[…] Δε κάνουμε θέατρο για το θέατρο. Δε κάνουμε θέατρο για να ζήσουμε. Κάνουμε θέατρο για να πλουτίσουμε τους εαυτούς μας, το κοινό που μας παρακολουθεί κι όλοι μαζί να βοηθήσουμε να δημιουργηθεί ένας πλατύς, ψυχικά πλούσιος και ακέριος πολιτισμός στον τόπο μας. Μόνος ο καθένας μας είναι ανήμπορος. Μόνος, ο καθένας από σας τους πιο κοντινούς στην προσπάθειά μας, είναι ανήμπορος. Μαζί ίσως κάτι μπορέσουμε να κάνουμε. Το θέατρο ως μορφή Τέχνης, δίνει τη δυνατότητα να συνδεθούμε, να συγκινηθούμε, ν’ αγγίξουμε ο ένας τον άλλον, να νοιώσουμε μαζί μια αλήθεια. Να γιατί διαλέξαμε το θέατρο σα μορφή εκδήλωσης του ψυχικού μας κόσμου […] Κάρολος Κουν (1908 – 14 Φεβρουαρίου 1987).

Ads

Ο Κάρολος Κουν γεννήθηκε στις 13 Σεπτεμβρίου 1908 στην Προύσα. Η καριέρα αλλά και η προσφορά του στου θέατρο τεράστια. Ωστόσο, η μεγάλη πορεία ξεκίνησε από το 1954, οπότε ξανάστησε το θέατρο Τέχνης, στη δική του πια μόνιμη στέγη στο κυκλικό Υπόγειο της Στοάς Ορφέως. Μέσα από το «Υπόγειο των θαυμάτων» αναδείχτηκαν ηθοποιοί, σκηνοθέτες, συγγραφείς, μουσικοί, σκηνογράφοι. Στη δεκαετία 1974-1983 δημιούργησε για πρώτη φορά και Β’ σκηνή, τη «Λαϊκή», που λειτούργησε στο Θέατρο Βεάκη.

Το ελληνικό κοινό, χάρη στον Κουν, γνώρισε τα σύγχρονα ξένα θεατρικά ρεύματα, το θέατρο του «Παραλόγου», Ιονέσκο, Μαξ Φρις, Μπέκετ, Άλμπυ, Βάις, Πίντερ, Αραμπάλ, ενώ επανήλθε συχνά στους Ουίλλιαμς, Πιραντέλλο, Τσέχωφ, Μπρεχτ, Μίλλερ, Σαίξπηρ. Πρόβαλε το ελληνικό έργο μέσα από τον Βυζάντιο, Κορομηλά, Καπετανάκη, Ξενόπουλο και δημιούργησε νέους συγγραφείς: τον Καμπανέλλη, την Αναγνωστάκη, τον Κεχαΐδη, τον Σκούρτη, τον Μουρσελλά, τον Αρμένη.

Έφυγε από τη ζωή το βράδυ της 14ης Φεβρουαρίου του 1987, την ώρα ακριβώς που θα δινόταν η πρεμιέρα του έργου «Ο ήχος του όπλου» της Λουλας Αναγνωστάκη, που λίγο καιρό πριν είχε αρχίσει να σκηνοθετεί στο «Υπόγειο», στο Θέατρο Τέχνης.

Ads

Ο Κάρολος Κουν για το Θέατρο Τέχνης

Το «Θέατρο Τέχνης» ιδρύθηκε το ’42 πριν 39 χρόνια, στην αρχή της Γερμανικής Κατοχής. Η ανάγκη για ένα τέτοιο θέατρο, ένα θέατρο συνόλου, είχε ωριμάσει μέσα μου πολύ πριν, τον καιρό που ιδρύθηκε η ημι-επαγγελματική «Λαϊκή Σκηνή» το ’34 και που  διαλύθηκε το ’38 στη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά, επειδή παίζαμε «αριστερά έργα» όπως ο Πλούτος του Αριστοφάνη κι ο Κατά φαντασίαν ασθενής του Μολιέρου.

Η εποχή της κατοχής ήταν μια συναισθηματικά, πλούσια εποχή. Έπαιρνες πολλά και έδινες πολλά. Μας ζώνανε κίνδυνοι, στερήσεις, βία και τρομοκρατία. Γι’ αυτό σαν άνθρωποι αισθανόμασταν την ανάγκη της πίστης, εμπιστοσύνης, συναδέλφωσης, έξαρσης, και θυσίας.

