Το καθεστώς που επέβαλε ο Ιωάννης Μεταξάς στην Ελλάδα το 1936 δεν ήταν φασισμός με την έννοια ότι δεν στηρίζονταν σε κάποιο φασιστικό κίνημα από τα κάτω όπως ο Μουσολίνι στην Ιταλία ή ο Χίτλερ στη Γερμανία. Άλλωστε, η ίδια η ονομασία του καθεστώτος μόνο από την ημερομηνία επιβολής του είναι αδιάψευστη (αυτό)μαρτυρία ότι δεν είχε ιδεολογικό περιεχόμενο, αν και στην πορεία ο Μεταξάς προσπάθησε να του δώσει.

Ads

Η δικτατορία της 4η Αυγούστου του 1936 προέκυψε από την κατάληψη της εξουσίας από το Μεταξά προκειμένου να αποτραπεί ο «κομμουνιστικός κίνδυνος», δηλαδή η αδυναμία των αστικών πολιτικών δυνάμεων, στη δεδομένη συγκυρία, να διαμορφώσουν ένα ηγεμονικό πολιτικό σχέδιο σε συνθήκες κοινοβουλευτισμού σε συνδυασμό με τις μεγάλες και δυναμικές  εργατικές και αγροτικές κινητοποιήσεις που εκδηλώνονταν σε όλη τη χώρα.

Στις εκλογές του1936 βασιλικοί και βενιζελικοί αναδείχθηκαν ισοδύναμοι με αποτέλεσμα το ΚΚΕ που είχε εκλέξει 15 βουλευτές να παίζει το ρόλο ρυθμιστή. Ο βασιλιάς Γεώργιος Β’ όρισε πρωθυπουργό της χώρας τον Ιωάννη Μεταξά, γνωστό για τις αντιδημοκρατικές του ιδέες[6]. Όμως, οι κοινωνικές εκρήξεις συνεχίζονται. Το Μάιο του 1936 έγιναν αιματηρές διαδηλώσεις στη Θεσσαλονίκη. Με πρόσχημα τα γεγονότα αυτά και παραμονή 24ωρης γενικής απεργίας ο Γεώργιος Β’ και ο Μεταξάς κήρυξαν δικτατορία.

Το Διάγγελμα του Μεταξά «προς τον λαόν διά την μεταβολήν της 4ης Αυγούστου 1936» είναι διαφωτιστικό καθώς ο δικτάτορας δηλώνει ότι προσπάθησε με την κίνηση του να αποτρέψει τον κομμουνισμό, ο οποίος παρασκεύαζε την κοινωνικήνεπανάστασιν και τελευταίως επίστευσεν ότι βρίσκεται εις τα πρόθυρα αυτής.

Ads

Η πολιτική της 4ης Αυγούστου στην εκπαίδευση

Η πολιτική της 4ης Αυγούστου στην εκπαίδευση μπορεί να χωριστεί σε δύο περιόδους:

  • 1936-11/38: υπουργός παιδείας ο Κωνσταντίνος Γεωργακόπουλος
  • 11/1938-41: υπουργός παιδείας ο Ιωάννης Μεταξάς

Η τομή που κάνουμε δεν αφορά μόνο την εναλλαγή προσώπων στον υπουργικό θώκο, αλλά έχει να κάνει με ουσιαστικές διαφορές στην πολιτική τους. Ο Γεωργακόπουλος είναι φορέας μιας ακραίας συντηρητικής ιδεολογίας και με τα μέτρα του αποβλέπει στο οριστικό ξήλωμα της μεταρρύθμισης του 1929 ενώ ο Μεταξάς προσπαθεί να δημιουργήσει μια καθαρά φασιστική εκπαίδευση προκειμένου να διαμορφώσει ένα φασιστικό κόμμα στα πρότυπα του Χίτλερ και του Μουσολίνι. Την προσπάθεια του αυτή θα ανακόψει ο πόλεμος.

