Βρεθήκαμε πρόσφατα σε μια χώρα, στη Μιανμάρ, που θέλει να αλλάζει συνεχώς το προφίλ της, την ταυτότητά της. Αλλάζει όνομα, άλλαξε πρωτεύουσα, άλλαξε παλιότερα τον τρόπο οδήγησης, αλλάζει δικτατορίες, περνάει από τη στρατοκρατική μετά-αποικιακή σοσιαλιστική, στη βραχύβια και εύθραυστη δημοκρατία και …πάλι πίσω στους στρατηγούς!

Ads

Ο τοπικός ξεναγός, από τη μια χαίρεται που επανεμφανίζονται δειλά δειλά κάποια γκρουπ, από την άλλη, πιο εμπιστευτικά, πιο χαμηλόφωνα, προειδοποιεί από την πρώτη μέρα για τις τοπικές ιδιαιτερότητες:

Καλό είναι να μην βγαίνετε τα βράδια, δεν έχουμε επίσημα απαγόρευση κυκλοφορίας, αλλά έτσι κι αλλιώς δεν κυκλοφορεί κανένας. Μπορεί να υπάρχουν διακοπές ρεύματος. Στους δρόμους έχει μπλόκα. Σε πολλά σημεία κυκλοφορούν αστυνομικοί με πολιτικά, η τουριστική αστυνομία με παίρνει συνεχώς τηλέφωνα για το πού είμαστε, πού πάμε.

Όλα αυτά, από τα λόγια ενός μορφωμένου ντόπιου, έως την άμεση αντίληψη της πραγματικότητας μάς κάνουν να αναρωτιόμαστε και να απορούμε.

Ads

Κι όμως όλα μοιάζουν τόσο φιλικά. Ο κόσμος χαίρεται που μας βλέπει. Μάλλον κανένας δεν φαίνεται να υποστηρίζει την τρέχουσα κατάσταση που έχει επιφέρει τη μήνι των δυτικών χωρών και τη τιμωρία της χώρας. Ούτε οι τουρίστες υποστηρίζουν αυτό το καθεστώς. Ούτε πηγαίνοντας εκεί το επικροτούν.

Το αντίθετο: πηγαίνουμε εκεί για να υποστηρίξουμε έναν πολύπαθο λαό. Για να μάθουμε και για να καταλάβουμε. Για να έχουμε γνώση και άποψη.

Όλα γύρω μας είναι απόλυτα γοητευτικά. Τα τοπία, η καθημερινότητα, οι θρησκευτικοί χώροι, οι μικροπωλητές, οι προσκυνητές, οι πλανόδιοι. Παραφωνία κάθε τόσο, στις εισόδους των πόλεων κι επαρχιών, τα αστυνομικά- στρατιωτικά μπλόκα: νεαροί με σαγιονάρες, χωρίς διακριτικά, με άλλοτε αλαζονικό και άλλοτε αφελές βλέμμα, ανοίγουν τις μπαγκαζιέρες να δουν και να ελέγξουν χωρίς να ξέρουν τι ψάχνουν. Πολλά λόγια και χαρτιά χωρίς ουσία. Μια λίστα με ονόματα και σφραγίδες αλλάζει συνεχώς χέρια. Κάποιοι από αυτούς τους χωρίς στολή φαντάρους μπαίνουν και στο πούλμαν απλά και μόνο για να διαπιστώσουν ότι είμαστε ξένοι. Ο θερμός χαιρετισμός στην τοπική γλώσσα λύνει κάθε παρεξήγηση ή υποψία. “Μινγκαλαμπάρ”.

