Η επεμβατική αρθροσκόπηση αποτελεί μια μέθοδο διαγνωστική και χειρουργική ταυτόχρονα. Πραγματοποιείται σε κλινικές νοσοκομείων και έχει διάρκεια νοσηλείας 2 ημέρες. Η διαγνωστική αρθροσκόπηση στο ιατρείο αποτελεί μέθοδο που απαιτεί χρόνο περίπου 20 λεπτών, χωρίς νοσηλεία σε νοσοκομείο.

Ads

Παρά το γεγονός ότι η αμοιβή για την επεμβατική αρθροσκόπηση, που ορίσθηκε στα 1.500 ευρώ, αφορούσε μόνο νοσοκομεία, το Κεντρικό Συμβούλιο Υγείας (ΚΕΣΥ) στις 2 Δεκεμβρίου του 2014, θεωρώντας ότι η διαγνωστική αρθροσκόπηση στο ιατρείο πρόκειται για ίδια εξέταση που πραγματοποιείται στις κλινικές νοσοκομείων,  αποφάσισε να δώσει την ίδια αμοιβή. Έτσι εξομοιώθηκε η επεμβατική και διαγνωστική αρθροσκόπηση.

Παρά τις όποιες αντιρρήσεις, ακόμη κι αν θεωρηθεί ότι η εξεταζόμενη μορφή διαγνωστικής αρθροσκόπησης είναι και επεμβατική, ο χρόνος νοσηλείας δεν είναι ο ίδιος με την παραδοσιακή επεμβατική αρθροσκόπηση (2 ημέρες) αλλά πολύ πιο σύντομος και χωρίς εισαγωγή στο νοσοκομείο. Οπότε εύλογα η εναλλακτική αυτή μέθοδος είναι λιγότερο κοστοβόρα.

Η Απόφαση του Υπουργού στις 22 Δεκεμβρίου 2014, (μόλις επτά ημέρες πριν τη διάλυση της Βουλής)  με την οποία έγινε αποδεχτή η εισήγηση της Ολομέλειας του ΚΕΣΥ αναφορικά με την  υπερτιμολόγηση της νέας μορφής διαγνωστικών αρθροσκοπήσεων, δείχνει εκτός των άλλων μια αξιοπερίεργη βιασύνη εκ μέρους του αρμοδίου Υπουργείου ενόψει των εκλογών του 2015. Η βιασύνη αυτή ερμηνεύεται επίσης από το γεγονός ότι όλη η υπόθεση καλύφθηκε από μια Υπουργική Απόφαση (ΥΑ), αντί μιας Κοινής Υπουργικής Απόφασης (ΚΥΑ) που όφειλε ως ενδεδειγμένη λύση.

Ads

Το ζήτημα αυτό απασχόλησε την αρμόδια Επιτροπή για τα σκάνδαλα της Υγείας, μαζί με τις υποθέσεις για το νοσοκομείο Ντυνάν και το ΚΕΕΛΠΝΟ. Η προαναφερθείσα μορφή διαγνωστικής αρθροσκόπησης κοστολογείται διεθνώς όχι επάνω από 400 ευρώ, ενώ η τιμή που αποφασίσθηκε στην περίπτωση της Ελλάδας ανερχόταν στα 1500 ευρώ. Η συγκεκριμένη μέθοδος, η επιστημονική αξίας της οποίας αμφισβητείται από μέρος των σχετικών ειδικών επί του θέματος, (Βλ. θέσεις της Ελληνικής Αρθροσκοπικής Εταιρίας) θα εφαρμοζόταν από τις αρχές του 2015.

Την πρόσφερε μόνο ένα συγκεκριμένο πανεπιστήμιο στις ΗΠΑ, με το οποίο συνεργαζόταν ο πρώην Υφυπουργός Υγείας ο κ. Σαλμάς. Για το σκοπό αυτό συστάθηκε εταιρία με άδεια λειτουργίας από 19 Φεβρουαρίου του 2015, που προέκυψε από τη μετατροπή υπάρχουσας εταιρείας με το όνομα «ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΙΑΤΡΕΙΟ ΑΡΘΟΣΚΟΠΗΣΗ Ε.Ε», σε «ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΔΙΑΓΝΩΣΤΙΚΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΑΡΘΡΟΣΚΟΠΗΣΗ ΥΠΕΡΗΧΟΤΟΜΟΓΡΑΦΙΑ Ε.Ε».  Καθ’ όλο το διάστημα ισχύος της παραπάνω τιμής, παρατηρείται στην Αιτωλοακαρνανία, μια υπερσυγκέντρωση εξετάσεων στην ανωτέρω εταιρία, της τάξης των 115 εξετάσεων από ένα σύνολο 550 σε όλη την Ελλάδα. 