Ι. 1936-11/38

Με την κατάληψη της εξουσίας, υπουργός παιδείας διορίστηκε ο Κωνσταντίνος Γεωργακόπουλος στις 6 Αυγούστου 1936. Ο Γεωργακόπουλος με την έναρξη του σχολικού έτους 1936-37 έστειλε εγκύκλιο στα σχολεία (17/10/1936) στην οποία αναφέρονταν:

…η κατά την τελευταία εικοσαετίανκρατήσασακατάστασιςμοιραίως επηρέασε και την εκπαίδευσιν. Άνθρωποι ανίκανοι να περιλάβουν εις την μικράν ψυχήν των την απέραντον και ιεράνέννοιαν την Πατρίδος, εμφορούμενοι από ιδέας και θεωρίας ας εδημιούργησαν έκφυλα πνεύματα, επεχείρησαν την διάσεισιν αυτών τούτων των βάθρων, εφ’ ω ανέκαθεν εστηρίχθη δια να μεγαλουργήση το Ελληνικόν Έθνος. Προσεπάθησαν να υπομονεύσουν την θρησκείαν, την πατρίδα και την οικογένειαν. Την ψυχικήν αυτών πώρωσινενεφάνισαν εντέχνως ως «ανώτερονανθρωπισμόν» και την αποσυνθετικήν αυτών προσπάθειαν ως «εκπαιδευτική μεταρρύθμιση»…το σχολείο εχρησιμοποιείτο ουχί σπανίως ως μέσον της προπαρασκευής της κομμουνιστικής επιβολής.   

Ο Γεωργακόπουλος, φορέας μιας ακραίας εκδοχής του αστικού συντηρητισμού, θα συνεχίσει την αποδόμηση της μεταρρύθμισης του 1929, κάτι που έχει ήδη σε μεγάλο βαθμό συντελεστεί από τις κυβερνήσεις του Λαϊκού Κόμματος την περίοδο 1933-35.

O Αλέξανδρος Δελμούζος, διαμαρτυρόμενος για την εγκύκλιο του Γεωργακόπουλου, έκανε αναφορά διαμαρτυρίας (19 Οκτωβρίου 1936) και ένα χρόνο μετά, όταν αντιλήφθηκε ότι το καθεστώς παγιώθηκε, παραιτήθηκε (25 Σεπτεμβρίου 1937) από την έδρα της Παιδαγωγικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Στο κείμενο της παραίτησης του προσπάθησε να αποκρούσει όσα το καθεστώς της 4ης Αυγούστου καταλόγιζε στους προηγούμενους μεταρρυθμιστές. Yποστήριξε ότι οι προηγούμενες μεταρρυθμίσεις υποστήριξαν τα εθνικά και θρησκευτικά ιδεώδη και το έργο τους «ήτο βαθύτατα και ουσιαστικώτατα και εθνικόν και θρησκευτικόν και ηθικόν».

Θα δούμε στη συνέχεια πως η αδυναμία σημαντικού τμήματος των διανοουμένων και των λογοτεχνών να κατανοήσουν την κοινωνική και πολιτική συγκρότηση του καθεστώτος Μεταξά θα τους οδηγήσει, όπως και τον Τριανταφυλλίδη, από την ανοχή μέχρι και την ανοιχτή στήριξη του καθεστώτος.

Στο τεύχος «Η Εκπαίδευσις μετά την 4ην Αυγούστου» που κυκλοφόρησε από το καθεστώς (1937) αναφερόταν ότι «Η 4η Αυγούστου 1936 εύρε την εκπαίδευσιν υπό την ανενοχλήτως αυξάνουσανεπίδρασιν των ερυθρών οργάνων του κομμουνισμού. Επί σειρά ετών, τας εκπαιδευτικάς κατευθύνσεις εχάρασσεν ο υπαρχηγός του κομμουνιστικού κόμματος» (ο συντάκτης εννοεί το Δημήτρη Γληνό).

Με τον Αναγκαστικόν Νόμον 770/1937 το καθεστώς της 4ης Αυγούστου αναδόμησε το εκπαιδευτικό σύστημα. Η Μέση Εκπαίδευση έγινε 8 χρόνια μέσα από τη δημιουργία δύο κύκλων σχολείων (διάρκεια πρώτου κύκλου 6 χρόνια και του δεύτερου 2 χρόνια). Ο δεύτερος κύκλος ήταν για όσους μαθητές θα συνέχιζαν τις σπουδές τους στο πανεπιστήμιο. Το δημοτικό σχολείο περιορίστηκε ουσιαστικά σε 4 τάξεις αφού στην πρώτη τάξη του 8τάξιου γυμνασίου γίνονται δεκτοί οι μαθητές που έχουν ενδεικτικό προαγωγής της Δ’ τάξης του δημοτικού και πετυχαίνουν στις εισιτήριες εξετάσεις (άρθρο 12).