Το οδοιπορικό μας περνάει από την υπέρλαμπρη παγόδα Σβενταγκόν. Αρχή του ταξιδιού με το καλύτερο αξιοθέατο. Ό,τι και να πιστεύει κανείς, ό,τι και να περιμένει, ό,τι και να έχει διαβάσει , μένει με το στόμα ανοιχτό. Μυσταγωγία στο φως του ηλιοβασιλέματος. Λουλούδια, καντήλια, αναρίθμητες μικρές στούπες και βωμοί, οικογένειες, μοναχοί…

Μοναχοί ντυμένοι στα μπορντό, μοναχές στα ροζ. Εμείς του λέμε “μοναχούς”. Στη γλώσσα τους τους λένε “σοφούς”… Όλοι κάτι ψέλνουν, προσφέρουν, προσεύχονται. Εκεί καταλαβαίνει ο επισκέπτης την βαθιά και ειλικρινή βουδιστική πίστη που χαρακτηρίζει τους κατοίκους σε ολόκληρη τη χώρα. Και αυτή συνοδεύεται με ευγένεια, με ανοχή, με συγκατάβαση και ταπεινοφροσύνη.

Από την πρωτεύουσα Γιαγκόν, πρώην Ραγκούν, όπου ξεχωρίζουν πολλά παρηκμασμένα αποικιακά κτίρια, όπου είναι εμφανείς οι αντιθέσεις, όπου δεν είναι λίγοι οι ζητιάνοι και οι φτωχοί δίπλα στα λαμπρά και ακριβά εμπορικά κέντρα – από αυτό το αστικό τοπίο αντιθέσεων, περάσαμε στην πάντοτε πιο ισορροπημένη επαρχία. Γιατί η επαρχία είναι ισορροπημένη; Γιατί βασίζεται στην αξία των προϊόντων, στη λογική της αυτάρκειας, στο αποτέλεσμα της δουλειάς και της παραγωγής. Στην πόλη αυτά χάνονται. Εκεί κυριαρχεί η παροχή υπηρεσιών και όταν έρχονται περίοδοι κρίσης, όπως η τρέχουσα, οι πιο αδύναμοι βρίσκονται στο δρόμο. Το ίδιο συμβαίνει και στα μέρη που ζουν από τον τουρισμό.

Αυτό το είδαμε ανάγλυφα όταν πήραμε το μικρό σκάφος από το Μανταλέι, στα κεντρικά της χώρας, παλαιά πρωτεύουσα, για να περάσουμε στην απέναντι όχθη του ποταμού. Σε εκείνα τα μέρη, εκεί που δεσπόζει η ημιτελής παγόδα Μινγκόν, ο κόσμος ζούσε από τον τουρισμό και είχε αφήσει τα χωράφια και τις άλλες δουλειές του. Εκεί μας περίμενε ένα πλήθος μικροπωλητών που μας συνόδευαν σε κάθε βήμα μας και στην κυριολεξία μας παρακαλούσαν να πάρουμε οτιδήποτε γιατί δεν είχαν άλλους πόρους. Κι όλα τα ζούσαμε και τα ακούγαμε, προσπαθώντας επίσης να φωτογραφίσουμε την τεράστια παγόδα, τα τούβλινα λιοντάρια που την πλαισίωναν, μια μεγάλη καμπάνα παραδίπλα, μια λευκή, υπέροχη παγόδα με κυματιστή διακόσμηση λίγο πιο μακριά. Και οι μικροπωλητές από δίπλα. Και οι φωνές τους να καλύπτουν τη φωνή του βραχνιασμένου ξεναγού. Η φτώχεια δίπλα σε μερικά ακατανόητα και υπερβολικά μνημεία ενός παρελθόντος ματαιόδοξου, που παρέδωσε τη χώρα στους Άγγλους 140 χρόνια πριν. Η ίδια η πόλη του Μανταλέι έχει να δείξει πολλά και ωραία : ανεπανάληπτο το μνημείο με ολόκληρη τη γραπτή παράδοση του βουδισμού σε 729 πλάκες μαρμάρου. Εντυπωσιακή η τάφρος της βασιλικής πόλης. Τόπος μακραίωνης και βαθιάς λατρείας το χρυσό άγαλμα του Βούδα Μαχαμούνι.