Στο επίκεντρο της εξέτασης του θέματος στη Επιτροπή Υγείας, βρέθηκε ως μάρτυρας,  ο κ. Σαλμάς (βουλευτής Αιτωλοακαρνανίας), ο οποίος,  θεωρείται ως ο μοναδικός στη χώρα υποστηριχτής της νέας αυτής μεθόδου.  Η σύζυγος και ο γαμπρός του συμμετείχαν στο «ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΔΙΑΓΝΩΣΤΙΚΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ…» 

Η διαφορά ανάμεσα στις τιμές της αγοράς διεθνώς (όχι υψηλότερης των 400 ευρώ) και τις ισχύουσες στην Ελλάδα (1.500 ευρώ) εύλογα οδήγησε σε συζητήσεις στο πλαίσιο της σχετικής επιτροπής της Βουλής. Αυτές αποτέλεσαν συνέχεια διαβίβασης της υπόθεσης στη Βουλή από την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, λόγω υποψιών για εμπλοκή πολιτικών προσώπων στην υπερκοστολόγηση της εν λόγω μεθόδου.

Παράλληλα, η νέα κυβέρνηση θεώρησε ότι η διαγνωστική αρθροσκόπηση στο ιατρείο δεν μπορεί να κοστολογηθεί με το ποσό των 1500 ευρώ. Οπότε, καθορίστηκε η νέα τιμή της διαγνωστικής αρθροσκόπησης στο ποσό των 300 ευρώ (150 ευρώ η αρθροσκόπηση και 150 ευρώ  τα αναλώσιμα της αρθροσκόπησης). Στόχος όλων αυτών των ενεργειών ήταν να μειωθεί η ζημία που μπορεί να είχε υποστεί το ελληνικό δημόσιο από τις υψηλές τιμές. 

Η οικονομική θεωρία από την πλευρά της δίνει τη δική της ερμηνεία σε περιπτώσεις όπου μια εταιρία ή ένας κλάδος ευνοείται από μια νομοθετική ρύθμιση με τη βοήθεια της οποίας εξασφαλίζει, εκτός των άλλων, υψηλές τιμές για ένα προϊόν ή μια υπηρεσία που δεν διατίθεται στην αγορά από πολλούς προμηθευτές. Αναλυτικότερα, η «Θεωρία της Προσόδου» (βλ. Μικροοικονομική Θεωρία) προτείνει το ακόλουθο.

Στην περίπτωση όπου εξασφαλίζεται, βάσει κάποιων νομοθετημάτων ή άλλων ρυθμίσεων, μια ιδιαίτερα υψηλή τιμή πώλησης ενός αγαθού ή υπηρεσίας, υπέρ ενός κλάδου ή εταιρίας, τότε η σύνθεση της τιμής πώλησης είναι συνάρτηση τριών παραγόντων: του κόστους, του κέρδους και ενός πρόσθετου χρηματικού ποσού για την ευνοημένη εταιρία, πέραν του κέρδους.

Το πρόσθετο αυτό ποσό, η πρόσοδος όπως αποκαλείται, μπορεί να το χρησιμοποιήσει η εταιρία για διάφορους σκοπούς. Ένας, λόγου χάρη, μπορεί να αναφέρεται στην επέκταση της επενδυτικής της δραστηριότητας, καλύπτοντας έτσι με το χρηματικό αυτό «περίσσευμα» μέρος της εν λόγω δαπάνης.

Μπορεί όμως να το χρησιμοποιήσει και για σκοπούς, που συμβάλλουν στη διατήρηση της ευνοϊκής αυτής θέσης. Στο πλαίσιο των δημοσίων της σχέσεων λοιπόν, μπορεί ο ευνοούμενος φορέας να πληρώσει τους νομικούς εκείνους που συνέβαλαν στη διατύπωση των όποιων νομοθετικών ρυθμίσεων των ευνοϊκών για την ίδια ή να χρηματίσει κάποια υψηλόβαθμα στελέχη κάποιου υπουργείου ή πολιτικά πρόσωπα που προώθησαν και στήριξαν την εν λόγω ρύθμιση κ.ά.

Η πρόσοδος που εξασφαλίζεται από τις υψηλές τιμές, παρέχει λοιπόν αυτήν την άνεση των κινήσεων, χωρίς την παραμικρή πίεση εις βάρος των κερδών της. Η θεωρία δεν προσδιορίζει επακριβώς το δεύτερο φορέα της ενδεχόμενης διαπλοκής. Απλά επισημαίνει την πιθανότητα ύπαρξης χρηματισμού.

Απομένει η επιβεβαίωση ή η διάψευσή από τα δικαστήρια της συγκεκριμένης θεωρητικής θέσης, σε κάθε περίπτωση όπου παρατηρείται μεγάλο κενό (λόγω υπερκοστολόγησης) ανάμεσα στην τιμή που ισχύει στην αγορά και στην υψηλή τιμή που υιοθετείται βάσει ευνοϊκών κυβερνητικών ρυθμίσεων, που αφορούν λίγες ή μόνον μια εταιρία.
Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον όταν η οικονομική επιστήμη «παίζει» με τα πραγματικά πυρά της πολιτικής, ερμηνεύοντας συχνά δεκαετίες πριν, μελλοντικές καταστάσεις.