Αισθανόμασταν την ανάγκη για έναν σωστότερο κόσμο, ένα κόσμο με λιγότερες ανθρώπινες ατέλειες, γι’ αυτούς από εμάς που θα επιζούσαμε.

Αψηφούσαμε το θάνατο και κυνηγούσαμε με μανία τη ζωή, χωρίς περίσκεψη και προφύλαξη και ταπεινές σκέψεις. Είμαστε γνήσιοι και αληθινοί. Τα περιθώρια των έργων που ετοιμάζαμε ήταν αναγκαστικά περιορισμένα. Αλλά στο τραπέζι της πρόβας μέσα στο συρτάρι υπήρχαν και τα έργα που ελπίζαμε να παίξουμε όταν θ’ αποκτούσαμε τη λευτεριά μας.

Είμασταν όλοι στην αντίσταση και σχεδόν όλοι στις γραμμές του ΕΑΜ. Δεν μπορώ μέσα μου ν’ απαρνηθώ και να ξεχάσω εκείνα τα χρόνια. Τα χρόνια που πιστεύαμε ακόμα σ’ ένα κόσμο απαλλαγμένο από μικρότητες και βία. Με την απελευθέρωση και την μετακατοχική περίοδο, όλα διαλυθήκανε.

Το 1945 το «Θέατρο Τέχνης» αναγκάστηκε να διακόψει τη λειτουργία του. Άλλα περιμέναμε και άλλα μάς βρήκανε.

Χτυπήθηκαν και χάθηκαν ιδανικά και όνειρα και προοπτικές και πάνω απ’ όλα έλειψε η πίστη. Η πίστη και η μεταξύ μας συνεννόηση και επαφή.

Το 1946, με λίγο κρύα καρδιά, προσπάθησα να συμμαζέψω και να συναρμολογήσω ό,τι μπόρεσε να απομείνει. Με λίγο μαζεμένα τα φτερά λειτουργήσαμε άλλα τρία χρόνια.

Τότε πιά, αναγκαστήκαμε να διακόψουμε οριστικά για λόγους οικονομικούς-πολιτικούς και εσωτερικής συνοχής. Θα ‘πρεπε να σταματήσω και να διαμορφώσω πάλι από την αρχή ένα πυρήνα. Αυτό και έγινε.

Εργάστηκα σαν σκηνοθέτης στο «Εθνικό Θέατρο» για δύο χρόνια, ξεπλήρωσα τα χρέη του «Θεάτρου Τέχνης».

Παράλληλα συνέχισα τη Σχολή με νέα παιδιά. Μαζεύοντας συνδρομές, διαμορφώσαμε το χώρο στο υπόγειο του Ορφέα. Το 1954 ανάψαμε πρόχειρους προβολείς για να φωτίσουμε μπρος σε καμιά εκατοστή θεατές τη Μικρή μας πόλη του Θόρντον Γουάιλντερ. Έτσι λειτούργησε πάλι το «Θέατρο Τέχνης» σχεδόν αποκλειστικά με νέους αδειούχους μαθητές. […]

* από το βιβλίο Κάρολος Κουν, για το θέατρο (κείμενα και συνεντεύξεις). Επιμέλεια: Γιώργος Κοτανίδης. Εκδόσεις: Ιθάκη, 1981. Το αυτοβιογραφικό κείμενο είναι απόσπασμα από συνέντευξη που παραχώρησε ο Κάρολος Κουν στον Βάιο Παγκουρέλη για λογαριασμό του Βήματος (4.10.1982).

image

Αποφασίσαμε να ιδρύσουμε το Θέατρο Τέχνης από την ανάγκη της δημιουργίας ενός θεάτρου συνόλου. Μια ομάδα που θα ‘χε μάθει να σκέφτεται και να εργάζεται με ψυχική και οργανική ενότητα. Μια ομάδα ειδικά εκπαιδευμένη κι υποταγμένη σε μια νέα διδασκαλία θεατρικής έκφρασης που θα διαμορφωνόταν μέσα στο χρόνο για να εξυπηρετήσει, όσο γίνεται καλύτερα, έργα θεατρικά, αποκαλυπτικά και για τους ερμηνευτές και για το κοινό. Η δημιουργία ενός θεάτρου έξω από το εμπορικό κύκλωμα, ενός θεάτρου αδέσμευτου από επιχειρηματία, απαλλαγμένο από βεντετισμούς, ανένδοτο σε καλλιτεχνικούς συμβιβασμούς. Κάρολος Κουν