Ξεχωρίζει ένας ναός εξ ολοκλήρου φτιαγμένος από ξύλο, ξυλόγλυπτος, μοναδικός, έργο τέχνης. Μεταφέρθηκε αυτούσιος από το κοντινό παλάτι όταν ο γιος και διάδοχος θέλησε να ξορκίσει την αρρώστια και το θάνατο του πατέρα του. Ήταν τα τελευταία αδέξια βήματα μιας δυναστείας που έδινε σημασία στους θρησκευτικούς τύπους και τα μνημεία και δεν έβλεπε την επιβουλή και την εισβολή των Ευρωπαίων που πήραν τη χώρα στα χέρια τους με μια δοκιμασμένη πρακτική διείσδυσης και πολιτικής φθοράς. Αν διαβάσουμε την ιστορία των τριών αγγλοβιρμανικών πολέμων, από το 1824 ως το 1885, θα δούμε μια σειρά εξαπάτησης, πολιτικών ελιγμών και παρεκλυστικής πρακτικής. Πρώτα μια συνοριακή διαμάχη κοντά στην Ινδία και η επέμβαση για “προστασία του πληθυσμού” από το βασίλειο της Βιρμανίας. Ύστερα από μερικά χρόνια, μια ιδιωτική διένεξη και διαμαρτυρία, αφορμή που οδήγησε σε περαιτέρω διείσδυση των Άγγλων στους ποτάμιους δρόμους. Τέλος, επειδή το τοπικό βασίλειο “ζήτησε λογαριασμό” για την υπερεκμετάλλευση των δασών με ξύλο τικ, κι επειδή προσέγγισε τη Γαλλία, κατά παράβαση συμφωνιών και ορίων, οι Άγγλοι κατέλυσαν το βασίλειο το 1885, έστειλαν τον τελευταίο βασιλιά εξόριστο στην Ινδία και μπορούσαν να κάνουν πλέον ό,τι ήθελαν με τα δάση, με τους πόρους και το λαό της χώρας.

Η Βιρμανία – Μπούρμα, έγινε μέρος της βρετανικής Ινδίας και το 1937 η περιοχή αυτή ανακηρύχθηκε αυτόνομη αποικία. Τα σύνορά της κατά προσέγγιση, οι μειονότητες πολλές και μη αναγνωρισμένες, οι ορεινές περιοχές δυσπρόσιτες και αχαρτογράφητες. Αυτή η κατάσταση κληροδοτήθηκε σε μια εύθραυστη, ανεξάρτητη χώρα το 1948. Και από τότε έως και σήμερα, η Βιρμανία έχει πρόβλημα με τις μειονότητες στα σύνορά της. Ένα βρετανικός αποικιακος χάρτης του 1931 μας δείχνει αυτό ακριβώς. Οι Άγγλοι δεν είχαν άμεσο έλεγχο των παραμεθόριων περιοχών και ούτε τους ενδιέφερε προφανώς. Όσο έπαιρναν τους πόρους που ήθελαν, όσο τους εξυπηρετούσε το τραίνο και τους συνέφεραν οι μεταφορές και τα λιμάνια, όλα καλά. Όταν οι αποικία έγινε ασύμφορη, την άφησαν να γίνει ανεξάρτητη. Τα σύνορα όμως, τα τεχνητά αυτά σύνορα που οι Άγγλοι είχαν σχεδιάσει στους χάρτες τους έμελλε να γίνουν η μόνιμη πληγή μιας ασύνδετης χώρας. Αυτοί που ζουν κοντά στην Ταϊλάνδη, αυτοί που ζουν κοντά στην Ινδία και στο Μπαγκλαντές, όσοι ζουν κοντά στο Λάος και στην Κίνα, μιλούν άλλες γλώσσες, δεν έχουν σχέση με τη διοίκηση της πρωτεύουσας και νιώθουν διαχρονικά αποκλεισμένοι με αποτέλεσμα οι τάσεις να είναι μονίμως φυγόκεντρες. Πολλά από αυτά μας δίδαξε η ντε φακτο πρωτεύουσα Γιαγκόν και η παλιά πρωτεύουσα Μανταλέι.

