεσμα πολιτικών που ασκήθηκαν ή παραλείφθηκαν στο παρελθόν.

Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι η διασυνοριακότητα και η διαπολιτισμικότητα της περιοχής θεωρήθηκαν αποκλειστικά ως εμπόδια που έπρεπε να αντιμετωπιστούν και όχι ως χαρακτηριστικά προς αξιοποίηση. Χαρακτηριστική είναι η Έκθεση της «Διακομματικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής για την ανάπτυξη της Θράκης» το 2021, η οποία με βάση το κείμενο της πλειοψηφίας αποτελεί μνημείο γενικολογίας και έλλειψης αυτοκριτικής για την ελληνική πολιτική απέναντι στη μειονότητα. 

Η Θράκη τις τελευταίες δεκαετίες παραμένει μια από τις λιγότερο αναπτυγμένες περιοχές της Ελλάδας και της ΕΕ. Συγκεκριμένα, ενώ καταλαμβάνει το 6,5% της έκτασης της χώρας, αντιπροσωπεύει μόνο το 3,3% του πληθυσμού και το 2,2% του παραγόμενου ΑΕΠ. Η διαχρονική θέση όλων των νομών της Θράκης στους 52 νομούς της χώρας ως προς το παραγόμενο ΑΕΠ τους υποβαθμίζεται (π.χ. στο διάστημα 2012 – 2019 ο Έβρος από τη θέση 30 πήγε στη θέση  32, η Ροδόπη από 46 στη 47 και η Ξάνθη από τη 48 στην 52 , με παράλληλη σημαντική μείωση του πληθυσμού μεταξύ 2011-21:  Έβρος -9,6%, Ροδόπη -6,9%, Ξάνθη – 2,7%, εθνικός Μ.Ο. -3,09. Η περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης (ΑΜΘ) έχει το μεγαλύτερο % βρεφικής θνησιμότητας και το χαμηλότερο προσδόκιμο ζωής από όλες τις περιφέρειες τις χώρας.  

Συγχρόνως παρουσιάζει σημαντικότατη υστέρηση ως προς το εκπαιδευτικό επίπεδο των κατοίκων της.  Το 2022, το 7,2 % των νέων ηλικίας 18-24 ετών στην ΑΜΘ είχαν ολοκληρώσει το πολύ ως κατώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση όταν ο μ.ό. της Ελλάδας ήταν  4,1%. Το 2022 το % ατόμων ηλικίας 25-64 με τριτοβάθμια εκπαίδευση ήταν 27,6% όταν ο μ.ό. της Ελλάδας ήταν  35,1% και της Αττικής ήταν 45,6%. Κι αυτά καθώς το ανθρώπινο δυναμικό είναι το κεντρικό στοιχείο της αναπτυξιακής διαδικασίας και η εκπαίδευση αποτελεί τον παράγοντα που σαφώς διαδραματίζει τον κυρίαρχο ρόλο στη διαδικασία σχηματισμού του ανθρώπινου κεφαλαίου, ενώ η ύπαρξη εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού επηρεάζει καίρια τις αποφάσεις εγκατάστασης επιχειρήσεων σε μια περιοχή.

Η υστέρηση της Θράκης δεν μπορεί να αλλάξει ούτε άμεσα με κάποιο «θαύμα», ούτε αυτόματα από τους «μηχανισμούς της αγοράς», ούτε με αποσπασματικές ή επιδοματικές  πολιτικές, που διαχρονικά αποδείχθηκαν ανεπαρκέστατες. Χρειάζονται πολιτικές για μια ολιστική αντιμετώπιση των επιμέρους συνιστωσών της ανάπτυξής της. Δεν μπορεί να στηρίζεται μόνο σε μια λογική «επιδοτούμενης ανάπτυξης» αλλά σε μια λογική ενισχυόμενης και αυτοτροφοδοτούμενης ανάπτυξης, στην επιδίωξη του «αναπτυξιακού άλματος», προκειμένου να μπορέσει να συγκλίνει με το Μ.Ο. της χώρας. 

