Για χρόνια ο Νίκολας Τοθ έντυνε με τις περικεφαλαίες του τους πολεμιστές των θαλασσών. Με τα εργαλεία του παππού του δάμαζε χαλκό και μπρούντζο. Δεκάδες έλληνες φορούσαν τα σκάφανδρά του και αναζητούσαν στα λιβάδια του βυθού τη σοδειά τους: τα σφουγγάρια του Κόλπου του Μεξικού.

Αναδημοσιευση από την εφημερίδα Τα Νέα, της 06/05/2010

Ads

Στο εργαστήρι του Νίκολας Τοθ έχει φωλιάσει ένας αιώνας ιστορίας. Το 1913, όταν έφτασε εδώ από την Κάλυμνο ο παππούς του Αντώνιος Λεριός, το Τάρπον Σπρινγκς της Φλόριντας στις ΗΠΑ θύμιζε ελληνικό κεφαλοχώρι. Λίγα χρόνια πριν μια ομάδα 500 δυτών είχε μεταναστεύσει από την Ελλάδα. Ηταν ένδοξες εκείνες οι εποχές για τη σπογγαλιεία. Παρθένοι βυθοί, μεγάλη ζήτηση και ακούραστοι εργάτες της θάλασσας. Ο Λεριός έγινε ο μάστοράς τους. Εφτιαχνε τα σκάφανδρα για τις καταδύσεις τους. Και όταν γέρασαν τα χέρια του μύησε στην τέχνη του τον εγγονό του.

Σήμερα, στο εργαστήρι του κ. Τοθ ελάχιστα έχουν αλλάξει. Χρησιμοποιεί τα ίδια εργαλεία, επενδύει τον ίδιο κόπο (έως και 250 ώρες εργασίας σε ένα σκάφανδρο) και έχει το ίδιο μεράκι για δουλειά που είχε και ο παππούς του. Το Τάρπον Σπρινγκς όμως δεν είναι ίδιο. Ο άλλοτε στόλος των 200 βαρκών αριθμεί σήμερα τρία επαγγελματικά και επτά «πειρατικά» καΐκια (αποκαλούνται έτσι γιατί δεν ασχολούνται αποκλειστικά με τη σπογγαλιεία). Και ο κ. Τοθ είναι ο τελευταίος του είδους του. Ο τελευταίος μάστορας. «Μεγάλωσα σε αυτόν τον χώρο. Από μικρός βοηθούσα στο μαγαζί και μάθαινα τα μυστικά. Αγάπησα τη δουλειά και τον τρόπο ζωής. Με ηρεμεί το να δημιουργώ δίπλα στη θάλασσα», λέει. Οταν πέθανε ο παππούς του το 1992, σε ηλικία 100 ετών, ο κ. Τοθ σταμάτησε να φτιάχνει σκάφανδρα για πέντε χρόνια. «Δεν μπορούσα. Με το που άγγιζα τα εργαλεία έκλαιγα. Χρειάστηκε καιρός για να το ξεπεράσω. Σήμερα, συνεχίζω την τέχνη για να τον κάνω περήφανο».

Οι φουρτούνες της θάλασσας…

Ο κ. Τοθ όμως δεν είναι ο μόνος που διαφυλάσσει την παράδοση στο Τάρπον Σπρινγκς. Δίπλα στο εργαστήρι του βρίσκεται το καρνάγιο του Γιώργου Σαρούκου. Ο κ. Σαρούκος είναι ο τελευταίος κατασκευαστής ελληνικών σπογγαλιευτικών. Εγκαταστάθηκε εδώ το 1970 και άρχισε να κατασκευάζει σκάφη έχοντας μαθητεύσει πλάι στον παππού και τον πατέρα του στην Κάλυμνο. Ενα από αυτά συνεχίζει τα ταξίδια του σε ελληνικά χέρια.