Όσο για τη σημερινή επίσημη πρωτεύουσα, από το 2005, κάνεις δεν ξέρει πώς ακριβώς είναι, κανείς από τους επισκέπτες δεν την βλέπει. Πολιτικό δημιούργημα από το πουθενά, χωρίς χαρακτήρα, χωρίς στοιχεία πληθυσμού, με μερικές πρεσβείες και δημόσιες υπηρεσίες, αλλά στο περιθώριο κάθε κοινωνικής διαδικασίας, μακριά από οπουδήποτε. Το πιο σαφές κριτήριο για να καταλάβουμε τι είναι και πώς είναι αυτή η νέα πρωτεύουσα που ονομάζεται Ναπιντάου, είναι η απουσία πολιτικών πτήσεων για να πάει κανείς εκεί.

Το ταξίδι μας συνεχίστηκε και μετά το Μανταλέι, με τα απομεινάρια της τελευταίας δυναστείας κι ένα πολύ όμορφο ηλιοβασίλεμα πάνω από μια ξύλινη γέφυρα, διασχίσαμε μια σχετικά άνυδρη περιοχή, με ακανθώδη βλάστηση και μικρά αγροτικά – κτηνοτροφικά χωριά. Με κατεύθυνση νότια και δυτική γνωρίσαμε το περίφημο όρος Πόπα που φαίνεται από μακριά να δεσπόζει. Ο “Όλυμπος” της Βιρμανίας, έγραψαν κάποτε οι ταξιδευτές. Το λίκνο του τοπικού πολυθεϊσμού. Δεν ήταν όλοι ανέκαθεν βουδιστές στη Βιρμανία , υπήρχαν πάμπολλες λατρείες και Θεοί. Πρόσωπα υπαρκτά αλλά και πνεύματα, πρίγκιπες, πολεμιστές, νεράιδες και φαντάσματα. Ένα εκπληκτικό παράδειγμα θρησκευτικού συγκριτισμού που όχι μόνο δεν εξαλείφθηκε, αλλά αναγνωρίστηκε επίσημα από τους βασιλείς του Μπαγκάν, τον 11ο αιώνα, ως μέρος της επίσημης βουδιστικής πρακτικής. Γιατί όχι;

Το όρος Πόπα μας δίνει απλόχερα τα τεκμήρια αυτού του περίεργου θρησκευτικού δρόμου που εκφράζεται μέσα από 37 πνεύματα, τα λεγόμενα “Νατ”. Δεν τα βρίσκει κανείς μόνο εκεί, αλλά εκεί λατρεύονται συνολικά και μαζικά. 777 σκαλιά, ξυπόλητοι, με μικροπωλητές να μας καλούν, με χρωματιστούς βωμούς να μας αποσπούν, με εκατοντάδες πιθήκους να κοιτούν εμάς και τις τσάντες μας με λαχτάρα μήπως ξεφύγει κάτι το φαγώσιμο και για αυτούς. Παντού μικρά ιερά. Αγάλματα – ξόανα ντυμένα με πολύχρωμα μεταξωτά υφάσματα, φιγούρες απο τις οποίες κρέμονταν χαρτονομίσματα και τσιγάρα, Θεοί που πίνουν και καπνίζουν. Όλα τα ανθρώπινα πάθη και οι αδυναμίες, τα όνειρα και οι επιθυμίες, μια θρησκεία λαϊκή και ρεαλιστική, απλωμένη με κάθε τρόπο στην πλάγια ενός απότομου βράχου, μια ώρα μόλις μακριά από το κλασσικό και ιστορικό Μπαγκάν.