Η δομή της εκπαίδευσης άλλαξε μετά από δύο χρόνια με αποτέλεσμα το 8ταξιο γυμνάσιο να μην προλάβει να ολοκληρωθεί. Ουσιαστικά δημιουργήθηκε ένα χάος με την ταυτόχρονη ύπαρξη αστικού σχολείου (5 έτη), προγυμνασίου (5 έτη), το κλασικού γυμνάσιον (8 έτη), το πρακτικού λυκείου (8 έτη). Σχηματικά, οι επιλογές που είχε να κάνει κάποιος νέος σχετικά με την σχολική του πορεία, την περίοδο αυτή, ήταν:

  • 4 χρόνια ΔΗΜΟΤΙΚΟ – 6 χρόνια ΓΥΜΝΑΣΙΟ.
  • 6 χρόνια ΔΗΜΟΤΙΚΟ – 3 χρόνια ΑΣΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ.
  • 4 χρόνια ΔΗΜΟΤΙΚΟ – 6 χρόνια ΓΥΜΝΑΣΙΟ – 2 χρόνια ΛΥΚΕΙΟ – ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ[13].

Το αστικό σχολείο είχε θεσπιστεί πριν από τη δικτατορία (νόμος 5874/1933) και είχαν βασικό τους αντικείμενο τη διδασκαλία στα παιδιά κάποιων επαγγελματικών γνώσεων σχετικών με την περιοχή που ζούσαν (αλιεία, κτηνοτροφία, μελισσοκομία).

Προκειμένου να δημιουργήσει φασιστικό κόμμα ο Μεταξάς προχώρησε στην ίδρυση της ΕΟΝ (Εθνική Οργάνωση Νεολαίας), οργάνωση με φασιστικό υπόβαθρο, την οποία θεωρούσε «θεσμός κρατικός, έργον μου, επί του οποίου στηρίζω μέγιστας ελπίδας». O δικτάτορας προσπάθησε να συνδέσει την ΕOΝ με το σχολείο. Όλα τα παιδιά ηλικίας 6 μέχρι 19 ετών υποχρεούνταν να οργανωθούν στην ΕOΝ.

Η δημιουργία της ΕΟΝ συνάντησε αντιδράσεις και μέσα στο ίδιο το καθεστώς. Ο βασιλιάς Γεώργιος Β’ έβλεπε μάλλον τη δικτατορία ως προσωρινή λύση για αυτό και η προσπάθεια του Μεταξά να συγκροτήσει ένα φασιστικό κόμμα με πρόπλασμα την ΕΟΝ υπονομεύθηκε συστηματικά τόσο από τον Γεωργακόπουλο όσο και από τον διάδοχο Παύλο που ήταν αρχηγός του Σώματος Προσκόπων.

Προβλήματα δημιούργησε η ΕΟΝ και στο περιεχόμενο του σχολείου. Οι εκπαιδευτικοί όφειλαν να στηρίξουν την ΕΟΝ και αυτό αποτελούσε κριτήριο της επαγγελματικής τους επάρκειας. Επίσης, η μέρα που ήταν αφιερωμένη στην εκπαίδευση της ΕΟΝ (κάθε Τετάρτη) οδηγούσε στο να παραφορτώνεται το πρόγραμμα των άλλων ημερών. Οι εκπαιδευτικοί υποχρεώνονταν να χαιρετούν τους μαθητές φασιστικά και να μιλούν με σεβασμό στους βαθμοφόρους της ΕΟΝ.

Το 1937 ιδρύθηκε ο Oργανισμός Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων (ν. 952/1937), ο οποίος είχε ως σκοπό την έγκριση και διάθεση βιβλίων σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης (από τα αναγνωστικά του δημοτικού μέχρι και τα πανεπιστημιακά συγγράμματα).