Ads

Ο Τάσος Καρυστινός διασχίζει τις θάλασσες με την «Ανάσταση» από το 1991. Γεννήθηκε στην Οκτωνιά Ευβοίας σε μια οικογένεια 12 παιδιών και πέρασε λαθραία στην Αμερική πριν από 40 χρόνια. Αφού δούλεψε ως μπογιατζής έφτασε στη Φλόριντα και ασχολήθηκε με τη μεγάλη αγάπη του, τη θάλασσα. Πρώτα ως ναύτης, έπειτα ως βουτηχτής και αργότερα ως καπετάνιος. «Μου πήρε 16 χρόνια να ξεχρεώσω το καΐκι μου», λέει. «Με τον Σαρούκο δεν υπογράψαμε συμβόλαια, ούτε πήρα δάνεια. Δώσαμε απλά τα χέρια και είπαμε ότι άμα δουλεύει το καΐκι θα παίρνει και αυτός λεφτά». Το καΐκι του ήταν ειδική παραγγελία. Ναυπηγημένο για μεγάλες θάλασσες. Για ένα διάστημα δοκίμασε την τύχη του στα ψάρια ώσπου οι φουρτούνες τον έκαναν να επιστρέψει στα σφουγγάρια. «Το 1996 έπεσα σε κυκλώνα. Για εννέα μερόνυχτα έφαγα τη θάλασσα της ζωής μου. Οταν σταμάτησε η κακοκαιρία όλες οι κεραίες στο καΐκι είχαν σπάσει. Το σκάφος όμως δεν είχε την παραμικρή ζημιά. Τα ελληνικά παραδοσιακά σκάφη είναι φτιαγμένα έτσι, για να μην μπατάρουν. Δεν την παλεύουν τη θάλασσα, την ακολουθούν», λέει.

Φουρτούνες στην αγορά

ΟΣΟΙ ΑΣΧΟΛΟΥΝΤΑΙ ακόμη με τη σπογγαλιεία έχουν να αντιμετωπίσουν τις φουρτούνες της αγοράς. Την περίοδο 1913-1950 η παραγωγή του Τάρπον Σπρινγκς κάλυπτε το 45% της αμερικανικής αγοράς. Αργότερα η εμφάνιση του συνθετικού σφουγγαριού μείωσε τη ζήτηση του φυσικού και πολλοί ναυτικοί άλλαξαν επάγγελμα. Οι σκληρές συνθήκες εργασίας και η αρμύρα δεν δελεάζουν τους νέους. Ακόμα κι αν ένα σκάφος με 10 ώρες δουλειάς την ημέρα μπορεί να μαζέψει μια παρτίδα αξίας 1.000 δολαρίων. Ο κ. Καρυστινός δυσκολεύεται να πείσει το πλήρωμά του να μείνει στη θάλασσα για 15-20 μέρες σερί. Οταν μιλήσαμε, είπε ότι θα έπρεπε να είχε μπαρκάρει από την προηγουμένη. Ο γιος του δεν ταξίδεψε ποτέ μαζί του για σφουγγάρια. Οπως συνέβη με τους περισσότερους μετανάστες, η παράδοση σταμάτησε έπειτα από ένα ταξίδι τριών γενεών. Τα παιδιά του κ. Σαρούκου ασχολούνται με μια επιχείρηση βαφής γεφυρών και ο γιος του κ. Τοθ δοκιμάζει την τύχη του στην υποκριτική.

Τα περισσότερα από τα σκάφανδρα που φτιάχνει ο κ. Τοθ δεν αντικρύζουν ποτέ τα λιβάδια του βυθού. Καταλήγουν σε μουσεία ή σε συλλέκτες. Πλέον, ο κ. Τοθ κατασκευάζει πέντε σκάφανδρα τον χρόνο και τα κοστολογεί 10.000 ευρώ το καθένα. «Φτιάχνω τα πάντα μόνος μου, από το μηδέν. Δεν χρησιμοποιώ έτοιμα κομμάτια. Ολα γίνονται με σεβασμό στην παράδοση που κρατάει για περισσότερο από έναν αιώνα. Εδώ είμαι ο μόνος που έχει απομείνει. Δεν ξέρω πόσοι μάστορες σαν κι εμένα υπάρχουν στον κόσμο. Αλλά σίγουρα δεν θα είναι πολλοί», λέει.