Εικοσιπέντε χρόνια πριν, το φθινόπωρο του 1999, 5 χρόνια μετά την φονική 1η μάχη του Γκρόζνι για την ανεξαρτησία της Τσετσενίας και τον έλεγχο της εμβληματικής γεωπολιτικά περιοχής του Καυκάσου, άρχιζε στην Ρωσία ένας καινούργιος πόλεμος. Δεν ξεκίνησε με σφαίρες αλλά με βόμβες μεγάλης ισχύος που έσπειραν μαζικά τον θάνατο στη Μόσχα και σε περιοχές της Νότιας Ρωσίας. Συνολικά πάνω από 300 άτομα δολοφονήθηκαν στις επιθέσεις από ορφανές βόμβες και κομάντος αυτοκτονίας.

Ads

Σύμφωνα με τους ιστορικούς και γεωπολιτικούς αναλυτές ο πόλεμος της Τσετσενίας προέκυψε από το συνδυασμό πέντε σημαντικών παραγόντων: την πολιτική αστάθεια στη Ρωσία λόγω του μετασχηματισμού από το άκρο της σοβιετικής εκδοχής του κομμουνισμού στο άκρο του ολοκληρωτικού καπιταλισμού της νεοφιλελεύθερης δημοκρατίας, «το θεσμικό και ιδεολογικό κενό», σύμφωνα με την German, που το συνόδεψε και που επέτρεψε την άνοδο σκληροπυρηνικών εθνικιστικών στοιχείων τόσο στη Ρωσία όσο και στην Τσετσενία, την επιθυμία της Ρωσίας να διατηρήσει την εδαφική της ακεραιότητα και μάλιστα σε μια περιοχή που παρενέβαινε ιμπεριαλιστικά ήδη από το 1844, πολιτική που συνεχίστηκε και επί Στάλιν με την απέλαση των Τσετσένων, των Ινγκούσων και άλλων καυκάσιων λαών στο Καζακστάν, και την κακοδιαχείριση τόσο από τη ρωσική όσο και από την τσετσενική ελίτ, σε μία προσπάθεια «θεσμικής αυτοεπιβίωσης» εναντίον των λαών τους, κάτι που επαναλαμβάνεται και σε άλλες συγκρούσεις στις μέρες μας. Η Ρωσία ένιωθε επιπλέον απειλούμενη από τη Γεωργία, το Αζερμπαϊτζάν και την Αρμενία, ειδικά καθώς η Γεωργία θέλησε να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ και η Τουρκία έχει ανακηρύξει τον Βόρειο Καύκασο «προτεραιότητα εξωτερικής πολιτικής».

Το τσετσενικό αυτονομιστικό κίνημα διεκδίκησε την περιοχή για τον εαυτό του τη ίδια ώρα που μετά την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος το 1991, η νέα Ρωσία διατήρησε πολλούς σοβιετικούς θεσμούς, όπως η μισητή KGB, και η περιοχή συνέχισε να λειτουργεί σύμφωνα με το Σοβιετικό Σύνταγμα του 1977 για δύο τουλάχιστον χρόνια. Πχ η κυβέρνηση του αυταρχικού εναντίον του αντιπολιτευόμενου τύπου Ντουντάεφ έκλεισε την κοινοβουλευτική εφημερίδα Golos Chechenskoi Respubliki μετά την ψήφιση δυσπιστίας στα 1993. Τα κινήματα, βέβαια, κατά της σοβιετικής/ρωσικής κυριαρχίας ξεκίνησαν στην Τσετσενία το 1988 όταν οι διαδηλώσεις στο Γκρόζνι ενάντια σε ένα προτεινόμενο κι επικίνδυν για τον ντοπιο πληθυσμό βιοχημικό εργοστάσιο στο Gudermes μετατράπηκαν σε πολιτικές διαμαρτυρίες ενάντια στην ρωσική κυριαρχία. Αυτά τα κινήματα σχημάτισαν το Εθνικό Μέτωπο, το πρώτο λαϊκό μέτωπο που ιδρύθηκε στην Τσετσενία, με στόχους την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας, την αναβίωση της ιστορίας και του πολιτισμού των Τσετσενών και Ινγκουσών και την προστασία του περιβάλλοντος.

Ως κίνημα βάσης ήταν όμως ανοιχτό σε διάφορες κατευθύνσεις, ανάλογα με την αντιμετώπιση που θα είχε από τους αντιπάλους του και την χειραγώγηση που θα είχε από ‘δικούς του. Την επόμενη χρονιά, οι Τσετσένοι κέρδισαν έδρες στο Κογκρέσο των Αντιπροσώπων των Λαών, το οποίο πολιτικοποίησε το έθνος της Τσετσενίας συνδέοντας το, εν μέρει τότε, με το Ισλάμ και δημιούργησε εμβρυϊκές φιλοδοξίες για ένα ανεξάρτητο κράτος.

