Από τις αρχές του 18ου αιώνα, η ορθόδοξη εκκλησιαστική αριστοκρατία,  ευλόγως τοποθετημένη στην απέναντι όχθη της νεοτερικότητας, θεωρούσε αυτόχρημα όσους απλώς και μόνο πήγαιναν στην Ευρώπη ως άθεους, ενώ τα μαθηματικά αποτελούσαν για την ορθόδοξη εκκλησία (σε αντίθεση με την καθολική και τους διαμαρτυρόμενους) πηγή αθεΐας. Σε αυτό το ιδεολογικό καθεστώς, ένας από τους ισχυρούς ιδεολόγους του ορθόδοξου Πατριαρχείου, θεματοφύλακας του θεολογικού αριστοτελισμού και των αρχών της ορθόδοξης πίστης, ο ιεροδιδάσκαλος Αθανάσιος Πάριος, εξωθούσε τους μαθητές του Μοισιόδακα να εγκαταλείψουν τα μαθήματα και να πάνε στους Ρωμιούς μπακάληδες της Κωνσταντινούπολης. Από αυτούς θα μάθαιναν δυο τρεις απλές αριθμητικές πράξεις – δεν χρειαζόταν να μάθουν τίποτε περισσότερο. Ο Ι. Μοισιόδακας θα αντέξει μόλις έναν χρόνο στη σχολή του Ιασίου. Οι πιέσεις, οι συκοφαντίες από ισχυρούς κύκλους της φαναριώτικης αυλής της Μολδαβίας και κληρικούς, οι κίνδυνοι που προμήνυαν (ανάλογοι με αυτούς που περιέγραψε σε βιβλίο του αργότερα για τη δίωξη του Ν. Θεοτόκη από την ίδια σχολή) τον αναγκάζουν να παραιτηθεί. Μία από τις παρεκκλίσεις που του απέδιδαν οι εχθροί του ήταν ότι το μάθημα της φιλοσοφίας που δίδασκε ο ίδιος ξεκινούσε με μαθηματικά.

Ads

Στα Βαλκάνια, υπό την πίεση της πνευματικής πενίας που επικρατούσε στον εν γένει πληθυσμό, η μόρφωση του λαού, με απώτερο στόχο τον φωτισμό του, αναδείχθηκε σε αναγκαιότητα. Ο Φαναριώτης λόγιος Δημήτριος Καταρτζής υπήρξε ένας από τους κατεξοχήν εκφραστές της μορφωτικής αναγκαιότητας. Ο Καταρτζής, παρότι πολιτικά ήταν ιδιαιτέρως συντηρητικός, εκφραζόταν ταυτοχρόνως με μια άκρως προοδευτική για την εποχή επιλογή της απλής κοινής ελληνικής γλώσσας και παιδαγωγικής, ως αναγκαίων εργαλείων μόρφωσης των πολλών. Ο ελληνικός Διαφωτισμός, συνεπώς, ως άσκηση μεταξύ άλλων και της ελευθερίας της έκφρασης, είχε αρχίσει να διαμορφώνει μια ιδεολογική αμφισβήτηση του ίδιου του καθεστώτος  της οθωμανικής κυριαρχίας, αμφισβήτηση η οποία υπερέβαινε κατά πολύ το δίπολο «Έλληνες» υποτελείς «βαρβάρων» Οθωμανών, που διατυπώθηκε την περίοδο της αρχαιολατρίας. Η βασική πολιτική αξία η οποία προτάχθηκε προς το τέλος αυτής της πρώτης περιόδου του Διαφωτισμού από Έλληνες διανοούμενους, ήταν η αρχή του Νόμου ως αντίθεση στη βουλησιαρχική αυθαιρεσία της δεσποτείας. Ο διαπρεπέστερος εκφραστής της αρχής αυτής ήταν ο Ιώσηπος Μοισιόδακας, ο πλέον ολοκληρωμένος νεοτερικός διανοούμενος της πρώτης περιόδου του ελληνικού Διαφωτισμού. Αλλά επειδή ο ιδεολογικός και πολιτικός συνετισμός των χριστιανών ραγιάδων της αυτοκρατορίας αποτελούσε κρατική αρμοδιότητα της ορθόδοξης εκκλησιαστικής αριστοκρατίας, αυτή επαγρυπνούσε.  

