Το βήμα της ΔΕΘ κάθε χρόνο δίνει τη δυνατότητα συγκρίσεων μεταξύ των δύο πολιτικών μονομάχων και διεκδικητών της κυβέρνησης. Κι αυτό γιατί το βήμα της ΔΕΘ αποκαθιστά τη δημοκρατική στρέβλωση που οφείλεται στη διαρκή άρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη να αντιπαρατεθεί σε ένα debate πρόσωπο με πρόσωπο με τον Αλέξη Τσίπρα, ώστε να εξαχθούν άμεσα συμπεράσματα για τις μεταξύ τους τυχόν ομοιότητες και τις χαώδεις διαφορές.

Ads

Η παρουσίαση λοιπόν με διαφορά μιας εβδομάδας των δύο διεκδικητών της κυβέρνησης και μαζί με αυτούς και των προγραμμάτων των κομμάτων τους σε πλήρη αντιπαράθεση, δίνει τη δυνατότητα της έστω και έμμεσης συγκριτικής αξιολόγησης των δύο κυρίαρχων εναλλακτικών πολιτικών επιλογών.

Φέτος ειδικά η σύγκριση ήταν άμεση, καθώς και οι δύο εμφανίστηκαν να παρουσιάζουν το πρόγραμμά τους για το μέλλον της χώρας, έχοντας ήδη πίσω τους ένα παρελθόν διακυβέρνησης που δίνει σαφές στίγμα τόσο της πολιτικής τους κατεύθυνσης, όσο όμως και της προσωπικότητας καθενός από τους δύο.

Η πρώτη βασική διαφορά λοιπόν μεταξύ Τσίπρα και Μητσοτάκη είναι ότι αναφερόμενοι στο πρόγραμμά τους για το μέλλον της χώρας, ο μεν πρώτος μιλούσε με το «εμείς», ενώ ο δεύτερος με το «εγώ».

Ads

Η διαφορά αυτή, αν και ανάγεται στην παιδεία και τη διαμόρφωση του χαρακτήρα καθενός εκ των δύο, έχει σαφές πολιτικό αποτύπωμα. Καθώς εξηγεί την οίηση, την υπεροψία, την αλαζονεία και τον αυταρχισμό με τα οποία κυβερνά η ΝΔ και ο ίδιος ο Μητσοτάκης τα τελευταία 3 και κάτι χρόνια, έναντι της σεμνότητας, της λαϊκότητας, της προσήνειας και της φιλικότητας με τον πολίτη με τα οποία πολιτεύεται ο ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα.

Η δεύτερη μεγάλη διαφορά μεταξύ των δύο, αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο ο καθένας προσπαθεί να παρουσιάσει το δικό του πρόγραμμα και να εμφανίσει τη δική του υπεροχή.

Ο μεν Μητσοτάκης επικαλούμενος δογματικά τον φόβο της ακυβερνησίας, του χάους και της μη σταθερότητας στο ενδεχόμενο που ο ίδιος δεν θα είναι πρωθυπουργός, απευθύνεται στο θυμικό των φοβισμένων και καθημαγμένων πολιτών.

Ενώ αντίθετα ο Τσίπρας, επιστρατεύοντας την πειθώ του ορθού λόγου και τη δύναμη των επιχειρημάτων, τεκμηριώνει την ανάγκη μιας ευρύτερης προοδευτικής κυβέρνησης που θα αποκαταστήσει τη Δημοκρατία και τη Δικαιοσύνη παντού.

Χαρακτηριστικά της παρουσίας των δύο διεκδικητών της κυβέρνησης ήταν τα εκλογικά διλήμματα που έθεσαν προς τους πολίτες.

Με κυρίαρχο δίλημμα το «Σταθερότητα ή Χάος», ο Μητσοτάκης απευθύνθηκε με αλαζονεία στα αισθήματα φόβου των πολιτών, απειλώντας με ακυβερνησία στο ενδεχόμενο δικής του απουσίας από την κυβέρνηση. Προσπερνώντας εντέχνως το βαθύ τραύμα που η δική του διακυβέρνηση έχει επιφέρει στη Δημοκρατία και στο κράτος δικαίου, όπως σύσσωμος ο διεθνής τύπος, οι Βρυξέλλες, η αντιπολίτευση, αλλά και μέρος της συμπολίτευσης επιμένουν να υποστηρίζουν.

Αντίθετα ο Τσίπρας, με το δίλημμα «Δημοκρατία ή Ολοκληρωτισμός» και με το σύνθημα «Δικαιοσύνη παντού», επανέφερε στην πολιτική συζήτηση την ανάγκη αποκατάστασης των δημοκρατικών θεσμών και του κράτους δικαίου που έχουν πληγεί από το σκάνδαλο των υποκλοπών, αλλά και από την αντιστροφή του σκανδάλου NOVARTIS από σκάνδαλο διαφθοράς διεθνώς αναγνωρισμένο ακόμη και από την ίδια την πολυεθνική εταιρεία, σε σκευωρία κατά της κυβέρνησης Μητσοτάκη.

Η τρίτη κεφαλαιώδης διαφορά μεταξύ των δύο αφορά ασφαλώς στην οικονομική τους πολιτική. Και πιο συγκεκριμένα στον τρόπο με τον οποίο εξήγγειλαν ότι θα απαντήσουν στην ενεργειακή κρίση και στην απειλή της ενεργειακής φτώχειας τον επερχόμενο χειμώνα.