Ads

Το τσετσένο αυτονομιστικό κίνημα ξεκίνησε με την ίδρυση του Δημοκρατικού Κόμματος Βαϊνάχ (VDP) τον Μάιο του 1990. Η εμφάνιση του εθνικιστή ή με εθνικιστική ρητορική Ντουντάεφ σηματοδότησε την αρχή των εντάσεων μεταξύ των Τσετσένων αυτονομιστών και των σοβιετικών/ρωσικών αρχών. Η εκλογή του Ντουντάεφ ως Προέδρου της Εκτελεστικής Επιτροπής του OKChN το 1991 ριζοσπαστικοποίησε και διέλυσε την οργάνωση καθώς τα μετριοπαθή μέλη της διανόησης εγκατέλειψαν το συνέδριο για να αντιταχθούν ανοιχτά στο OKChN.

Κατά τη διάρκεια της απόπειρας πραξικοπήματος κατά του Γκορμπατσόφ τον Αύγουστο του 1991, δυνάμεις υπέρ του Ντουντάεφ κατέλαβαν τον τηλεοπτικό σταθμό στο Γκρόζνι και ο Ντουντάεφ εκφώνησε μια τηλεοπτική ομιλία απαιτώντας τη διάλυση του Ανώτατου Σοβιέτ των Τσετσενο-Ινγκούσων και την παραίτηση του Ζαβγκάγιεφ. Τον Σεπτέμβριο του 1991, το OKChN κήρυξε το Ανώτατο Σοβιέτ της ASSR ως παράνομο και ανίσχυρο και ζήτησε βουλευτικές και προεδρικές εκλογές για τις 27 Οκτωβρίου.

Ο διχασμός των κινημάτων της αντιπολίτευσης, πολλά από τα οποία χρηματοδοτούνταν από τη Μόσχα και συγκεντρώνονταν στον βορρά, κατά του Ντουντάεφ, ο οποίος δεν είχε ποτέ την ομόφωνη υποστήριξη, παρά τις χειραγωγικές αναφορές του στην απειλή της ρωσικής εισβολής και την ανειλικρινή;; υποστήριξή του για ένα ισλαμικό κράτος, συνέβαλε στο χάος μιας χώρας που μεταβαλλόταν ραγδαία. Η ρωσική εισβολή, όμως του 1994, ένωσε ουσιαστικά την διχασμένη αντιπολίτευση στην άμυνα κατά των εισβολέων και ριζοσπαστικοποίησε προς το πολιτικό Ισλάμ την κατεύθυνση των κινημάτων της. Όπως συχνά συμβαίνει στον κεντρικό ή στους περιφερειακούς ιμπεριαλισμούς η Μόσχα είχε χρηματοδοτήσει τους αντιπάλους της.

Είχε βέβαια προηγηθεί διαβρωτική (κι εκ μέρους της Ρωσικής κι εκ μέρους της Τσετσενικής ελίτ) οικονομική παρέμβαση, αφού κατά την περίοδο 1992-1994 η Ρωσία χρησιμοποίησε διαπραγματεύσεις με Τσετσένους αξιωματούχους και μεγάλες νομισματικές επιδοτήσεις σε μια προσπάθεια να επιλύσει την κατάσταση, σε μία χώρα που πεινούσε, ριζοσπαστικοποιόντας τους παρίες της και ντόπιους ταγούς προς τον θρησκευτικό φονταμενταλισμό, ελλείψει άλλης συγκροτημένης εναλλακτικής που να μην τους έχει απογοητεύσει. Ο τότε νεοεκλεγείς πρόεδρος της Τσετσενίας Aslan Maskhadov, ο οποίος εξελέγη το 1997, ουσιαστικά έχασε τον έλεγχο της Τσετσενίας από διάφορους πολέμαρχους και, το 1999, συμφώνησε απρόθυμα να μετατρέψει την Τσετσενία σε ισλαμικό κράτος που διέπεται από το νόμο της Σαρία.

Αλλά το φθινόπωρο του 1999 ένα κύμα τεράστιων βομβιστικών επιθέσεων ξέσπασε στη Ρωσία με εκατοντάδες πολίτες φριχτά δολοφονημένους, για το οποίο γρήγορα ενοχοποιήθηκαν οι τσετσένοι ισλαμιστές, δίνοντας την αφορμή για την εισβολή.

Ο 2ος αυτός ρωσοτσετσενικός πόλεμος, με ομοιότητες και στοιχεία που μας αρέσει να εντοπίζουμε κατά το δοκούν σε άλλες συγκρούσεις από το 2ο μισό του 20ου ως τις μέρες μας αλλά εδώ ηθελημένα αγνοούμε, περιείχε περισσότερα ξένα φονταμενταλιστικά ισλαμικά στοιχεία και μετά την ριζοσπαστική συντηρητικοποίηση που έδωσε την ηγεμονία στον θρησκευτικό φονταμενταλισμό, πολλοί ισλαμιστές εξτρεμιστές, παρόλο που υπήρχαν και ομάδες με άλλη ιδεολογική αναφορά, συμπεριλαμβανομένου του Σαουδάραβα πολεμιστή Khattab και άλλων, έτρεξαν να συνεπικουρήσουν υπέρ ενός ισλαμικού τόξου.

