Αν η είδηση είναι επινόηση της δεκαετίας του 1830, ο ρεπόρτερ είναι επινόηση της δεκαετίας του 1880. Δεν θα αργήσει να γίνει και κοινωνική κατάκτηση, ιδίως όταν αναδειχθεί, στις αρχές του 20ού αιώνα, σε ήρωα της λαϊκής κουλτούρας, κυρίως του κινηματογράφου και της pulp fiction λογοτεχνίας, τόσο στην Αμερική όσο και στην Ευρώπη.

Ads

Η είδηση, ως μια ιστορία με μεγάλο πληροφοριακό βάρος, όπως και η εξειδίκευσή της, είναι κυρίως δημιούργημα των αμερικανικών εφημερίδων και, πιο συγκεκριμένα, του penny press, όπως έχουμε δείξει στο Πρώτο Μέρος αυτού του βιβλίου. Ο ρεπόρτερ είναι επίσης δημιούργημα των αμερικανικών εφημερίδων, αυτού του ίδιου penny press έτσι όπως εξελίχθηκε κατά τον 19ο αιώνα, επιβλήθηκε και λειτούργησε ως το κυρίαρχο μοντέλο ή το κυρίαρχο παράδειγμα – όχι μόνο μοντέλο οικονομικό, αλλά και μοντέλο παραγωγής περιεχομένου και εξειδίκευσης των παραγωγών περιεχομένου, εξειδίκευσης της συντακτικής ομάδας ή του news room. O ρεπόρτερ επιβάλλεται ως το νέο πρόσωπο του αμερικανού δημοσιογράφου μεταξύ 1880 και 1890. Μαζί του εμφανίζεται και η σύγχρονη δημοσιογραφία σε όλες τις χώρες της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής, μια πειθαρχία και μια πρακτική που επιβιώνει και επαναλαμβάνεται απαράλλακτη, με τους ίδιους κανόνες, για περισσότερο από έναν αιώνα, μέχρι την εμφάνιση του Διαδικτύου και των νέων μέσων, που προκαλούν μια νέα σύγχυση στα επαγγέλματα του Τύπου.

Μπορούμε να πούμε ότι ο ρεπόρτερ είναι πρωτότυπο δημιούργημα των εφημερίδων. Δεν είναι υβρίδιο, δεν συμμετέχει σε άλλους χώρους, δεν διεκδικείται από τη λογοτεχνία ή την πολιτική. Ο ρεπόρτερ είναι ο δημοσιογράφος πεδίου. Όχι με την παλαιότερη έννοια του απεσταλμένου, ας πούμε του πολεμικού ανταποκριτή που μεταβαίνει στο πεδίο της μάχης για να γράψει ιστορίες. Αλλά κυρίως με την έννοια του ερευνητή του πεδίου, που ερευνά και διερευνά, αξιοποιεί πληροφορίες, εμπιστευτικές και μη, συσχετίζει, για να οδηγηθεί, τελικά, στην αποκάλυψη. Αυτή η έρευνα πεδίου δεν είναι ανώδυνη. Ένας ευρωπαίος ρεπόρτερ, ο Γάλλος Albert Londres –που τον έχουμε ξανασυναντήσει στις σελίδες αυτού του βιβλίου, στο νοτιοανατολικό μέτωπο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου–, έγραφε το 1929 ότι το επάγγελμα του δημοσιογράφου ρεπόρτερ είναι να βάζει «την πένα στην πληγή». Το ανέφερε αυτό στον πρόλογο του βιβλίου του Terre d’ebene (Γη από έβενο), ένα μεγάλο ρεπορτάζ για τη γαλλική Δυτική Αφρική και ταυτόχρονα ένα κατηγορητήριο της αποικιοκρατικής δουλείας, που είχε δημοσιευτεί μερικούς μήνες νωρίτερα, τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο του 1928, στην εφημερίδα Le Petit Parisien, με τίτλο «Quatre mois parmis nos Noirs d’Afrique» («Τέσσερις μήνες με τους Μαύρους μας τής Αφρικής»). Ο ρεπόρτερ βρίσκεται πάντοτε κοντά στη δράση, και μερικές φορές γίνεται μέρος της δράσης, έστω και αν αυτό θα το απαγορεύσουν στις αρχές του 20ού αιώνα οι κανόνες δεοντολογίας που θα θεσπίσει το ίδιο το επάγγελμα. Μόνο που η δεσμευτική λειτουργία αυτών των κανόνων είναι αποκλειστικά ηθική.

