Φάιναλ φορ του μπάσκετ (προχθές και σήμερα) και πάλι στο παρισινό Παλέ ντε Μπερσί.

Ads

Του Φ. Συρίγου από την Ελευθεροτυπία, 9/5/2010

Οπως το ’91, όταν η περίφημη Γιουγκοπλάστικα έκλεινε τον τριετή κύκλο της με το πιο μεγάλο, το πιο απίστευτο κατόρθωμά της. Οπως το 2001, όταν ο Παναθηναϊκός έχανε από την Μακάμπι τον μοναδικό τελικό από τους 6 που έχει πάρει μέρος. Και, κυρίως, όπως το ’96, όταν σ’ αυτό το γήπεδο ο Παναθηναϊκός του Μάλκοβιτς, του Ντομινίκ Γουίλκινς, του Βράνκοβιτς, (αλλά και του Γιαννάκη…) κέρδιζε το πρώτο ελληνικό τρόπαιο και ταυτόχρονα έβαζε τα θεμέλια για την μετέπειτα ευρωπαϊκή κυριαρχία του, με άλλους τέσσερις τίτλους!

Το φάιναλ φορ του ’96, λοιπόν, σημαδεύτηκε από την τάπα του Βράνκοβιτς στο λέι απ του Μοντέρο, ελάχιστα δευτερόλεπτα πριν τη λήξη, χάρη στην οποία ο Παναθηναϊκός νίκησε την Μπαρτσελόνα. Για την ακρίβεια, την αντικανονική τάπα του Βράνκοβιτς, αφού, κατά γενική ομολογία, πριν ο κροάτης γίγαντας σταματήσει την πορεία της μπάλας προς το «πράσινο» καλάθι, αυτή είχε χτυπήσει στο ταμπλό, γεγονός που απαγόρευε οποιαδήποτε παρέμβαση.

Ads

Αυτή όμως είναι μόνο η μισή αλήθεια σε σχέση με εκείνο τον δραματικό τελικό. Την άλλη μισή ελάχιστοι την πήραν είδηση και γι’ αυτό, τελικά, η ιστορία γράφτηκε με λάθος τρόπο. Ενας από τους υπεύθυνους γι’ αυτή την παραχάραξη ήμουν κι ελόγου μου, γιατί ενώ ήμουν ο μόνος έλληνας δημοσιογράφος που πήρε είδηση τι ακριβώς είχε γίνει, κράτησα την αλήθεια για τον εαυτό μου. Για να κάνω γκάφα στους συναδέλφους. Κι έτσι η πραγματικότητα δεν πήρε τις διαστάσεις που θα έπρεπε.

Ας ξαναθυμηθούμε όμως την ιστορία, που για τους περισσότερους πρέπει να είναι άγνωστη: 36 δεύτερα πριν το τέλος, ο Παναθηναϊκός, που κέρδιζε με έναν πόντο, ξεκίνησε την τελευταία του επίθεση, υπό την ασφυκτική πίεση των παικτών της Μπαρτσελόνα, οι οποίοι ήθελαν να κερδίσουν την κατοχή της μπάλας για να πετύχουν το νικητήριο καλάθι. Προς το τέλος της επίθεσης, ο Γιαννάκης (ίσως και μετά από φάουλ που δεν σφυρίχτηκε…) έχασε τον έλεγχο της μπάλας, που κύλησε διεκδικούμενη προς την κεντρική γραμμή του γηπέδου.

Την ώρα που ο Μοντέρο έγινε κάτοχος της μπάλας το χρονόμετρο των 30 δευτερολέπτων (τόσος ήταν τότε ο χρόνος επίθεσης, που αργότερα μειώθηκε σε 24”) είχε μηδενιστεί, το δε χρονόμετρο του αγώνα είχε σταματήσει στα 6 δεύτερα, πράγμα που σήμαινε ότι η επίθεση του Παναθηναϊκού είχε λήξει πριν αλλάξει η κατοχή της μπάλας. Ουδείς όμως το είχε αντιληφθεί, γιατί κατά έναν ανεξήγητο τρόπο δεν ήχησε η κόρνα που ειδοποιεί για το τέλος της επίθεσης, πότε να διακοπεί το παιχνίδι και να ξαναρχίσει με επαναφορά της μπάλας από τα πλάγια.