Η επόμενη στάση του οδοιπορικού μας ήταν μνημειώδης και πολύ σημαντική. Το Μπαγκάν υπήρξε μια πολιτεία με εκατοντάδες χιλιάδες κατοίκους στο απόγειό της, με σχεδόν δέκα χιλιάδες μικρά και μεγάλα θρησκευτικά κτίσματα από τα οποία σώζονται σήμερα περίπου 2000. Είναι ένα υπέροχο παράδειγμα ανάπτυξης μιας μητρόπολης με ακτινοβολία σε ένα μεγάλο κομμάτι της νοτιοανατολικής Ασίας. Ό,τι υπήρξε και το Ανγκορ Βατ στην Καμπότζη, ή το Χάμπι στην Κεντρική Ινδία. Για τρεις αιώνες περίπου, από τον 10ο έως τον 13ο, το Μπαγκάν κυριάρχησε, δάμασε κι εκμεταλλεύτηκε το νερό του μεγάλου ποταμού Ιραγουάντι, έστησε εμπορικούς δρόμους, έγινε κέντρο προσκυνήματος άρα κι εμπορίου, διατήρησε ένα ισχυρό θεοκρατικό βασίλειο μέχρι που, περίπου το 1287, καταλύθηκε από τη μογγολική δυναστεία της Κίνας που ήρθε πάνοπλη και άπληστη από το Βορρά. Την ίδια εκείνη εποχή του τέλους της ακμής πέρασε από το Μπαγκάν και ο Μάρκο Πόλο και περιέγραψε με τρόπο γλαφυρό τις αμέτρητες στούπες που ήταν καλυμμένες από χρυσό και ασήμι.

Το Μπαγκάν είναι κάτι το μοναδικό. Αμέτρητα κτίσματα παντού, συμμετρικές αρχιτεκτονικές γραμμές, ένα ζωντανό μάθημα χωροταξίας και γεωδαισίας. Κτίρια μελετημένα, ναοί που λειτουργούν ακόμα, τεχνητές λίμνες και αγροί, ένα μικρό σύγχρονο χωριό, η τουριστική πλευρά, οι άμαξες για να μας πάνε βόλτα… Κι ένα τσούρμο από χαρούμενους μικροπωλητές που επί δύο μέρες μας κρατούσαν συντροφιά και μας ζητούσαν να ψωνίσουμε. Πριν την πανδημία και πριν το πραξικόπημα του 2021, το Μπαγκάν δεχόταν μεγάλους αριθμούς από τουρίστες, αυτό είναι εμφανές από τον αριθμό ξενοδοχείων, καταστημάτων κι εστιατορίων που σήμερα υπολειτουργούν ελλείψει πελατείας. Τα δύο χιλιάδες ιστορικά κτίρια του Μπαγκάν μαρτυρούν και κάτι ακόμα. Οι απλοί κάτοικοι εκείνης της εποχής αλλά και του σήμερα ζούσαν και ζουν σε σπίτια από ψάθες και άχυρα, ξύλινα και φθαρτά. Όταν λοιπόν η μεγάλη πόλη παρήκμασε και ήρθε η αυτονόητη δημογραφική κατάρρευση, αυτά τα φθαρτά και ταπεινά σπίτια χάθηκαν. Έμειναν μόνο οι τούβλινοι ναοί και οι στούπες, οι βωμοί – παρεκκλήσια τα οποία όμως διασώζουν μια μεγάλη ποικιλία από διακοσμητικά στοιχεία, γύψινες αναπαραστάσεις, τοιχογραφίες, τεράστια αγάλματα του Βούδα. Εμείς παίρνουμε μόνο μια γεύση από το μεγαλείο της ακμάζουσας εκείνης δυναστείας.

Μερικοί επιλέξαμε να δούμε το Μπαγκάν και από ψηλά, με αερόστατο, μια δραστηριότητα που προωθείται αρκετά στην περιοχή και καταλάβαμε ακόμα καλύτερα το μέγεθος της αρχαίας πόλης και το μεγαλείο των κτιρίων της.

Από το Μπαγκάν πετάξαμε προς τη λίμνη Ίνλε, ένα ακόμα διαμάντι της Βιρμανίας. Μαζί μας ταξίδευε κι ένα γκρουπ Ρώσων. Είναι φιλική χώρα η Ρωσία για το τωρινό καθεστώς και ένας βασικός προμηθευτής όπλων. Είναι περίεργο πώς οι γεωπολιτικές επιλογές και οι πολιτικές αντιλήψεις ορίζουν ακόμα και τον τουρισμό. Οι δυτικές χώρες είναι εχθρικές και αποτρέπουν τους πολίτες τους από το να πάνε στη χώρα αυτή. Το καθεστώς τα πηγαίνει πιο καλά με την Κίνα και τη Ρωσία, οπότε από εκεί υπάρχει ταξιδιωτικό ενδιαφέρον και προώθηση της χώρας.