Το ορθόδοξο Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, ως πληρεξούσια εξουσία του οθωμανικού κράτους, δεν είχε τη δυνατότητα συγκρότησης ενός αυτοτελούς μηχανισμού δίωξης, δίκης και εκτέλεσης όσων έκρινε ότι ήταν αιρετικοί, όπως η Ιερά Εξέταση για το Βατικανό. Διέθετε όμως τη στήριξη της Υψηλής Πύλης, και μάλιστα απευθείας του ουλτάνου. Από αυτήν την άποψη, η ορθόδοξη εκκλησιαστική αριστοκρατία πολιτικά ήταν ιδιαιτέρως επίφοβη για τους ραγιάδες ιδεολογικούς αντιπάλους της. Από την άλλη πλευρά, οι νεοτερικοί διανοούμενοι, όπως προκύπτει από τη δημόσια στάση τους, φαίνεται ότι ήταν υπερήφανοι για τις επιστημονικές τους γνώσεις, τις φιλοσοφικές ιδέες, την ελευθερία να εκφράζονται, και ήταν επίσης μαχητικοί, επίμονοι. Αυτή η δημόσια στάση τους (προφανής, για παράδειγμα, στην περίπτωση του Ι. Μοισιόδακα που ανέλαβε τη σχολή του Ιασίου ενώ γνώριζε τις προηγούμενες διώξεις σε βάρος του Ν. Θεοτόκη στην ίδια σχολή, προφανής επίσης στην περίπτωση του Παχώμιου, του Ανθρακίτη και άλλων) υπήρξε επιλογή συνειδητή ως προς τους κινδύνους και το δυνητικά βαρύ κόστος που εμπεριείχε. Όλοι όσους αναφέραμε ως παραδείγματα, καθώς και άλλοι, ήταν ιερομόναχοι ή ιεροδιάκονοι. Με τη μόρφωση που διέθεταν θα μπορούσαν να αναρριχηθούν σχετικά εύκολα στην ιεραρχία της εκκλησιαστικής αριστοκρατίας, όπως έκανε ο Χρύσανθος Νοταράς μετά τις σπουδές του στο Παρίσι. Προφανώς, οι νεοτεριστές διανοούμενοι αρνήθηκαν αυτή τη δυνατότητα προς όφελος των ιδεών τους, της επιστήμης, της διδασκαλίας και της ελευθερίας τους. Επιπλέον, δεν δίσταζαν να διδάσκουν αυτές τις γνώσεις και να τηρούν μια δημόσια στάση ανεξαρτησίας της σκέψης τους, σε ένα περιβάλλον μάλιστα εχθρικό, αν και πάντα στηριζόμενοι στη σχετική κοινωνική δύναμη που διέθεταν από τις πατρικές τους οικογένειες και τους εν γένει αστούς υποστηρικτές τους.   

