Οποιαδήποτε είδηση αφορά τον κορυφαίο ποδοσφαιριστή του κόσμου, αυτομάτως αποκτά ενδιαφέρον για τα εκατομμύρια των φίλων της στρογγυλής θεάς ανά τον κόσμο. Όταν δε το θέμα είναι η αποχώρηση του Αργεντινού από την Μπαρτσελόνα, τότε πλέον  είναι δεδομένα η πρώτη είδηση και η αγωνία φτάνει στο κατακόρυφο.

Ads

Μετά την χθεσινή δήλωση του παίκτη ότι παραμένει στην Βαρκελώνη, το σήριαλ λαμβάνει τέλος προς το παρόν, αλλά είναι βέβαιο πως θα επανέρχεται κάθε φορά που η Μπάρτσα θα έχει αγωνιστικά προβλήματα, ή ο Μέσι δεν θα αποδίδει σύμφωνα με τις δυνατότητες του και τις προσδοκίες των  φίλων της ομάδας.

Πολλοί εντυπωσιάζονται από τα απίστευτα ποσά που εισπράττουν οι σούπερ σταρ του ποδοσφαίρου. Έντονο προβληματισμό και διχογνωμίες δημιουργεί επίσης και η δυνατότητα των ομάδων να τους κρατούν δέσμιους, με υπέρογκες ρήτρες στα συμβόλαια που καθιστούν απαγορευτική την ενδεχόμενη μεταγραφή τους.

Υποστηρίζεται από μία μερίδα φίλων του αθλήματος ότι είναι άδικο και παράλογο να μπορούν οι ομάδες να δεσμεύουν τους παίκτες, βάζοντας τους ρήτρες οικονομικών ανταλλαγμάτων, αν θέλουν να κάνουν μεταγραφή πριν εκπνεύσει το συμβόλαιο τους.

Ads

Κατ’ αρχήν η ρήτρα αποδέσμευσης (release clause) είναι ουσιαστικά ένας όρος στο συμβόλαιο ενός ποδοσφαιριστή με την ομάδα του, που ορίζει την διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί, εφόσον μια άλλη ομάδα ενδιαφέρεται να αποκτήσει τον συγκεκριμένο παίκτη. Μέσω αυτού του όρου προσδιορίζεται το ακριβές χρηματικό ποσό που πρέπει να καταβληθεί στον σύλλογο από οποιονδήποτε ενδιαφερόμενο, προκειμένου να απελευθερωθεί ο ποδοσφαιριστής από το τρέχον συμβόλαιό του.

Ο σκοπός μίας ρήτρας είναι διττός. Πρώτον, εφόσον αυτή κινείται σε σχετικά υψηλά επίπεδα, αποθαρρύνει τους επίδοξους μνηστήρες από την προσπάθεια να αποκτήσουν τον ποδοσφαιριστή, με την προϋπόθεση βέβαια ότι η ομάδα του δεν επιθυμεί να τον πουλήσει και άρα δεν φαίνεται διατεθειμένη να μπει σε διαπραγματεύσεις. Και δεύτερον, “δένει” τον παίκτη με την ομάδα και τον αποτρέπει από το να κάνει οποιαδήποτε τυχόν σκέψη περί μη τήρησης του συμβολαίου του.

Συνήθως, οι μεγάλοι ποδοσφαιρικοί σύλλογοι θέτουν τις ρήτρες σε πιο υψηλά επίπεδα από την εκτιμώμενη χρηματιστηριακή αξία των ποδοσφαιριστών, ώστε να έχουν μια σχετική ασφάλεια και προστασία, τόσο από την πλευρά της αποθάρρυνσης των απανταχού ενδιαφερόμενων, όσο και από εκείνη της εισροής στα ταμεία τους μιας “βαρβάτης” αποζημίωσης, εφόσον κάποιος αποφασίσει να ενεργοποιήσει τη ρήτρα.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το ύψος της ρήτρας του Κριστιάνο Ρονάλντο στη Γιουβέντους, που φτάνει το ένα δισεκατομμύριο ευρώ, όσο είναι και του Καρίμ Μπενζεμά της Ρεάλ Μαδρίτης. Ακολουθούν οι Λιονέλ Μέσι (Μπαρτσελόνα) με 700 εκατομμύρια ευρώ και οι Ίσκο, Ασένσιο (Ρεάλ) με το ίδιο ποσό.