Στα γυμνάσια θηλέων καταργήθηκε η διδασκαλία της Αγωγής του Πολίτη. Η δικαιολόγηση αυτού του μέτρου έγινε με την προσφυγή σε αντιλήψεις της προαστικής ιδεολογίας για το ρόλο και τον προορισμό της γυναίκας ενώ δεν έλειψαν και αναφορές διανοουμένων του κράτους, όπως ο παιδαγωγός Σπύρος Καλλιάφας σε απόψεις του Μουσολίνι για το ίδιο θέμα.

Το περιεχόμενο της παιδείας απέκτησε φασιστικό προσανατολισμό. O Επιτάφιος του Περικλή σταμάτησε να διδάσκεται. Προβλήθηκε ως πρότυπο η σπαρτιατική αγωγή καθώς και η τυφλή υποταγή στον αρχηγό. O Μεταξάς θεωρήθηκε «ο πατέρας» του έθνους και τα παιδιά μάθαιναν ότι έπρεπε να καταδίδουν τους γονείς τους αν αυτοί είχαν διαφορετικά φρονήματα.

Αυξήθηκαν τα εποπτικά συμβούλια της εκπαίδευσης ώστε να είναι δυνατός ο μεγαλύτερος και ασφυκτικότερος έλεγχος των εκπαιδευτικών όλων των βαθμίδων.

Στα σχολεία εισήχθη μάθημα με τίτλο «Εθνική και Ηθική Αγωγή» (4 ώρες το μήνα για κάθε τάξη), όλοι οι μαθητές εντάχθηκαν σε σχηματισμούς της ΕΟΝ και καθορίστηκε το μέτρο του τακτικού εκκλησιασμού.

Είναι χαρακτηριστικά τα όσα γράφει ο Βασίλης Τσιρίμπας, ανώτερος υπάλληλος του υπουργείου παιδείας, το 1938 για το περιεχόμενο της παιδείας:

ήρχισεν ευτυχώς τοιαύτη κίνησις προς εθνικοσοσιαλιστικήν αγωγήν των Ελλήνων, ενομίσαμεν ότι έχομεν επιστημονικόν και επαγγελματικόν καθήκον να αποδείξωμεν ότι η εθνικοσοσιαλιστική αύτη αγωγή δεν είναι ξένον προϊόν, αλλά γνήσιον ελληνικόν.

Όμως, κάτω από τους πομφόλυγες της εθνικής αγωγής η κατάσταση στη δημοτική εκπαίδευση περιγραφόταν στην επίσημη στατιστική του έτους 1938-39 ως εξής: 74.392 παιδιά διέκοψαν τη φοίτηση από το σχολείο, διαρρέοντας από τάξη σε τάξη.

Το 60,4% του συνόλου των δημοτικών σχολείων ήταν μονοτάξια γεγονός που φανέρωνε ότι μεγάλο μέρος των ελληνοπαίδων λάμβανε στοιχειώδη μόρφωση. Την ίδια χρονιά πάνω από 100 χιλιάδες παιδιά σχολικής ηλικίας δημοτικού σχολείου δε φοιτούσαν στο δημοτικό σχολείο.

Σε πάνω από 3 χιλιάδες χωριά και συνοικισμούς δεν υπήρχε καν δημοτικό σχολείο. Τα υπάρχοντα νηπιαγωγεία εξυπηρετούσαν, την ίδια χρονιά μόνο το 15% περίπου των παιδιών νηπιακής ηλικίας.

Παράλληλα, το καθεστώς επιδίδεται σε αμείλικτο διωγμό, εξορίες και βασανιστήρια των πολιτικών του αντιπάλων που προσπαθούν να οργανώσουν κίνημα εναντίον του. Ο γραμματέας της Κομμουνιστικής Νεολαίας (ΟΚΝΕ) Χρήστος Μαλτέζος πέθανε από βασανιστήρια. O Δημήτρης Γληνός εξορίστηκε στην Ανάφη, το 1937 μεταφέρθηκε στην Ακροναυπλία και από εκεί στη Σαντορίνη. Στην Ακροναυπλία έγινε απόπειρα δολοφονίας του Γληνού όταν ένα βράδυ οι χωροφύλακες έριξαν στο θάλαμο των διανοουμένων «τυφλά πυρά» από τα οποία βρήκε το θάνατο ο δάσκαλος Σταυρίδης.