Με σταματημένο, λοιπόν, το χρονόμετρο ο Μοντέρο άρχισε να τρέχει προς το καλάθι του Παναθηναϊκού για το νικητήριο λέι απ. Ταυτόχρονα ο Στόγιαν Βράνκοβιτς, ο γίγαντας των 2,17 μ., ξεκινούσε μια ξέφρενη κούρσα, για να προλάβει και να αποτρέψει το μοιραίο. Στο δρόμο του, μάλιστα, τσαλαπάτησε τον συμπαίκτη του Τζον Κόρφα, γεγονός που είχε ως συνέπεια να φτάσει με ένα κλικ καθυστέρηση. Η σωτήρια για τον Παναθηναϊκό παρέμβασή του ήταν αντικανονική, αλλά οι διαιτητές δεν το κατάλαβαν. Το έδειξε αμέσως μετά η γαλλική τηλεόραση, την οποία επικαλέστηκε στην ένσταση που κατέθεσε η Μπαρτσελόνα, αλλά το αποτέλεσμα δεν άλλαξε. Παρέμεινε, όπως άλλωστε παρέμειναν και οι εντυπώσεις με βάση τις οποίες ο Παναθηναϊκός τάχα έκλεψε τη νίκη από την Μπαρτσελόνα…

Ουδέν το αναληθέστερον. Γιατί, αν όλα γίνονταν με το νόμο, η Μπαρτσελόνα θα έπρεπε να κάνει επίθεση 6 δευτερολέπτων απέναντι σε οργανωμένη άμυνα, οπότε δεν θα είχε την ευκαιρία ενός λέι-απ. Και επιπλέον, μπάσκετ με σταματημένο χρονόμετρο δεν παίζεται. Ο,τι έγινε ήταν λοιπόν άκυρο. Σαν να μην έφθαναν, όμως, όλα αυτά, μετά την τάπα του Βράνκοβιτς, η πανικόβλητη γραμματεία του αγώνα έθεσε σε λειτουργία το χρονόμετρο, γεγονός που είχε ως συνέπεια να κάνει νέα επίθεση η Μπαρτσελόνα, που όμως και αυτή αστόχησε.

Το αλαλούμ ήταν πλήρες. Η Μπαρτσελόνα φώναζε για κλοπή, ο Παναθηναϊκός προσπαθούσε να αμυνθεί χωρίς να ξέρει ότι επί της ουσίας πήγαν να τον ληστέψουν και η γραμματεία που τα είχε κάνει θάλασσα, μάζεψε τα βρεγμένα της και κρύφτηκε.

Μετά τη συνέντευξη τύπου είπα ό,τι είχα καταλάβει στον Μάλκοβιτς, κι αυτός έμεινε κατάπληκτος, με το στόμα ανοιχτό! Λίγο αργότερα οι περισσότεροι έλληνες δημοσιογράφοι πήγαμε στην Οπερά για φαγητό. Ολοι μιλούσαν για την τάπα του Βράνκοβιτς. Στην Αθήνα η ώρα ήταν πια περασμένες 2.00, οι εφημερίδες είχαν κλείσει. Τους είπα το κομμάτι του έργου που δεν είχαν δει. Πρώτα κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και μετά κοίταξαν τα ρολόγια τους, αλλά ήταν πια αργά…

«Καλή Ανάσταση να ‘χουμε φίλοι μου», τους είπα και σήκωσα το ποτήρι μου. Ξημέρωνε Μεγάλο Σάββατο, αλλά το κέφι είχε χαθεί. «Πάντα τέτοια» πετάχτηκε κάποιος, αλλά ειλικρινά δεν κατάλαβα με ποιο νόημα.