Με μια πρώτη ματιά, θα υποστηρίζαμε ότι ειδικά τα μαθηματικά ήταν η αιτία που προκαλούσε στην εκκλησιαστική αριστοκρατία ένα είδος ιδεολογικού ανακλαστικού. Υποθέτουμε ότι τα μαθηματικά καθαυτά ήταν πρόβλημα για τη μεγάλη πλειονότητα των κληρικών αριστοκρατών, κυρίως επειδή δεν καταλάβαιναν τίποτε από επιστήμες. Θα διαπίστωναν συνεπώς ότι έχαναν τον πνευματικό έλεγχο, πόσο μάλλον στα μαθηματικά. Ωστόσο, με κριτήριο όχι τη γνώση καθαυτή, αλλά τα πολιτικά συμφέροντα της αριστοκρατίας του ορθόδοξου κλήρου, εντοπίζουμε μια επιπλέον αιτία, ασφαλώς σημαντικότερη από την καθαυτό γνώση των μαθηματικών που διέγειρε τις αντιδράσεις της. Πιστεύω ότι αιτία ήταν η απώλεια του ελέγχου στην εν γένει γνώση και τη διδασκαλία της. Η αναδυόμενη επιστημονική γνώση κατά τις απαρχές της πρώτης περιόδου του ελληνικού Διαφωτισμού έθετε την ορθόδοξη εκκλησιαστική αριστοκρατία στην συντριπτική πλειονότητά της, και για πρώτη φορά μετά από αιώνες, ενώπιον μιας γνώσης εκ συστάσεως αυτόνομης, με δικούς της κανόνες και αρχές, συνεπώς γνώση τελείως ανεξάρτητη από τον λόγο του Θεού και την εκκλησία, η οποία τον διαχειριζόταν επί της γης. Περαιτέρω, τα ανακλαστικά της εκκλησιαστικής αριστοκρατίας παροξύνονταν από τις ιδεολογικές προεκτάσεις, ενύπαρκτες στην αυτονομία της επιστήμης. Γενικότερα, τα ανακλαστικά των αξιωματούχων του κλήρου παροξύνονταν με την ελευθερία σκέψης και έκφρασης που επέλεγαν αυτοί οι Βαλκάνιοι επιστήμονες σε όλες τις αναλύσεις τους, χωρίς να διστάζουν να διατυπώσουν θέσεις ευθέως αντίθετες με την επίσημη θεολογία. Και μάλιστα αυτά τα δίδασκαν στα σχολεία σε άλλα παιδιά, προφανώς παιδιά διακεκριμένων οικογενειών ραγιάδων. Συνεπώς, οι επιστήμες, η φιλοσοφία και η διδασκαλία τους στα οθωμανικά Βαλκάνια, από τη μορφωτική σημασία που είχαν αρχικά, κατέληγαν να αποκτούν ευρύτερη χροιά ιδεολογικής αμφισβήτησης της θεοκρατικής ιδεολογίας, με ορισμένες αμυδρές πολιτικές προεκτάσεις στην αρχή. Οι πολιτικές προεκτάσεις μπορεί να προέκυπταν στην αρχή μόνο εκ των πραγμάτων, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση του Μεθόδιου Ανθρακίτη. Αλλά προϊόντος του 18ου αιώνα άρχισαν να αποκτούν διαστάσεις άμεσης αμφισβήτησης. Αυτή η αμφισβήτηση δεν εμφανιζόταν στο σώμα των επιστημονικών βιβλίων, αλλά στους προλόγους, όπως παλαιότερα στην αρχαιολατρική περίοδο. Οι λέξεις «Έλληνας» και όλα τα παράγωγα, «ουμανισμός» και όλα τα παράγωγα, «φωτισμός», «μέθοδος», και αργότερα, προς το τέλος του 18ου αιώνα, η λέξη «έθνος» με τα παράγωγά της πύκνωναν διαρκώς στους προλόγους, ενώ το σώμα των κειμένων παρέμενε αμιγώς επιστημονικό ή εκπαιδευτικό. Σε αυτή την αναδυόμενη αμφισβήτηση αντιδρά η ορθόδοξη εκκλησιαστική αριστοκρατία εξαρχής, από την εποχή του Ανθρακίτη και του Παχώμιου, και σχεδόν ποτέ οι Οθωμανοί. Αυτοί συγκροτούσαν μια πολύ ισχυρή, απόμακρη και αλλόγλωσση εξουσία, και δεν αναμειγνύονταν με τις ιδεολογικές συγκρούσεις μεταξύ των ραγιάδων, αν βεβαίως δεχτούμε ότι τις αντιλαμβάνονταν.                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                     