Ο μόνος λοιπόν τρόπος για να αναπτυχθεί δραστικά είναι να υπάρξει μια στρατηγική μακράς πνοής. Χρειάζεται εν ολίγοις ένα νέο όραμα για την Θράκη, που να διατυπωθεί σε Στρατηγικό Σχέδιο με στόχο τη βελτίωση της ελκυστικότητάς της: ως ικανοποιητικού προορισμού για κατοίκηση και ως τόπου εργασίας και άσκησης επιχειρηματικής δραστηριότητας. Για να επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι πρέπει: 

  • να δρομολογηθεί η μετάβασή της σε ένα νέο παράδειγμα οικονομικής ανάπτυξης που να παράγει πιο σύνθετα προϊόντα και υπηρεσίες, αλλά και να αναβαθμιστούν οι συχνά μη αξιοποιημένες κλασσικού τύπου δραστηριότητες όπως π.χ. ο τουρισμός (αξιοποίηση της διαπολιτισμικότητας της περιοχής) και ιδίως η τόσο παραμελημένη αγροτική παραγωγή της..
  •  
  • Να βελτιωθούν οι υποδομές της, τόσο οι φυσικές (δημιουργία κάθετων αξόνων για την ενθάρρυνση της Διασυνοριακότητας, καλύτερη σιδηροδρομική σύνδεση με Θεσσαλονίκη κτλ.) όσο και οι άυλες (Π.χ. ίδρυση: α) «τεχνολογικού campus στο ΔΠΘ» που θα συνδράμει την τεχνολογική εξέλιξη των επιχειρήσεων της περιοχής και τη μετάβασή τους στην 4η Βιομηχανική Επανάσταση, β) «Δομής στήριξης μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων», γ) «Οργανισμού Ανάπτυξης και Ενίσχυσης της Συνεργασίας της Ν.Α. Ευρώπης» που θα συντελέσει στην ανάπτυξη μεγαλύτερου βαθμού συνεργασίας σε ένα μεγάλο εύρος κοινών προβλημάτων όπως: μικρές αγορές, περιορισμένη επενδυτική ελκυστικότητα, υψηλά ποσοστά μετανάστευσης, έντονο δημογραφικό πρόβλημα, η «εικόνα» της ως περιοχή εντάσεων, κτλ.).
  •  
  • να αξιοποιηθεί η διασυνοριακότητα και διαπολιτισμικότητα της περιοχής. Να μετατραπούν δηλαδή αυτά που μέχρι πρότινος θεωρούνταν μειονεκτήματα της περιοχής σε πλεονεκτήματα. Με αυτήν την έννοια, χρειάζονται καλές σχέσεις με τις γειτονικές χώρες και ισότιμη ένταξη της μειονότητας μακριά από μετεμφυλιακές αδιέξοδες λογικές διαχωρισμού-αποκλεισμού ή αφομοίωσης.

Χωρίς ισχυρή ανάπτυξη, το μέλλον της περιοχής είναι υπονομευμένο κυρίως λόγω των δημογραφικών εξελίξεων και τούτο αφορά στο σύνολο των Ελλήνων πολιτών που διαμένουν εκεί ανεξαρτήτως θρησκεύματος. Πόσο ικανοποιημένοι πρέπει να αισθανόμαστε τελικά από μια προεκλογική συζήτηση που εστιάζει στα «εθνικά» αισθήματα των μειονοτικών μας βουλευτών, αλλά αγνοεί την δημογραφική κατακρήμνιση εκείνης της περιοχής της χώρας που θα  έπρεπε με κάθε μέσο να ενισχυθεί;

Πώς αξιολογούμε το γεγονός ότι στην εθνική πολιτική δεν έχει καν τεθεί το ζήτημα πόση είναι πραγματικά η μείωση του σε ηλικία απασχόλησης πληθυσμού, πόσες είναι οι ευκαιρίες για τις νέες/νέους τις περιοχής να δημιουργήσουν οικογένειες; Δεν μας προβληματίζει ότι με αυτά τα δεδομένα σε  είκοσι περίπου χρόνια, η περιοχή θα είναι (με την εξαίρεση της Αλεξανδρούπολης) σχεδόν έρημη;

Δεν είναι όλη αυτή η προσπάθεια «συνέτισης» των εκλογέων της Ροδόπης, που παρεξέκλιναν των αποτελεσμάτων της επικράτειας, βαθιά διχαστική, στενά μικροκομματική και εθνικά κοντόφθαλμη; Μήπως τελικά σωστά αναρωτήθηκε ο Ε. Βενιζέλος, «θα υπήρχε τόσος θόρυβος αν η εκλογική τους συμπεριφορά ήταν αντίστροφη όπως όχι σπανίως συνέβη κατά το παρελθόν;».  

* Ο Λόης Λαμπριανίδης είναι Οικονομικός γεωγράφος, καθηγητής ΠΑΜΑΚ, Μέλος Γνωμοδοτικού Συμβουλίου ΕΝΑ, π. Γενικός Γραμματέας Ιδιωτικών Επενδύσεων Υπουργείο Οικονομίας & Ανάπτυξης