Η λίμνη Ίνλε είναι ένας από τους κορυφαίους ταξιδιωτικούς προορισμούς στην Ασία. Η διαμονή εκεί πάντοτε καλαίσθητη και φιλόξενη, οι εικόνες απερίγραπτες. Αφού οι τουρίστες ξυπνήσουν, λίγο μετά τους ερωδιούς, όλα γίνονται στο νερό και με βάρκα. Αγορές, ναοί, πλωτοί κήποι, κανάλια, πολλά χωριά, καταστήματα, σχολεία, ψάρεμα, μεταφορές… Όλα πάνω σε πασσάλους και δίπλα στο νερό. Η ηρεμία, η απλή ζωή, τα πολύ ωραία καταλύματα, οι πλούσιες καλλιέργειες, οι σπηλιές Πιντάγια, λίγο πιο βόρεια από τη λίμνη, τα οινοποιεία με θέα το ίδιο το λεκανοπέδιο , όλα αυτά μαζί συνθέτουν ένα αξεπέραστο ταξιδιωτικό τριήμερο, απαραίτητο για κάθε περιήγηση στη Βιρμανία.

Από τη λίμνη Ίνλε και το αεροδρόμιο Χέχο, μια ακόμα πτήση ρουτίνας με ελικοφόρο ΑΤR 72 και μια νέα ενότητα του ταξιδιού, πιο νότια, ίσως ακόμα πιο ωραία…
Προορισμός και αποκορύφωμα του ταξιδιού ο Χρυσός Βράχος, ένα ιερό προσκύνημα που δύσκολα προσεγγίζει κανείς, μια διαδικασία ενδιαφέρουσα και περιπετειώδης, με επιβίβαση σε ειδικά διαμορφωμένη καρότσα φορτηγού, με μια πολύ απότομη ανηφόρα και στάσεις πιστών που κάνουν τις προσφορές και τα τάματά τους… Ο ίδιος ο βράχος, αυτό το μαζικό και λαϊκό προσκύνημα, εκεί που εκατοντάδες κοιμούνται για να δουν το φως της μέρας δίπλα στο απαστράπτον σύμβολο της πίστης τους, οι αχθοφόροι, οι μοναχοί, οι προσφορές σε φαγητά και λουλούδια, οι γιρλάντες από υφάσματα, τα καντήλια… Την παράσταση κλέβει η θέα προς τις μακρινές κοιλάδες και το χρυσάφι πάνω στο Βράχο, ιδίως όταν ο ουρανός είναι κόκκινος και ζωντανός, στο ξεκίνημα και στο τέλος της κάθε μέρας.

Από το Χρυσό Βράχο, από την ανεπανάληπτη αυτή ταξιδιωτική στιγμή ξεκίνησε η κατάβαση, με τελεφερίκ, με φορτηγό, με λεωφορείο και η ολοκλήρωση του ταξιδιού μας. Ακόμα πιο νότια , κοντά στα σύνορα με την Ταϊλάνδη, περνώντας από ακόμα περισσότερα μπλόκα στο δρόμο, το τοπίο αλλάζει, κυριαρχούν οι ασβεστολιθικοί βράχοι και οι ορυζώνες, τα δέντρα καουτσούκ και τα πυκνά δάση, εκεί που δεν φτάνει το ανθρώπινο χέρι. Η τοποθεσία του Χπα Αν, που είναι μια μικρή επαρχιακή πόλη γαλήνης, βρέχεται από τα νερά ενός θεσπέσιου, ζωοδότη ποταμού που έρχεται από τα Ιμαλάια, του Σαλουίν ή Τανλουίν, τρεις χιλιάδες χλμ μακριά! Άλλο ένα κινηματογραφικό ηλιοβασίλεμα εκεί, δίπλα στον ρου του ποταμού, με θέα τον κόκκινο ουρανό και μυρωδιά από ψητά ψάρια.

