Δεν συνδέεται ο πατέρας της Οκτωβριανής Επανάστασης, Βλαντίμιρ Λένιν, με την εκτέλεση του τελευταίου τσάρου της Ρωσίας, του Νικολάου Β, και της οικογένειάς του, όπως προέκυψε από έρευνες που πρόσφατα πραγματοποιήθηκαν για το θέμα.

Ads

Σύμφωνα με δημοσίευμα της ρωσικής εφημερίδας Ιζβέστια, από την έρευνα δεν αποκαλύφθηκαν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι ο Λένιν είχε δώσει την εντολή για τη δολοφονία τους.

«Στην έρευνα συμμετείχαν οι σημαντικότεροι ειδικοί επί του θέματος, ιστορικοί και αρχειοφύλακες. Και μπορώ να σας πως σήμερα μετά βεβαιότητας ότι δεν υπάρχει κανένα αξιόπιστο έγγραφο που να αποδεικνύει ότι έγινε με πρωτοβουλία του Λένιν ή του (Γιάκοβ Μιχαήλοβιτς) Σβερντλόφ» (του προέδρου της Πανενωσιακής Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής των Σοβιέτ), δήλωσε ο Βλαντίμιρ Σολοβιόφ, ένας από τους επικεφαλής της επιτροπής έρευνας της ρωσικής εισαγγελίας.

Παρόλα αυτά, ο Σολοβιόφ επέριψε ευθύνες στον Λένιν και τον Σβερντλόφ, καθώς αργότερα υποστήριξαν τη δολοφονία και δεν τιμώρησαν τους υπατιους. «Όταν έμαθαν ότι ολόκληρη η οικογένεια είχε εκτελεστεί, επιδοκίμασαν επισήμως την πράξη. Κανείς από τους υπευθύνους ή τους συμμετέχοντες στη δολοφονία δεν υπέστη οποιαδήποτε τιμωρία», επισήμανε.

Ads

Η έρευνα των ρωσικών δικαστικών αρχών για την εκτέλεση του τσάρου και της οικογένειάς του έκλεισε στις 14 Ιανουαρίου. Απόγονοι της αυτοκρατορικής οικογένειας είχαν κατορθώσει τον περασμένο Μάιο να ξανανοίξει η έρευνα, την οποία είχε θέσει στο αρχείο δικαστήριο της Μόσχας.

Το 2008, το Ανώτατο Δικαστήριο της Ρωσίας είχε αναγνωρίσει τον Νικόλαο Β΄ και την οικογένειά του ως «θύματα της πολιτικής καταστολής», αλλά η αρχική έρευνα για τον εντοπισμό των υπευθύνων του εγκλήματος εγκαταλείφθηκε στις αρχές του 2009.

Οι ερευνητές της εισαγγελίας εκτιμούν ότι η δολοφονία των μελών της αυτοκρατορικής οικογένειας είναι ποινικό και όχι πολιτικό έγκλημα.

Ο Νικόλαος Β’, η σύζυγός του Αλεξάνδρα και τα πέντε παιδιά τους φυλακίστηκαν και στη συνέχεια εκτελέστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες από την Τσεκά, την πολική αστυνομία του Λένιν, στις 17 Ιουλίου 1918, στο Εκατερίνεμπουργκ.