Κάτι τέτοιο, ωστόσο, δεν συμβαίνει στις μικρότερου βεληνεκούς ομάδες. Οι ποδοσφαιριστές, προτού υπογράψουν, έχουν την τάση να ζητούν και συνήθως να πετυχαίνουν, την τοποθέτηση στα συμβόλαιά τους ρητρών σχετικά χαμηλών, με το μυαλό στη μελλοντική διευκόλυνσή τους να αποχωρήσουν από εκεί για να συνεχίσουν την καριέρα τους σε κάποιον μεγαλύτερο σύλλογο, που θα καλύπτει πληρέστερα τις φιλοδοξίες τους, είτε αυτές εκφράζονται σε κατάκτηση τροπαίων, σε αυξημένο μισθό, σε καλύτερες συνθήκες και καλύτερο περιβάλλον εργασίας, σε αυξημένο ανταγωνισμό κ.ο.κ.

Από τη μία οι ομάδες κάνουν τον προγραμματισμό τους, όμως μπορούν να πουλήσουν όποτε θέλουν έναν παίκτη και πολλές φορές μάλιστα τον πιέζουν για αυτό. Από την άλλη οι παίκτες είναι εκείνοι, που πολλές φορές είτε για οικονομικούς είτε για αγωνιστικούς λόγους πιέζουν για την μεταγραφή τους. Όλα είναι στο παιχνίδι, αρκεί να μην ξεπερνιούνται τα όρια είτε από τη μία είτε από την άλλη πλευρά. Άλλοι παίρνουν το μέρος του ενός άλλοι του άλλου, όμως όπως ισχύει συνήθως, η λύση είναι κάπου στη μέση.

Όταν ένας παίκτης κάνει σαματά για να φύγει δεν αρέσει σε πολλούς, όμως το ίδιο «τρομοκρατικό» είναι και όταν η διοίκηση αποφασίζει να «κρεμάσει» το δελτίο του και να τον στείλει στις εξέδρες από την στιγμή που δεν υπολογίζεται. Η γραμμή είναι πολύ λεπτή και το αποτέλεσμα σχεδόν πάντα άσχημο και για τις δύο πλευρές όταν φτάνουν στα άκρα.

Ένα άλλο ζήτημα είναι αυτό με τους δανεικούς ή τα «έμψυχα ανταλλάγματα» που δίνουν οι ομάδες για να αποκτήσουν έναν ποδοσφαιριστή και ουσιαστικά καλύπτουν την διαφορά στις οικονομικές απαιτήσεις της άλλης πλευράς. Εδώ στις περισσότερες περιπτώσεις ο παίκτης που του ζητάει η ομάδα του να πάει είτε με μεταγραφή, ή ως δανεικός για να ολοκληρωθεί το «ντιλ», δεν έχει επιλογές. Αν αρνηθεί να υπακούσει θα τεθεί εκτός ομάδας και γενικώς θα είναι «στοχοποιημένος»  από την διοίκηση.

Και αν τα πράγματα είναι δύσκολα για παίχτες που θέλουν την ελευθερία επιλογής ομάδας όπως ο Μέσι, που στο κάτω-κάτω έχει πλουτίσει από το ποδόσφαιρο και μπορεί να προστατεύσει τον εαυτό του έχοντας στρατιές από δικηγόρους, αλλά και εκατομμύρια οπαδούς που τον στηρίζουν, τότε τι να πουν χιλιάδες ποδοσφαιριστές από την Αφρική και την Λ. Αμερική που στην καλύτερη περίπτωση έχουν έναν υποτυπώδη μισθό, στην χειρότερη κυριολεκτικά λιμοκτονούν.

Από την δεκαετία του 90 και εντεύθεν έχουμε μαζικές οι εισροές ποδοσφαιριστών από την Αφρική και την  Λατινική Αμερική, στην Ευρώπη κυρίως, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένα πραγματικό σκλαβοπάζαρο και trafficking ποδοσφαιριστών, με δεδομένο ότι κάποιοι λίγοι έκαναν μεγάλη καριέρα σε κορυφαίες ομάδες, λίγο περισσότεροι έπαιξαν και καλυτέρεψαν τη ζωή τους σε δεκάδες μικρομεσαίους συλλόγους και η πλειοψηφία βρέθηκε στο δρόμο, σε ξένες χώρες, χωρίς χρήματα και άδεια παραμονής αφού οι επιτήδειοι «μάνατζερς» τους παράτησαν.

