Είναι μια χλοερή γωνιά, που τραγουδεί ποτάμι
κι ασημοκούρελα κρεμάει παίζοντος στα χορτάρια,
κι όπου περήφανου βουνού, λαμπρός ο ήλιος πέφτει.
Μια κοιλαδούλα είναι μικρή που αφρίζει απ’ τις αχτίδες.

Ads

Στρατιώτης νέος, ξεσκούφωτος, το στόμα του ανοιγμένο,
και το λαιμό στο νιόβλαστο το κάρδαμο χωμένο,
κοιμάται μες στη χλωρασιά, στα σύγνεφ’ αποκάτου,
χλωμός, σε κλίνη πράσινη από φως περιλουσμένη.

Τα πόδια στα σπαθόχορτα, κοιμαται. Και γελώντας
όπως παιδί άρρωστο γελάει, κοιμάται βαθύν ύπνο.
Φύση νανούρισέ τονε ζεστά ‒γιατί κρυώνει.

Δεν τρέμουν τα ρουθούνια του από τ’ άρωμα. Κοιμάται
μέσα στον ήλιο, ακουμπιστό το χέρι του στο στήθος,
ήσυχος. ‒ Έχει στο πλευρό δυο κόκκινες τρυπούλες.

Ads

Παιδικά χρόνια

Είναι κάποιο πουλί στο δάσος που σαν τ’ ακούς να κελαηδά, στέκεις και κοκκινίζεις απ’ το σάστισμά σου.

Είν’ ένα εκκρεμές που δε σημαίνει πια τις ώρες.

Είναι, βαθιά στο χώμα, τρυπωμένη μια φωλιά γιομάτη κάτασπρα ζωάκια.

Είναι μια εκκλησιά που πάει τον κατήφορο και μια λίμνη που όλο ανηφορά.

Είν’ ένα καροτσάκι παρατημένο μες στα δέντρα ή που το βλέπεις καταστόλιστο μ’ ένα σωρό κορδέλες, να κατρακυλάει το μονοπάτι κάτου.

Είν’ ένας θίασος μικρά παιδιά μασκαρεμένα, που τα θωρείς ανάμεσ’ απ’ τ’ ανάρια δέντρα, να περπατάν στη δημοσιά.

Είναι, τέλος, κάποιος, που αν τύχει και πεινάς είτε διψάς, σε διώχνει.

Αρθούρος Ρεμπώ – Ο κοιμισμένος στην κοιλάδα