Ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης συνεχίζει και φέτος να υποδύεται έναν από τους τρεις «Ήρωες» στο θέατρο «Βασιλάκου», ενώ πρωταγωνιστεί στη νέα σειρά του Ant1 «Κάνε γονείς να δεις καλό».

Ads

Ο δημοφιλής καλλιτέχνης όπως δηλώνει σε συνέντευξή του στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων θεωρεί παρήγορο που οι νέοι άνθρωποι θέλουν να βλέπουν θέατρο. Επισημαίνει όμως πως οι νέοι επειδή έχουν μεγαλώσει με την ιδιωτική τηλεόραση κι έχουνε διαφορετικά κριτήρια, προτιμούν παραστάσεις που δεν είναι και πολύ «καθαρόαιμο» θέατρο. Είναι δηλαδή περισσότερο μια διασκέδαση παρά μια θεατρική δουλειά.

Τονίζει με ικανοποίηση πως το θέατρο πηγαίνει καλά, γιατί όπως λέει το ζωντανό, το live θέαμα είναι ακόμα ελκυστικό. Εκφράζει όμως τον προβληματισμό του για το ελληνικό σινεμά σημειώνοντας πως πρόκειται για ένα ακριβό… σπορ για το οποίο οι παραγωγοί δεν δίνουν χρήματα, επειδή δεν υπάρχει μεγάλη προσέλευση θεατών στην Ελλάδα, ενώ όπως αναφέρει λείπουν και τα καλά σενάρια. Ένας ακόμη λόγος -όπως υπογραμμίζει- ίσως είναι γιατί στα συνδρομητικά κανάλια υπάρχουν καταπληκτικές σειρές και ταινίες και γι΄ αυτό ο κόσμος δύσκολα βγαίνει απ΄ το σπίτι του να πάει στο σινεμά.

Ακολουθεί η συνέντευξη του Ιεροκλή Μιχαηλίδη στον Νίκο Γιώτη για το Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων:

Ads

Συνεχίζετε για δεύτερη χρονιά με τους «Ήρωες». Τι πραγματεύεται αυτό το έργο;

Οι «Ήρωες» είναι ένα πολύ ενδιαφέρον έργο το οποίο συνεχίζεται για δεύτερη χρονιά στο θέατρο «Βασιλάκου». Ξεκινήσαμε τη φετινή σεζόν παίζοντας για δυο βδομάδες στη Θεσσαλονίκη με μεγάλη -κι εκεί- προσέλευση θεατών και από τις 3 Νοεμβρίου συνεχίζουμε στην Αθήνα. Όσον αφορά την παράσταση, ο τίτλος είναι ειρωνικός μιας και πρόκειται για τρεις απόστρατους βετεράνους αξιωματικούς οι οποίοι είναι έγκλειστοι σε ένα γηροκομείο και στην ουσία προσπαθούν να αποδράσουν από κει. Ζουν πλέον αυτόν τον σταματημένο χρόνο και συζητούν πώς θα φύγουν. Έτσι προκύπτουν ένα σωρό κωμικές καταστάσεις. Πρόκειται για ένα έργο που έχει μια γλυκύτητα και συναίσθημα. Δεν είναι μια άγρια κωμωδία, αλλά αισιόδοξη και τρυφερή με λίγη πικρία.

Δηλαδή είναι σαν να παρακολουθούμε μία συζήτηση καφενείου;

Όντως, είναι μια συζήτηση καφενείου που στην ουσία δεν γίνεται τίποτε κι από την οποία προκύπτουν όλες οι συγκρούσεις τους. Γιατί όλοι έχουν κουσούρια απ΄ τον πόλεμο. Ο ένας έχει τραύμα στο πόδι, ο άλλος στον εγκέφαλο, ενώ εγώ στον ρόλο μου έχω ψυχικό τραύμα. Οπότε έχουμε μία σύγκρουση τριών ανθρώπων οι οποίοι δεν μπορούν να συνεννοηθούν για να κατορθώσουν να αποδράσουν.

Είναι εξαιρετικό το δέσιμο, η χημεία που έχετε επί σκηνής με τον Γιάννη Φέρτη και τον Δημήτρη Πιατά…

Είμαστε τρεις διαφορετικές γενιές και τρεις διαφορετικές σχολές. Παρόλα αυτά χάρη στον Νιkita Milivojevic που είναι πολύ σπουδαίος σκηνοθέτης έχουμε μια αρμονική συνύπαρξη των τριών γενεών και τριών σχολών.

Σε ποιους απευθύνεται κυρίως η παράσταση;

Ενώ είναι ένα θεατροφιλικό είδος θα λέγαμε, δηλαδή είναι για ανθρώπους που βλέπουν θέατρο, απευθύνεται όμως και σε θεατές που πηγαίνουν σπάνια σε θέατρο. Γι΄ αυτό και προσελκύει πάρα πολύ κόσμο…

Κι όσον αφορά τις ηλικίες των θεατών; Υπερτερούν οι μεσήλικες ή η ηλικιωμένοι οι οποίοι ίσως στους ρόλους που υποδύεστε βλέπουν χαρακτηριστικά των εαυτών τους;

Απ΄ ό,τι έχω διαπιστώνει είναι ένα έργο στο οποίο διασκεδάζουν περισσότερο οι νέοι οι οποίοι κατακλύζουν το θέατρο. Κι αυτό γιατί οι μεγάλοι σε ηλικία, δηλαδή οι άνω των 60, επειδή ίσως πλησιάζουν ηλικιακά τους «Ήρωες» του έργου -και νομίζω πως ταυτίζονται λίγο με τους ρόλους- και παρόλο που γελάνε μάλλον νιώθουνε μια πικρία (γελάει).