Το καθεστώς της 4ης Αυγούστου προχώρησε, επίσης, στη διάλυση της ΟΛΜΕ.

Ο Μίλτος Κουντουράς που βρίσκονταν ήδη εκτός της δημόσιας εκπαίδευσης θα αντιμετωπίσει και αυτός τη λογοκρισία του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου, καθώς το περιοδικό «Παιδεία» που εκδίδει θα σταματήσει επί του πιεστηρίου. Την ίδια τύχη είχε και η «Σχολική Εφημερίδα» που εξέδιδε ο Σωτηρίου και ο Παπαμαύρος.

Ο Σωτηρίου κατόρθωσε να εκδώσει ένα νέο περιοδικό (1936-1940) με τίτλο «Παιδαγωγική» στο οποίο όμως δεν εμφανίζεται ως εκδότης και αρθρογραφεί με τα ψευδώνυμα Κ. Μήτρου και Κ. Σιδερίτης.

Βέβαια, σύμφωνα με τον Χάρη Αθανασιάδη, παραμένει ανοικτό το ερώτημα γιατί ο υπουργός Γεωργακόπουλος ανέχθηκε την κυκλοφορία ενός περιοδικού γραμμένου στη δημοτική γλώσσα. Ενδεχομένως αυτό να οφείλεται στη δημόσια τοποθέτηση του Μεταξά υπέρ της δημοτικής γλώσσας ενάμισι μήνα μετά την κήρυξη της δικτατορίας. Όπως δήλωσε και ο ίδιος ο δικτάτορας σε συνέντευξή του στη Βραδυνή (15-9-1936):

Το ατύχημα είναι ότι η άρχουσα τάξις μέχρι σήμερον ηθέλησε να συγχέει τον δημοτικισμόν που είναι κίνημα καθαρώς εθνικόν, με τον κομμουνισμόν. Αυτή η σύγχυσις δεν επιτρέπεται πλέον, διότι δεν ωφελεί παρά μόνον τους κομμουνιστάς.

ΙΙ. 11/1938-1941

Ο Ιωάννης Μεταξάς αναλαμβάνει το Νοέμβριο του 1938 ο ίδιος το υπουργείο παιδείας. Έπαυσε τον προηγούμενο υπουργό Κ. Γεωργακόπουλο με συνοπτικές διαδικασίες και με αφορμή τις αντιρρήσεις που πρόβαλε ο δεύτερος στην επιβολή νέου αρχιεπισκόπου. Όμως, οι λόγοι είναι βαθύτεροι. Ο Μεταξάς προσπαθεί να αποκτήσει πλήρη έλεγχο του εκπαιδευτικού μηχανισμού και να προχωρήσει το εγχείρημα της ΕΟΝ. Το παλάτι προχώρησε σε μια συμβιβαστική κίνηση και ο διάδοχος Παύλος έγινε ο αρχηγός της ΕΟΝ διαλύοντας το Σώμα Προσκόπων στις 11-12-1938 λίγες μέρες δηλαδή μετά την ανάληψη του υπουργείου παιδείας από τον Μεταξά (29-11-1938).

Στο λόγο που εκφώνησε ο Μεταξάς την ημέρα ανάληψης του υπουργείου προς τους ανώτερους υπάλληλους του τόνισε:

Και εκείνος ο οποίος θα έχηαντίθετον γνώμην οφείλει να υποκύψη και να παραδεχθή την γνώμην μου…ουδεμία αντίστασις επιτρέπεται πλέον. Διότι αντίστασιν δεν εννοώ μονάχα εκείνην την οποίαν φυσικά κανείς δεν μπορεί να φέρη, δηλαδή από απόψεως τυπικής, αλλά και εσωτερικής, δηλαδή την έλλειψιν της ιεραρχίας και υποταγής εν διανοία. …Οφείλετε να γνωρίζετε ότι η Εθνική Οργάνωσις της Νεολαίας είναι θεσμός κρατικός, έργον μου, επί του οποίου στηρίζω τας μέγιστας ελπίδας. Προσεπαθήσαμεν τελευταίως να τον προσαρμόσωμεν και με το σχολείον ούτως ώστε να αλληλοσυμπληρούνται. Επί του ζητήματος αυτού, Κύριοι, είμαι αποφασιμένος εάν παρουσιασθή οιαδήποτε αντίδρασις, να την θραύσω κατά τρόπον αμείλικτον. Θα σας παρακαλέσω επομένως επί του ζητήματος αυτού να μη μου παρουσιασθή ποτέ από κανέναν εκπαιδευτικόναντίδρασις, όχι φανερά βέβαια που δεν θα το κάμη, αλλ’ ούτε υπόκωφος.