Το ερευνητικό ρεπορτάζ, που είναι επίσης ένα αμερικανικό είδος δημοσιογραφίας το οποίο κινείται πέρα από τα όρια της επίσημης ατζέντας των ειδήσεων, είναι ο κατεξοχήν χώρος του ρεπόρτερ. Αρχετυπική μορφή ρεπόρτερ του αμερικανικού Τύπου είναι η Nellie Bly, που την έχουμε ήδη συναντήσει, όχι απλώς ως ερευνήτρια πεδίου αλλά και ως ρεπόρτερ βιωματικής έρευνας, αφού κλείνεται σε άσυλο για να στηλιτεύσει τα κακώς κείμενα και να προκαλέσει στη συνέχεια, με τις αποκαλύψεις της, την αλλαγή της σχετικής νομοθεσίας για τον εγκλεισμό και τα άσυλα. Άλλη αρχετυπική μορφή είναι ο Jacob Riis, δανός μετανάστης, αστυνομικός ρεπόρτερ, που το 1890, ως ερευνητής πεδίου στο νοτιοανατολικό Μανχάταν, αποκάλυψε τις άθλιες συνθήκες στέγασης των μεταναστών από την Ευρώπη. 37.000 παραπηγματικές κατοικίες (tenements) στέγαζαν παραπάνω από 1.000.000 ανθρώπους. Ο Riis συνδύασε την επί τόπου παρατήρηση, έχοντας ως μοναδικό εργαλείο το σημειωματάριό του, με την έρευνα στα δεδομένα (data) της εποχής, ιδιαίτερα τις στατιστικές καταγραφές. Ο ρεπόρτερ συνδέεται επίσης με το λεγόμενο muckraking movement, που τοποθετείται στις αρχές του 20ού αιώνα, ένα είδος επιθετικού ερευνητικού ρεπορτάζ που κυρίως διερευνά και αποκαλύπτει σκάνδαλα της εξουσίας –πολιτικής και μη–, παρεκκλίσεις από τον νόμο αλλά και την ηθική. Η υπερβολή δεν λείπει, φυσικά, από αυτό το ρεπορτάζ, μια υπερβολή που οδηγεί σε τερατογενέσεις.

Ads

Είναι, πάντως, παράδοξο που στις αρχετυπικές μορφές του αμερικανού ρεπόρτερ εντάσσεται η Nellie Bly. Και είναι παράδοξο επειδή, στην τυπολογική αποτύπωσή του, ο ρεπόρτερ είναι άνδρας. Ο Michael Schudson μας έχει δώσει τα τυπολογικά χαρακτηριστικά του αμερικανού ρεπόρτερ: νέος, πολύ δραστήριος και φιλόδοξος, κάπως αφελής, απόφοιτος κολεγίου, συνήθως σκοτεινός, προσηλωμένος στη δουλειά του και εξαρτημένος από την εμπειρία του ως ρεπόρτερ. Αν θέλουμε λοιπόν να κωδικοποιήσουμε τα χαρακτηριστικά αυτού του νέου είδους δημοσιογράφου, απόλυτου δημιουργήματος των εφημερίδων, θα λέγαμε: πανταχού παρουσία, τόλμη, περιέργεια, έρευνα, θαρραλέα αποκάλυψη, πνεύμα πρωτοβουλίας, κοινωνιολογική αίσθηση, παρατήρηση του πεδίου, άμεση καταγραφή. Αυτό το τελευταίο συνδέεται με τον βασικό εξοπλισμό του ρεπόρτερ, που δεν είναι άλλος από το σημειωματάριό του, μυθοποιημένο και αυτό εργαλείο, ιδιαίτερα στην ηρωική εποχή του αμερικανικού noir.

