Ήταν 13 Απρίλη του 1919 όταν μία από τις μεγαλύτερες σφαγές στην ιστορία της αποικιοκρατίας συνέβη στην Ινδία.

Ads

Η σφαγή της Jallianwala Bagh, γνωστή και ως σφαγή του Amritsar, όταν ο προσωρινός ταξίαρχος R. E. H. Dyer περικύκλωσε τους διαδηλωτές με τα συντάγματα πεζικού του, στα οποία συμμετείχαν και ινδικές κάστες πιστές στους Βρετανούς,  και αφού απέκλεισε την έξοδο τους διέταξε να πυροβολήσουν κατά του πλήθους.

Οι εκτιμήσεις για τους νεκρούς ποικίλλουν από 379 έως 1.500, συμπεριλαμβανομένων και βρεφών, ή περισσότερα άτομα, ενώ περισσότεροι από 1.200 τραυματίστηκαν, εκ των οποίων οι 192 σοβαρά. Αν και μέσα στην αναταραχή της άνοιξης του 1940, όταν ήδη ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος εξελίσσονταν,  ένας Ινδός που υπήρξε μάρτυρας της σφαγής, ο Udham Singh, δολοφόνησε σε αντίποινα τον M. O’Dywer, τον τότε διοικητή του Πουντζάμπ που θεωρούνταν ο κυριότερος σχεδιαστής της,  η Βρετανία δεν ζήτησε ποτέ επισήμως συγγνώμη, αλλά εξέφρασε «βαθιά λύπη» έναν αιώνα αργότερα, το 2019.

Κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, η Βρετανική Ινδία συνέβαλε στη βρετανική πολεμική προσπάθεια παρέχοντας άνδρες και πόρους. Εκατομμύρια Ινδοί στρατιώτες και εργάτες υπηρέτησαν στην Ευρώπη, την Αφρική και τη Μέση Ανατολή, ενώ η ινδική διοίκηση έστελνε μεγάλες προμήθειες τροφίμων, χρημάτων και πυρομαχικών, επιβαρύνοντας επιπλέον τον λαό της. Το κόστος του παρατεταμένου πολέμου σε χρήμα και ανθρώπινο δυναμικό ήταν μεγάλο.

Ads

Τα υψηλά ποσοστά απωλειών στον πόλεμο, ο αυξανόμενος πληθωρισμός μετά το τέλος, σε συνδυασμό με τη βαριά φορολογία, τη θανατηφόρα πανδημία γρίπης του 1918 και τη διακοπή του εμπορίου κατά τη διάρκεια του πολέμου κλιμάκωσαν τον ανθρώπινο πόνο.

Την ίδια ώρα το αντιαποικιοκρατικό κίνημα φούντωνε με κέντρο την Βεγγάλη και το Παντζάμπ.  Μια παν-ινδική ανταρσία στον Βρετανικό Ινδικό Στρατό τον Φεβρουάριο του 1915, (συνωμοσία του Γκαντάρ; ) αν και ανακαλύφθηκε εγκαίρως από τρις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες, συνέβαλλε ώστε μετριοπαθείς και εξτρεμιστικές ομάδες του Ινδουιστικού κατά βάση Εθνικού Κογκρέσου και της Παν ινδικής Μουσουλμανικής Λίγκας να ενωθούν.

Παρά τις μεταρρυθμίσεις Montagu–Chelmsford που πέτυχε η πίεσή του η κατάσταση δεν βελτιωνόταν, ενώ η πρόσφατα συντετριμμένη συνωμοσία του Γκαντάρ, η πιθανολογούμενη σύνδεση των επαναστατών με τη Ρωσία των Μπολσεβίκων και ένα ακόμη ενεργό επαναστατικό κίνημα ειδικά στο Παντζάμπ και τη Βεγγάλη (καθώς και η επιδείνωση των εμφυλίων αναταραχών σε ολόκληρη την Ινδία) οδήγησαν στο νόμος Rowlatt, που θεσπίστηκε για τον περιορισμό των πολιτικών ελευθεριών.

Υπεύθυνος κατά το νόμο υπήρξε ο Angloatt-Ewlney, ένας αγγλοαιγύπτιος δικαστής με αποστολή να αξιολογήσει την σύνδεση των Γερμανών και των Μπολσεβίκων με το μαχητικό κίνημα στην Ινδία, ειδικά στο Παντζάμπ και τη Βεγγάλη, που οδηγούσε μαθηματικά στην κλιμάκωση της βίας κατά των διαδηλωτών. Ενώ, ο Μαχάτμα Γκάντι, που επέστρεψε πρόσφατα στην Ινδία, άρχισε να αναδύεται ως ένας ολοένα και πιο χαρισματικός ηγέτης υπό την ηγεσία του οποίου τα κινήματα πολιτικής ανυπακοής αναπτύχθηκαν γρήγορα ως κινήματα πολιτικής αναταραχής.


Το επίπεδο της βαρβαρότητας και η έλλειψη οποιασδήποτε λογοδοσίας κατέπληξε τόσο τους Ινδούς όσο και  αρκετούς Άγγλους, σε τέτοιον βαθμό ώστε ακόμη και ο «Υπουργός Εξωτερικών για τον Πολέμο» της εποχής, ο Ουίνστον Τσόρτσιλ, να αποκαλέσει τα συμβάντα «απαράδεκτα τερατώδη», ενώ ο πρώην πρωθυπουργός Χ. Χ. Άσκουιθ, την χαρακτήρισε «μία από τις χειρότερες, πιο τρομερές, πράξεις βίας σε ολόκληρη την ιστορία μας».

Όμως, παρά την επίσημη επίπληξη, πολλοί Βρετανοί, όπως έχει επισημάνει ο ιστορικός Goopta σε μία μελέτη του, εξακολουθούσαν να  θεωρούν τον Dyer «ήρωα για τη διάσωση του κράτους του βρετανικού δικαίου στην Ινδία”.

Σχεδόν ενάμιση μήνα αργότερα, στις 22 Μαΐου 1919, ο  Rabindranath Tagore έλαβε την είδηση ​​της σφαγής. Σε μία ιστορική για το αντι-αποικιοκρατικό κίνημα ευρύτερα επιστολή, αποφάσισε να αποκηρύξει τη βρετανική του ιδιότητα και την ‘ιδιότητα του ιππότη’ ως «μια συμβολική πράξη διαμαρτυρίας».

Στην επιστολή αποκήρυξης, της 31ης Μαΐου 1919, έγραψε στον Αντιβασιλέα της Ινδίας, Λόρδο Τσέλμσφορντ, απέναντι σε όλη την ρητορική της αποικιοκρατίας που από-απανθρωποιούσε πληθυσμούς: «Επιθυμώ να σταθώ, χωρίς να έχω όλα τα ιδιαίτερα προσόντα, στο πλευρό εκείνων των συμπατριωτών μου που, για τη λεγόμενη ασημαντότητά τους, ενδέχεται να μην λογίζονται ανθρώπινα όντα».