Σχολεία αρκετά δεν υπάρχουν σε πολλές αφρικανικές χώρες. Ποδοσφαιρικές ακαδημίες, όμως, για εκκολαπτόμενους αστέρες, ξεφυτρώνουν παντού σαν τα μανιτάρια. Οι μαύροι ποδοσφαιριστές είναι περιζήτητοι από ευρωπαϊκούς συλλόγους για τρεις κυρίως λόγους: έχουν εξαιρετικές τεχνικές ικανότητες, η σωματική τους διάπλαση είναι ασύγκριτη (δύναμη, ταχύτητα, αντοχή) και είναι και πολύ φτηνοί.

Οι ακαδημίες ποδοσφαίρου πουλάνε πολλή ελπίδα στα φυντάνια τους. Στα αποδυτήρια υπάρχουν φωτογραφίες διάσημων παικτών από την Αφρική που διαπρέπουν στην Ευρώπη (Ντρογκμπά, Εσιέν, Ετό, Μανέ και άλλοι) και από κάτω η φράση «μπορείς να γίνεις και εσύ σαν αυτούς».

Οι ιδιοκτήτες αυτών των «ακαδημιών» είναι συνήθως και οι μάνατζερ των μαθητών τους. Όταν έρθει η κατάλληλη ευκαιρία, τους πουλάνε σε ευρωπαϊκούς συλλόγους, με γενναία γι’ αυτούς ποσοστά και ακόμα πιο γενναία μπόνους στην περίπτωση που ένα από τα παιδιά κάνει μεγάλη μετεγγραφή.

Χιλιάδες νεαροί Αφρικανοί παίκτες καταλήγουν σε μετριότατες ποδοσφαιρικά αγορές της Ευρώπης, μία από τις οποίες είναι και η δική μας, εδώ στην Ελλάδα. Εάν επιτύχουν σ’ αυτές, ίσως ανοίξει τότε μια χαραμάδα για κάτι καλύτερο. Εάν αποτύχουν, ο επόμενος προορισμός «είναι η σκληρή ασιατική αγορά, κυρίως η Ταϊλάνδη, ή ο δρόμος και η επαιτεία».

Πριν από περίπου 20 χρόνια, η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ σημείωνε σε έκθεσή της ότι «δημιουργείται στην Ευρώπη ένα σύγχρονο σκλαβοπάζαρο Αφρικανών ποδοσφαιριστών».

Στο Βέλγιο, ο πολιτικός Ζαν-Μαρί Ντεντεκέρ διερεύνησε τις ιστορίες 442 Νιγηριανών παικτών που μετανάστευσαν σε ευρωπαϊκούς συλλόγους και βρήκε ότι «πολλοί από αυτούς κατέληξαν στους δρόμους και την πορνεία».

Να σημειωθεί πως με βάση τα στοιχεία που υπάρχουν από 4 έως 5.000 ευρώ υπολογίζεται το ποσό που αποσπούν οι επιτήδειοι από τις οικογένειες των Αφρικανών (για βίζες εισιτήρια) που θέλουν για το παιδί τους μία καλύτερη ζωή, ενώ 2 στους 10 υπολογίζεται πως έχουν την τύχη να βρεθούν ξαφνικά από τους δρόμους της Αφρικής σε ομάδα της Ευρώπης. Οι υπόλοιποι οκτώ εξαπατούνται. Πολλοί από αυτούς αισθάνονται πάρα πολύ ντροπιασμένοι για να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Θεωρούν πως αυτοί έχουν κάνει το έγκλημα και δεν μπορούν να αντικρίσουν τους συγγενείς τους. Άλλοι δεν επιστρέφουν λόγω έλλειψης χρημάτων αλλά και διαβατηρίου.

Κάπως καλύτερα είναι τα πράγματα με ποδοσφαιριστές από την Λ. Αμερική, όπου εκεί κυρίως άνθισε (και ακόμη ανθεί με διάφορα νομικά παραθυράκια), το φαινόμενο της λεγόμενης «ιδιοκτησίας τρίτης πλευράς», γνωστής ως ΤΡΟ.

Η ιδιοκτησία τρίτης πλευράς στο ποδόσφαιρο (TPO) είναι η ιδιοκτησία των οικονομικών δικαιωμάτων ενός αθλητή από τρίτη πλευρά. Η τρίτη πλευρά, – η οποία μπορεί να είναι ένας εκπρόσωπος ποδοσφαιριστών, ένα πρακτορείο αθλητικής διαχείρισης, μια εταιρεία, επενδυτές όπως ένα hedge-fund ή ένας μόνο επενδυτής -, “κατέχει την ιδιοκτησία του συνόλου ή μέρους των οικονομικών δικαιωμάτων ενός ποδοσφαιριστή”. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όταν ένας ποδοσφαιριστής πωλείται, η TPO και όχι ο ποδοσφαιρικός σύλλογος, επωφελείται από τα τέλη της μεταγραφής και τα τέλη διαπραγμάτευσης συμβολαίου. Σημειώστε ότι αυτό διαφέρει από τη συνιδιοκτησία στο ποδόσφαιρο, όπου τα δικαιώματα μεταγραφής ενός αθλητή μοιράζονται μεταξύ δύο συλλόγων.