Αλλαγές στην εκπαίδευση

Με τον Α.Ν. 1849/1939 θεσπίσθηκε η ίδρυση εξατάξιων γυμνασίων που βασίζονται σε τετρατάξιο δημοτικό και διτάξιο λύκειο. Όμως, αυτή η ρύθμιση δεν θα ολοκληρωθεί στην πράξη καθώς έρχεται ο πόλεμος του ’40 και η γερμανική κατοχή του 1941. Το δημοτικό τυπικά παρέμενε εξατάξιο, απλώς οι εξετάσεις το μετέτρεπαν σε τετρατάξιο, καθώς η φοίτηση στις δύο τελευταίες τάξεις προϋπέθετε την επιτυχία σε εισιτήριες εξετάσεις). Το λύκειο περιλάμβανε δύο τμήματα: το «Θεωρητικόν» και το «Πρακτικόν». Την ίδια στιγμή, η μέση επαγγελματική εκπαίδευση φυτοζωούσε καθώς το 1938-39 φοιτούσαν μόνο 11 χιλιάδες μαθητές.

Όμως, το πρόγραμμα του 1939 έχει μια σημαντική αλλαγή σε σχέση με τα προηγούμενα: εισάγει παράλληλα με τη διδασκαλία της «απλής καθαρεύουσας» και τη διδασκαλία της δημοτικής τόσο στο μάθημα της γλώσσας όσο και στο μάθημα της έκθεσης.

Επίσης, εισάγεται το μάθημα της γυμναστικής ως υποχρεωτικό στο πλαίσιο της δημιουργίας «υγιών σωμάτων», εξυπηρετώντας μια βασική ιδεολογική αιχμή του καθεστώτος.

Το 1939 κυκλοφορούν επίσης και νέα αναγνωστικά για το δημοτικό σχολείο. Ανάμεσα στους συγγραφείς των αναγνωστικών υπάρχουν και σημαντικοί λογοτέχνες που υπηρέτησαν το κίνημα του δημοτικισμού όπως η Μυρτιώτισσα (το αναγνωστικό της Β’ τάξης του δημοτικού Κρινολούλουδα), ο Νιρβάνας (το αναγνωστικό της Γ’ τάξης του δημοτικού Ελληνόπουλα και τα αναγνωστικά της Ε΄και ΣΤ’ τάξης).

Το περιεχόμενο των αναγνωστικών αυτών ήταν εθνοκεντρικό αναδεικνύοντας την αδιάσπαστη συνέχεια του ελληνικού έθνους μέσα στο χρόνο προβάλλοντας ταυτόχρονα τοποθεσίες και γεγονότα που ενισχύουν αυτή την εικόνα.

Η αρχαία Αθήνα, η Σπάρτη, η Αγία Λαύρα, το Κούγκι, τα Ψαρά αποτελούν τους σημαντικότερους τόπους μνήμης του ελληνισμού σε συνδυασμό με την επιλεκτική προβολή προσώπων όπως ο Ηρακλής, ο Αχιλλέας  ο Βασίλειος ο Β’ ο Βουλγαροκτόνος και το προσκύνημα του στην Αθήνα το 1018 σαν τόπου των προγόνων του, ο Κωνσταντίνος ΙΑ’ Παλαιολόγος, ο Μέγα Αλέξανδρος και η γοργόνα. Αρχαιότητα, Βυζάντιο, Τουρκοκρατία και Νεότερη Ιστορία, όλα αυτά μαζί αποτελούν σταθμούς και περιόδους στη σταδιοδρομή ενός ενιαίου και αδιαφοροποίητου κοινωνικά ελληνικού έθνους.