Είναι ελπιδοφόρο πάντως πως οι νέοι κατακλύζουν τα τελευταία χρόνια τα θέατρα. Τι είναι εκείνο που έλκει τη νεολαία;

Δεν γνωρίζω, αλλά είναι παρήγορο που οι νέοι άνθρωποι θέλουν να βλέπουν θέατρο, αν και όπως διαπιστώνω, επειδή έχουν μεγαλώσει με την ιδιωτική τηλεόραση κι έχουνε έχουνε διαφορετικά κριτήρια, προτιμούν παραστάσεις που δεν είναι και πολύ «καθαρόαιμο» θέατρο. Είναι δηλαδή περισσότερο μια διασκέδαση παρά μια θεατρική δουλειά. Αυτό που προσπαθούμε εμείς να κάνουμε πάντοτε είναι υψηλής ποιότητας θέατρο και να είναι απολαυστικό. Γι΄ αυτό και είμαι χαρούμενος όταν νέοι άνθρωποι επιλέγουν να δουν τέτοιου είδους παραστάσεις. Είναι και μια άλλου είδους εμπειρία απ΄το να δουν μια παράσταση που είναι μία φάρσα η οποία είναι τηλεοπτικής λογικής περισσότερο παρά θεατρικής. Υπάρχει μία ειδοποιός διαφορά ανάμεσα σε ένα κείμενο το οποίο είναι για να γίνει ένα σήριαλ φαρσοκωμωδίας ή μία «καθαρόαιμη» θεατρική κωμωδία με θεατρική ατμόσφαιρα.

Θεατρικά θα συνεχίσουμε να σας βλέπουμε στους «Ήρωες» και τηλεοπτικά στο «Κάνε γονείς να δεις καλό». Ετοιμάζετε κάτι άλλο για το άμεσο μέλλον;

Ετοιμάζω κάτι θεατρικό για τον Φεβρουάριο, οπότε θα ολοκληρωθούν -σύμφωνα με τον προγραμματισμό- οι «Ήρωες», το οποίο όμως δεν μπορώ ακόμα να ανακοινώσω. Επίσης ίσως κάνω κάτι μουσικό, τη «Συνοικία Ασμάτων», παίζοντας μια φορά την εβδομάδα στην Αθήνα και ίσως παίξουμε και δυο τρεις φορές στη Θεσσαλονίκη, σε μαγαζί όμως κι όχι σε θέατρο, γιατί είναι μουσικό θέαμα.

Κι όσον αφορά τον κινηματογράφο, υπάρχει κάτι στα σχέδιά σας;

Όχι δεν υπάρχει. Δυστυχώς γίνονται πολύ λίγες ταινίες κι έτσι η μεγάλη μου αγάπη για το σινεμά δεν βρίσκει πρόσφορο έδαφος.

Πού το αποδίδετε αυτό;

Στην οικονομική κρίση. Είναι καθαρά ζήτημα οικονομικό, κι επίσης στο γεγονός ότι ο κόσμος δεν πάει πλέον στο σινεμά. Οι παραγωγοί δεν μπορούν να βάλουν τα χρήματά τους επειδή οι θεατές έχουν μειωθεί σημαντικά στο σινεμά.

Αναφέρεστε μόνο στις ελληνικές ταινίες;

Τα εισιτήρια έχουνε πέσει στο σινεμά και στις ξένες ταινίες. Ακόμη και στις ξένες μεγάλες παραγωγές. Κι αυτό επειδή τώρα με τα συνδρομητικά κανάλια βλέπεις καταπληκτικές σειρές και ταινίες, και ίσως γι΄ αυτό ο κόσμος δύσκολα βγαίνει να πάει στο σινεμά. Στο θέατρο πάντως πηγαίνουν, γιατί είναι μοναδική εμπειρία και δεν μπορείς να το δεις στο σπίτι σου. Οπότε το ζωντανό το live θέαμα είναι ακόμα ελκυστικό. Τα θέατρα πηγαίνουν καλά. Δόξα τω Θεώ. Στο σινεμά έχουμε θέμα όμως…

Αισιοδοξείτε ότι μπορεί να αλλάξει στο άμεσο μέλλον κάτι στο σινεμά;

Όχι, δεν νομίζω ότι στο σινεμά θα μεγαλώσει η προσέλευση των θεατών, αλλά εύχομαι τουλάχιστον να έχουμε περισσότερες ελληνικές παραγωγές για να υπάρχει ενδιαφέρον. Είναι όμως πολύ δύσκολο να γίνει αυτό πλέον γιατί είναι πολύ ακριβό… σπορ το σινεμά.

Είναι θέμα μόνον οικονομικό ή μήπως δεν υπάρχουν και τα «μεγάλα μυαλά» για να γράψουν καλά σενάρια;

Αυτό ισχύει πάντα και αφορά την ποιότητα. Όσον αφορά όμως την ποσότητα είναι θέμα οικονομικό. Αν υπήρχανε τα «μεγάλα μυαλά» έστω και με λίγα χρήματα θα γίνονταν καλές ταινίες. Κυρίως όμως μας λείπουν τα καλά σενάρια στο σινεμά. Γιατί σκηνοθέτες, ηθοποιούς και τεχνικούς έχουμε πάρα πολύ καλούς. Μας λείπουν τα σπουδαία σενάρια για να αξίζει τον κόπο να ρισκάρουν οι παραγωγοί και να κάνουν σινεμά…