Η πρακτική έχει χρησιμοποιηθεί ευρέως στο ποδόσφαιρο της Νότιας Αμερικής, ιδιαίτερα σε χώρες όπως η Βραζιλία και η Αργεντινή, με ένα σύστημα παικτών, συλλόγων, πρακτόρων, ομάδων και επενδυτών. Συνδέεται με ποδοσφαιρικούς συλλόγους με μικρές οικονομικές επιλογές, που αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες και μερικές φορές είναι αφερέγγυες. Μέχρι το 2007, η ιδιοκτησία τρίτης πλευράς είχε γίνει κοινή πρακτική στο ποδόσφαιρο στην Πορτογαλία, την Ισπανία και τη Ρωσία.

Σύμφωνα με ένα άρθρο της The Guardian το 2007, επιχειρηματίες ή άλλοι επενδυτές αγοράζουν μερίδια των οικονομικών δικαιωμάτων των νεαρών παικτών και συχνά καλύπτουν το κόστος της προπόνησης και της διαμονής τους. Σε αντάλλαγμα δικαιούνται ένα ποσοστό των τελών μελλοντικής μεταγραφής του παίκτη.Ένα άρθρο της Daily Mirror το 2016, εξήγησε πώς οι ιδιοκτήτες τρίτης πλευράς μπορούν είτε να αγοράσουν ένα ποσοστό των “οικονομικών δικαιωμάτων” ενός παίκτη από το σύλλογο, είτε να αγοράσουν ακόμη και το συμβόλαιο ενός παίκτη. Η κατοχή του συμβολαίου επιτρέπει στον ιδιοκτήτη τρίτης πλευράς να αυξάνει τα κέρδη του κάνοντας προσωρινή “στάθμευση ενός παίκτη” σε έναν σύλλογο, έως ότου εκτιμηθεί η αξία του παίκτη, οπότε πωλείται σε άλλο σύλλογο και ο εκπρόσωπος κερδίζει ένα ποσοστό των τελών μεταγραφής.

Τον Απρίλιο του 2015, η FIFA ανακοίνωσε την απαγόρευση της ιδιοκτησίας από τρίτες πλευρές και απαγόρευσε σε συλλόγους ή αθλητές να συνάπτουν συμφωνίες οικονομικών δικαιωμάτων με επενδυτές τρίτης πλευράς. Η απαγόρευση τέθηκε σε ισχύ την 1η Μαΐου 2015. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ανακοίνωσε επίσης μια παρόμοια απαγόρευση στον ευρωπαϊκό αθλητισμό στις 11 Νοεμβρίου 2015, μετά τη θέσπιση του άρθρου 136 του Κανονισμού του Κοινοβουλίου. Σε γραπτή δήλωσή του, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δηλώνει ότι η ιδιοκτησία από τρίτε πλευρές αυξάνει την ανησυχία για την ακεραιότητα των διοργανώσεων και εισάγει κινδύνους εγκληματικών δραστηριοτήτων στον αθλητισμό.

Παρόλα αυτά σχεδόν πάντα το πάνω χέρι το έχουν οι ομάδες που αναλόγως χρησιμοποιούν θεμιτά ή αθέμιτα μέσα για να επιβληθούν στους παίκτες. Ιδιωτικά συμφωνητικά, εκφοβισμοί και εκβιασμοί, ψεύτικα συμβόλαια (άλλα γράφουν ως αποδοχές και όρους κι άλλα ισχύουν), μη καταβολή έστω και ελάχιστου μισθού, ενίοτε μπράβοι και ξυλοδαρμοί κλπ.

Δυστυχώς πίσω από την λαμπερή πλευρά του αθλητισμού, τους σταρ, τις μεγάλες επιδόσεις και τα ρεκόρ, πάντα υπάρχουν οι αποκρουστικές ιστορίες εκμετάλλευσης και απόκρυψης μίας ζοφερής πραγματικότητας, αυτής των χιλιάδων «ανώνυμων» των σπορ που τα φώτα της δημοσιότητας δεν θα στραφούν ποτέ πάνω τους.