Παράλληλα, ο Μεταξάς το 1939 συγκρότησε επιτροπή με πρόεδρο το Μανόλη Τριανταφυλλίδη για να συντάξει τη Νεοελληνική Γραμματική του δημοτικού σχολείου, η οποία εκδόθηκε το 1941.

Στην πραγματικότητα η καθιέρωση της δημοτικής δεν ήταν λαϊκό αίτημα. Η πλειονότητα των εκπαιδευτικών λόγω παιδείας και συνήθειας δεν είχαν πεισθεί ότι η δημοτική έπρεπε να μπει στην εκπαίδευση. Η πλειονότητα των λαϊκών στρωμάτων το ίδιο. Η εισαγωγή της δημοτικής γλώσσας στην εκπαίδευση από το Μεταξά οφείλεται, σύμφωνα με τον Καλαντζή, στο ότι ο δικτάτορας προσπαθούσε «να δημοκοπήση και ούτω να κερδίσει την μεγάλην μερίδα των δημοτικιστών διανοουμένων και διά να χρησιμοποιήση την γλώσσαν ως όργανον μεταδόσεως της προπαγάνδας».

Παραμένει όμως το ερώτημα: ο Μεταξάς ήθελε να «δημοκοπήση» και να «προπαγανδίσει» όπως γράφει ο Καλαντζής; Γιατί όμως τμήμα σημαντικών διανοουμένων δημοτικιστών της γενιάς του ’30, όπως ο Μπαστιάς, ο Μυριβήλης, ο Βενέζης, ο Παλαμάς, ο Ξενόπουλος, ο Καραγάτσης, ο Τριανταφυλλίδης ανέχτηκαν ή συνεργάστηκαν ανοικτά με το Μεταξά;

Η στάση τμήματος των διανοουμένων

Στο μεταξύ ο τόπος μας, μέρα τη μέρα, έπαιρνε ύφος τρίτου Ράιχ, όπου τα Τάγματα Εργασίας και η ΕOΝ αντιπαραθέτονταν στους θεσμούς της παλιάς αθηναϊκής δημοκρατίας που αποκηρύχτηκε. O Μπαστιάς με το Μυριβήλη εξέφραζαν το πνεύμα του νέου κράτους, όπως ο Θουκυδίδης εξέφρασε του παλιού. Καθιερώθηκαν και λογοτεχνικά βραβεία, να γλείψουν κάτι οι λογοτέχνες, να μη μιλούν. Δόθηκε μάλιστα κι ένα (ή μισό) στο φίλο μας το Βενέζη και τον είδαμε κάποια στιγμή, με την πολιτική ανωριμότητα που πάντα τον διέκρινε, κάτι να μουρμουρίζει για την πνευματικότητα του δικτάτορα. Όλοι ήταν δημοκρατικοί. Φασίστες δεν είχαμε. Θαρρώ πως επηρεάζονταν από το χιτλερισμό ο Παύλος Φλώρος. Και κάπως ο Καραγάτσης. Δραματική φαίνεται να είναι η μετάσταση του Μυριβήλη. Από γνήσιος δημοκράτης, που μοίραζε αντιδιδακτορικά έντυπα από τις πρώτες μέρες του κακού, κατάντησε να εξυμνεί στο ραδιόφωνο τον κοντοστούπη δικτάτορα….
(Α. Πανσέληνος, Τότε που Ζούσαμε, σσ. 260-261)

O Δελμούζος μην μπορώντας να εξηγήσει τις απανωτές αποτυχίες εφαρμογής της γλωσσικής μεταρρύθμισης στην εκπαίδευση, θα καταλήξει μετά τη διάσπαση του Εκπαιδευτικού Ομίλου ότι αιτία είναι η εμπλοκή της πολιτικής σε ένα θέμα όπως το σχολείο και η δημοτική γλώσσα που είναι ζητήματα «εθνικά». Μάλιστα, εντοπίζει την πολιτικοποίηση του αιτήματος της δημοτικής στο Γληνό, ο οποίος οδήγησε στην ταύτιση του δημοτικισμού και κομμουνισμού. Αλλά και ο Τριανταφυλλίδης συμφωνεί με το Δελμούζο για τον υπερταξικό χαρακτήρα του εκπαιδευτικού δημοτικισμού. Όμως διαφωνεί ότι αιτία της κακοδαιμονίας είναι η πολιτική γενικά αλλά ο κομματισμός δηλώνοντας ότι είναι πρόθυμος να στρατευθεί σε κάθε «εθνική» πολιτική όποιος και αν την εφαρμόζει.