Ο μεν Μητσοτάκης, υποσχόμενος όχι την αντιμετώπιση της ακρίβειας, ούτε την καταπολέμηση της αιτίας της κρίσης, που είναι η αισχροκέρδεια και η κερδοσκοπία από πλευράς μιας ολιγοπωλιακής αγοράς, υποσχέθηκε να λύσει το πρόβλημα με τη γνωστή μέθοδο των επιδομάτων. Με την οποία δεν κερδίζει ο πολίτης, αλλά οι κερδοσκοπικές ενεργειακές επιχειρήσεις. Και με την οποία βεβαίως δεν λύνονται τα προβλήματα ούτε της ακρίβειας, ούτε και του πληθωρισμού.

Η λύση που εξήγγειλε ο Τσίπρας, αντίθετα, επιβάλλει δομικές αλλαγές στον τομέα της ενεργειακής αγοράς και γι’ αυτό αντιμετωπίζει ριζικά το πρόβλημα της ακρίβειας και των ανατιμήσεων.

Η αποσύνδεση των τιμών των εγχώριων ενεργειακών πηγών από την τιμή του πανάκριβου φυσικού αερίου, η αλλαγή της λειτουργίας του Χρηματιστηρίου Ενέργειας, το ανώτατο όριο 5% στα κέρδη των ενεργειακών επιχειρήσεων, η αποκατάσταση του δημόσιου χαρακτήρα της ΔΕΗ, η φορολόγηση των υπερκερδών των παραγωγών της ενέργειας και η μείωση της φορολογίας των καυσίμων και των ειδών πρώτης ανάγκης στο χαμηλότερο συντελεστή, αποτελούν εγγύηση για τη θεσμοθέτηση κανόνων στη λειτουργία της ολιγοπωλιακής ενεργειακής αγοράς, με περιορισμό των υπερκερδών των επιχειρήσεων και πολλαπλά οφέλη για τους καταναλωτές.

Ο κοινωνικός χαρακτήρας της οικονομικής πολιτικής του Τσίπρα αφενός μεν αντιμετωπίζει τη ρίζα του κακού, αποκαθιστώντας τις κερδοσκοπικές στρεβλώσεις της ενεργειακής αγοράς και αφετέρου προστατεύει τους πολίτες από την ακρίβεια και την αισχροκέρδεια. Σε πλήρη αντίθεση με την επιδοματική πολιτική Μητσοτάκη που επιδοτεί τους κερδοσκόπους και συντηρεί την αισχροκέρδεια, χωρίς να λύνει το πρόβλημα της ακρίβειας και του πληθωρισμού.

Ο Αλέξης Τσίπρας και ο Κυριάκος Μητσοτάκης εκπροσωπούν δύο διαφορετικούς κόσμους και γι’ αυτό θα μπορούσαν να είναι παραδείγματα σε μάθημα συγκριτικής πολιτικής επιστήμης στο πανεπιστήμιο.

Καθώς αυτά που εκπροσωπούν εμφανίζουν όλες τις διαφορές που μπορεί να έχουν μια προοδευτική και αριστερή πολιτική από τη μια, έναντι μιας συντηρητικής και δεξιάς πολιτικής από την άλλη. Μια πολιτική με δημοκρατικό χαρακτήρα αφενός, έναντι μιας αυταρχικής πολιτικής αφετέρου.
Εντέλει μια πολιτική με κοινωνική ευαισθησία, έναντι μιας νεοφιλελεύθερης οικονομικά πολιτικής, που έχει το βλέμμα στραμμένο όχι στην κοινωνία, αλλά στα υπερκέρδη μιας οικονομικής ελίτ.

Με δυο λόγια ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η ΝΔ εκπροσωπούν μια παρωχημένη πολιτική, την πολιτική της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης που καταδικάστηκε διεθνώς οριστικά και αμετάκλητα, καθώς οδήγησε σε μεγάλες ανισότητες και σε εκτεταμένη φτώχεια.

Ο Αλέξης Τσίπρας από την άλλη εκπροσωπεί μια προοδευτική πολιτική με κοινωνικό πρόσωπο, μια πολιτική που αποκαθιστά το ρυθμιστικό ρόλο του κράτους, περιορίζοντας τον κερδοσκοπικό χαρακτήρα των ανεξέλεγκτων αγορών. Μια πολιτική επίκαιρη και αναγκαία για την αντιμετώπιση των κρίσεων, στην οποία προσχωρούν σήμερα όλα τα ευρωπαϊκά κράτη, ανεξαρτήτως πολιτικής και ιδεολογικής κατεύθυνσης. Όπως η Γαλλία του αποκαλούμενου και «προέδρου των πλουσίων» Μακρόν, αλλά και η Γερμανία του σοσιαλδημοκράτη Σολτς.

Με δυο λόγια στην ανατολή ενός νέου κόσμου, η διαφορά των δύο είναι η διαφορά της μέρας με τη νύχτα. Ο μεν Τσίπρας εκπροσωπεί τη μέρα που ανατέλλει, ενώ ο Μητσοτάκης τη νύχτα που δίνει τη σκυτάλη στο φως της ημέρας.