Πολλά τα σπήλαια γύρω από το Χπα Αν και όμορφες οι στιγμές. Χιλιάδες σκαλισμένοι Βούδες από κόκκινο γύψο, επιγραφές και προσευχές αιώνιες παντού, σε κάθε φυσική κοιλότητα, σε κάθε μυστικό καταφύγιο, απάγκιο από βροχές και φόβους. Ξαναβρίσκουμε τα πνεύματα- τοπικές θεότητες Νατ που πίνουνκαι καπνίζουν, χαμογελούν ολόχρωμα. Καλλιέργειες, χωριά μειονοτικά και σχολεία που σφίζουν από ζωή. Ένα καραβάνι περιπλανώμενων Ινδουιστών διασχίζει τον αυτοκινητόδρομο τραγουδώντας. Μύθοι και ψαλμοί να αντηχούν στα τοιχώματα μιας υγρής σπηλιάς και λίγο πιο πέρα τα τσιρίγματα από νυχτερίδες. Διακοπή ρεύματος (μια από τις πολλές)και ξυπόλυτη πορεία μέσα στη σπηλιά.

Πριν το ταξίδι τελειώσει, στην έξοδο του σπηλαίου, πήραμε όλοι στην άκρη ενός ορυζώνα, από μια ζωντανή μικρή χελώνα και από ένα σακουλάκι με ζωντανά ψάρια μέσα σε νερό και τα αφήσαμε ελεύθερα. Συμβολικά. Έτσι, για το μήνυμα της ελευθερίας και της “καλής νέας χρονιάς”. Κάνοντας αυτή τη μικρή καλή πράξη, είτε εκεί, στο φωτεινό μονοπάτι μετά το σκοτάδι της σπηλιάς, είτε αντικρύζοντας το ηλιοβασίλεμα στην ξύλινη γέφυρα του Μανταλέι, είτε προσφέροντας λουλούδια στο Χρυσό Βράχο και θυμιάματα στη μεγαλοπρέπεια της Σβενταγκόν, μάθαμε κάτι απλό και πολύτιμο:

Το ταξίδι μας μαθαίνει πολλά, μας κάνει πιο σοφούς, μας κάνει πιο ώριμους. Είναι ένα δώρο που κάνουμε οι ίδιοι στον εαυτό μας. Και το ταξίδι στη Βιρμανία, αυτό το μοναδικό, αυθεντικό, ασιατικό οδοιπορικό είναι ένα από τα πιο όμορφα ταξίδια που μπορεί να κάνει κανείς. Για τον εξωτισμό, για τις καθημερινές εικόνες της, για τη φύση, για τα μνημεία της, κυρίως για το λαό της.

Η αυλαία του ταξιδιού έπεσε και η τουριστική αστυνομία εξακολουθούσε να παίρνει στο τηλέφωνο τον τοπικό ξεναγό για να μάθει, να ρωτήσει, να κατευθύνει… Η χούντα στη Μιανμάρ δεν είναι ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία της χώρας που υποφέρει δεκαετίες τώρα, δεν είναι ούτε καλύτερη ούτε χειρότερη… Καταπιέζει και προβληματίζει. Μια χούντα εξ ορισμού κάνει μόνο λάθη και δημιουργεί προβλήματα. Απλά τυχαίνει η συγκεκριμένη χούντα να είναι στην “άλλη πλευρά της ιστορίας” και να δέχεται άλλου τύπου κριτική. Αν η ίδια χούντα, που έβαλε στη φυλακή την πιο εμβληματική φιγούρα της δημοκρατίας στη χώρα, την Αούνγκ Σαν Σου, αν το ίδιο παράταιρο καθεστώς αφήσει περιθώριο επενδύσεων και παρεμβάσεων σε όλους τους μεγάλους παίκτες, θα πάψουμε να την λέμε έτσι…

*Φωτογραφίες: Δημήτρης Σαρρής