Έτσι, ο μεν Δελμούζος θα χαιρετήσει την ανάληψη του υπουργείου παιδείας από το Μεταξά ο δε Τριανταφυλλίδης, που πριν από 15 περίπου χρόνια αναρωτιόταν  γιατί σοφοί άνθρωποι είχαν διατάξει να καούν τα βιβλία της μεταρρύθμισης του 1917, θριαμβολογεί για τη νίκη της δημοτικής χάρη στο Μεταξά και αναλαμβάνει την σύνταξη της γραμματικής της[25].

Πρόκειται ουσιαστικά για το τμήμα εκείνο των διανοουμένων που ολόκληρη την προηγούμενη περίοδο δεν είχε κατανοήσει τα κοινωνικά θεμέλια και τις πολιτικές αιτίες του συντηρητισμού, τόσο στην εκπαίδευση όσο και στο γλωσσικό ζήτημα. Όπως παρατηρεί η Άννα Φραγκουδάκη:

Πράγματι, ο Ιωάννης Μεταξάς δε βρήκε σχεδόν καμία αντίσταση από το φιλελεύθερο χώρο. Η σύγχυση στο χώρο των ιδεών και η έλλειψη κοινωνικής συνείδησης των διανοουμένων επέτρεψε σε ευγενικές και δημοκρατικές φυσιογνωμίες να δημοσιεύσουν υμνητικά κείμενα για τον Ιωάννη Μεταξά και το δημοτικιστικό του πνεύμα. Η σύγχυση αυτή επέτρεψε στις δημοκρατικές συνειδήσεις ν’ ανεχθούν τη φασιστική βία[26].

Η υπόγεια αντίσταση

Κλείνουμε με αναφορά στο τμήμα των διανοουμένων στο χώρο της εκπαίδευσης που ανέπτυξαν μια υπόγεια αντίσταση. Στην αρθρογραφία του περιοδικού «Παιδαγωγική»  που εξέδιδε ο Σωτηρίου «Παιδαγωγική» αποφεύγεται επιμελώς κάθε ευθεία κριτική του καθεστώτος, κάθε ευθεία κριτική αναφορά στο περιεχόμενο της σχολικής γνώσης και γίνεται προσεκτική και πλάγια κριτική στις μεθόδους διδασκαλίας. Ο Σωτηρίου διάβαζε προσεκτικά κάθε κείμενο, ζητούσε από τους αρθρογράφους να περικόψουν «επικίνδυνες αναφορές» κατά του καθεστώτος και πρόβαλε την ολιστική διδασκαλία και τον παιδοκεντρισμό της Νέας Αγωγής, καθώς σε συνθήκες λογοκρισίας και πολιτικών διωγμών ο καλός επαγγελματίας δάσκαλος παίρνει τη θέση του δασκάλου με πολιτική ταυτότητα αντίθετη με αυτήν της 4ης Αυγούστου. Σύμφωνα με μαρτυρία του Κώστα Καλαντζή, ο Δημήτρης Γληνός είπε στον Σωτηρίου ότι ο μόνος τρόπος αναπαραγωγής του δημοτικισμού μέσα στους εκπαιδευτικούς είναι η ανάδειξη και ανάλυση ουδέτερων θεμάτων όπως της διδακτικής και της σχολικής πράξης.

Πρόκειται για μια από τις μορφές της «υπόκωφου αντίστασης» στην οποία αναφέρθηκε ο δικτάτορας στο λόγο του κατά την ανάληψη του υπουργείου παιδείας.

Η ιστορία της εκπαίδευσης είναι «ιστορία τελειωμένη, ιστορία δίχως τελειωμό» όπως λέει και ο Αλτουσέρ και οι ειδικότερες εργασίες στα θέματα αυτά θα φωτίσουν παραπέρα και άλλες πτυχές τους.


Του Κώστα Θεριανού – criticeduc.blogspot.gr

  • Πρώτη δημοσίευση άρθρου  4/8/2014