Στο ιδιόλεκτο των αγγλοσαξονικών εφημερίδων η λέξη reporter απαντά για πρώτη φορά το 1798. Αλλά ως όρος που προσδιορίζει ένα συγκεκριμένο είδος δημοσιογράφου διαδίδεται από το 1880 και μετά, και επιβάλλεται παντού – και στην Ελλάδα, όπως έχουμε δει. Τυπικό αμερικανικό δημιούργημα, είναι –μαζί με τον καουμπόι και τον ντετέκτιβ– η πιο ηρωική δραστηριότητα στην Αμερική, όπως έχει γράψει ο Norman Mailer. Στην αποστροφή τού Mailer, το επίθετο «ηρωικός» έχει σχέση κυρίως με τη νέα λαϊκή κουλτούρα των αρχών του 20ού αιώνα, που δεν είναι άλλη από τον κινηματογράφο. «Όταν ήμασταν παιδιά», γράφει ο Mailer, «υπήρχαν κάτι ταινίες με ρεπόρτερ-ήρωες. Αναζητώντας στοιχεία, πηδούσαν το φρέαρ ενός άδειου ανελκυστήρα, άρπαζαν αυτόματα όπλα από τα χέρια μαφιόζων και, αν επρόκειτο για τον Κάρι Γκραντ, έπαιρναν μια καρέκλα και την έβαζαν μπροστά στο στόμα του λύκου, εφόσον ο λύκος είχε την αλλόκοτη ιδέα να μπει στο γραφείο του συντάκτη».

Για πολλούς από εμάς, ο αμερικανός ρεπόρτερ έχει μορφή. Ως ήρωας, και μάλιστα πολιτισμικός ήρωας, έχει διασωθεί και διαιωνιστεί μέσα από τα χαρακτηριστικά όχι μόνο του Κάρι Γκραντ, αλλά και του Κλαρκ Γκέιμπλ, του Τζέιμς Στιούαρτ, του Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ και της Ρόζαλιντ Ράσελ, που εκπροσωπεί το αμερικανικό γυναικείο παράδοξο του ρεπόρτερ. Και, φυσικά, δεν είναι μόνο ήρωας δράσης αλλά και φαντασιακός ήρωας, που ορίζεται από την ασπρόμαυρη όψη των ταινιών, τους καπνούς των τσιγάρων, το ουίσκι, τα μαύρα τηλέφωνα, τα διάφανα διαχωριστικά των δημοσιογραφικών γραφείων, την αδρεναλίνη, τη μαγική λέξη press. Στα τέλη της δεκαετίας του 1930 ο αμερικανός ρεπόρτερ αποκτά και τις διαστάσεις τού cultural icon, ως ήρωας κόμικς πλέον, και μάλιστα υπερήρωας. Δεν είναι άλλος από τον Σούπερμαν, τον κατά κόσμον ρεπόρτερ Κλαρκ Κεντ της εφημερίδας Daily Planet στο κόμικ των Jerry Siegel και Joe Shuster.

* Απόσπασμα από το βιβλίο του Νίκου Μπακουνάκη, Δημοσιογράφος ή ρεπόρτερ, εκδόσεις ΠΟΛΙΣ 

image

Από το οπισθόφυλλο 

Το Δημοσιογράφος ή ρεπόρτερ – Η αφήγηση στις ελληνικές εφημερίδες, 19ος-20ός αιώνας είναι η πρώτη έρευνα στην οποία ο ελληνικός Τύπος δεν αντιμετωπίζεται ως κεφάλαιο της πολιτικής ιστορίας αλλά ως αυτόνομο αφηγηματικό πεδίο, με τους δικούς του κανόνες σε σχέση με τη λειτουργία του βλέμματος του ρεπόρτερ, της μαρτυρίας, του πρώτου προσώπου, της τεκμηρίωσης του γεγονότος, της υπογραφής. Καθώς η εφημερίδα ως μέσο και ως μορφή αρχείου έχει χάσει σήμερα την κυριαρχία της, μπορούμε να πούμε ότι το βιβλίο αυτό ανήκει σ’ έναν ιδιαίτερο χώρο της επιστήμης της Ιστορίας, που ονομάζεται Αρχαιολογία των Μέσων.