Κατά την διάρκεια της εισβολής η ανεξάρτητη πρόσβαση στους εκπροσώπους του τύπου/ πολεμικούς ανταποκριτές ήταν απαγορευμένη αφού μόνο περιηγήσεις που οργάνωνε το Κρεμλίνο, αποφεύγοντας προσεκτικά το μέτωπο ήταν εφικτές. Παρόλα αυτά, με τις κατάλληλες χρηματοδοτήσεις στο χάος του ρωσικού στρατού την εποχή της μετάβασης και ντόπιων αξιωματούχων, κάποιοι δημοσιογράφοι έσπασαν τον κλοιό.

Και, όταν ο ρωσικός στρατός σφυροκοπούσε ότι είχε απομείνει από τον στρατό τον αυτονομιστών, στην περιοχή του χωριού Κομσομόλσκογιε, φωτογραφίες που βγήκαν παράνομα απέδειξαν μια απίστευτη σφαγή. Το Κομσομόλσκογιε ήταν διαφορετικό ως θύλακας αντίστασης μετά την ισοπέδωση χωριών και πόλεων. ‘Το χωριό ήταν διαφορετικό είχε αντισταθεί από σπίτι σε σπίτι και κάθε κτήριο ήταν γεμάτο οβίδες και σφαίρες. Τα χωράφια των κατοίκων ήταν σκαμμένα με ρηχά χαρακώματα και αυτοσχέδια οχυρωματικά έργα από την πλευρά των καταδικασμένων επαναστατών. Το μέρος μύριζε έντονα κορδίτη, καμένο ξύλο, φρεσκοσκαμμένο χώμα, και θάνατο» (M. Owen, πολεμικός ανταποκριτής).

Οι φριχτές φωτογραφίες που τραβήχτηκαν από τον R. King δείχνουν εκατοντάδες επαναστάτες μα και πολίτες, δεμένους πισθάγκωνα, να έχουν πυροβοληθεί εξ επαφής, σε ένα δολοφονικό κρεσέντο που δεν σεβάστηκε τους κανόνες του πολέμου, όπως βέβαια δεν το είχαν σεβαστεί ούτε οι βομβιστές το φθινόπωρο του 1999. Υπολογίζεται ότι σκοτώθηκαν χιλιάδες, ενώ οι ίδιοι οι Ρώσοι, ή μάλλον ο στρατός της Ρωσίας, ισχυρίστηκε ότι είχε σκοτώσει 800 άνδρες του επαναστάτη Ρουσλάν Γκελάγιεφ στο Κομσομόλσκογιε και στα περίχωρα του.

Το Κομσομόλσκογιε, ως θέρετρο ενός από τα μεγαλύτερα εγκλήματα πολέμου των τελών του 20ου αιώνα ακόμη τροφοδοτεί το βαθύ μίσος τσετσένων αυτονομιστών όπως γίνεται φανερό σε φριχτά περιστατικά μαζικών δολοφονιών πολιτών που ακολούθησαν μέσα στη Ρωσία. Οι επιθέσεις εναντίον των απλών Ρώσων (ή Ισραηλινών ή Παλαιστίνιων ή Ουκρανών) ‘γιατί αντιπροσωπεύουν ένα κυρίαρχο κράτος’, ή ‘μια επικίνδυνη αντίσταση’, αποκύημα της ναζιστικής λογικής της συλλογικής ευθύνης, και η δικαιολόγηση τους εξ ονόματος συντηρητικών ή αριστερών κινημάτων αλληλεγγύης κατά το δοκούν, (όπως και η μνημόνευση ή αγνόηση των νεκρών) δείχνει πόσο ακόμη και η προσπάθεια να αντιταχθείς στην λογική των κεντρικών/περιφερειακών ή τοπικών κυρίαρχων, και των αναλώσιμων ζωών που δημιουργούν, συγκροτείται μέσα στα όρια της λογικής της κυριαρχίας.

Και αυτήν θα αναπαράγει, (αντικαθιστώντας την πολιτική αντίσταση στις γενοκτονίες με ρηχή διαπροσωπικη εκδίκηση) ώσπου να ξεχωρίζουμε την ήρα από το στάρι, όπου και όπως απαιτείται. Βάζοντας κανόνες και ‘άμμο στα γρανάζια’, ακόμη και στο αγριότερο των πραγμάτων: Τον πόλεμο και την ‘μηχανική του’.