Ads

Ο πνευματικός κόσμος των αξιωματούχων του ορθόδοξου κλήρου, γεμάτος με προλήψεις, στερεότυπα, ιρασιοναλισμό, και το συνεπαγόμενο πολύ χαμηλό επίπεδο των αντιδράσεων της πλειονότητας της ορθόδοξης εκκλησιαστικής αριστοκρατίας απέναντι στον ελληνικό Διαφωτισμό, έχουν οδηγήσει ένα μέρος της ιστοριογραφίας σε πολεμικό αντικληρικαλισμό, όχι άσχετα αλλά κάπως μανιχαϊστικά. Με δεδομένο αυτό το πνευματικό πλαίσιο της ορθόδοξης πληρεξούσιας αριστοκρατίας του κλήρου, είναι ορθότερο να αλλάξουμε το σημείο θέασης, ώστε να γίνουν ευκρινέστερα τα ελατήρια που ωθούσαν τις αντιδράσεις της. Η ορθόδοξη εκκλησία της Κωνσταντινούπολης δεν ήταν ελληνική, όπως διατείνονται οι ιστορικοί που συμβιβάζονται ή ευθέως υποστηρίζουν το ελληνοχριστιανικό δόγμα, δεν εξέφραζε καμία ειδική εθνοπολιτισμική ομάδα χριστιανών στα Βαλκάνια ή αλλού, ελληνική ή οποιαδήποτε άλλη. Όπως σε όλες τις μονοθεϊστικές θρησκείες, η ορθόδοξη εκκλησιαστική αριστοκρατία ισχυριζόταν και πίστευε ότι εξέφραζε τη μοναδική οικουμενικότητα, δηλαδή τη μόνη αλήθεια για τους πάντες, και όπως σε κάθε θρησκεία θεωρούσαν την αλήθεια τους αυταπόδεικτη. Σε αυτό το πλαίσιο, όπως έχουμε ήδη τονίσει, η ορθόδοξη εκκλησιαστική αριστοκρατία διατηρούσε απολύτως το δόγμα ότι κάθε διάκριση του ποιμνίου των χριστιανών σε Έλληνες και μη Έλληνες ή οποιοσδήποτε άλλος χωρισμός ισοδυναμούσε για το σύστημα αξιών αλλά και τα πολιτικά συμφέροντα της εκκλησίας με ειδωλολατρία, σχίσμα ή αίρεση. Θυμίζω πως ειδικότερα με το όνομα «Έλληνας» η ορθόδοξη εκκλησία όριζε το αρχέτυπο του ειδωλολάτρη. Από την άλλη, ο ορθολογισμός της νεοτερικότητας αποτελούσε εξ αντικειμένου στην αρχή, και συνειδητά στη συνέχεια, άρνηση της θείας επιφοίτησης, όπως και των ιερών κειμένων ως των μόνων και αποκλειστικών πηγών γνώσης του κόσμου, οδηγό ζωής των ανθρώπων. Το θεμελιωδέστερο όμως πρόβλημα για την ορθόδοξη εκκλησία ήταν η ελευθερία της σκέψης και της έκφρασης, πρώτη μορφή και αρχική εκδήλωση της ελευθερίας σε πολλά μέρη του κόσμου, και στα Βαλκάνια.

Ωστόσο, στο πλέγμα των ιδεολογικών ελατηρίων που κινητοποιούσαν την αντίδραση της ορθόδοξης εκκλησίας προς τις νεοτερικές ιδέες, ήταν συνυφασμένα και αμιγώς πολιτικά κίνητρα. Κάθε εκδήλωση ενάντια στο κυρίαρχο καθεστώς  πραγμάτων  ισοδυναμούσε με αντίδραση στην ίδια την ορθόδοξη εκκλησία, επειδή αυτή αποτελούσε μέρος του οθωμανικού συστήματος εξουσίας. Οι αντιδράσεις, λοιπόν, της ορθόδοξης εκκλησιαστικής αριστοκρατίας προκαλούνταν από πολλές αιτίες και είχαν ως θεμέλιο το πολύ χαμηλό μορφωτικό και ευρύτερα το συρρικνωμένο πνευματικό επίπεδο της συντριπτικής πλειονότητας των μελών αυτής της αριστοκρατίας. Με αυτό το επικαθοριστικό θεμέλιο, οι αντιδράσεις της ορθόδοξης εκκλησιαστικής αριστοκρατίας αποτέλεσαν προσπάθειες υπεράσπισης της δικής της θεοκρατικής ιδεολογίας και υποστήριξης των δικών της ιδιαίτερων πολιτικών συμφερόντων, που προέρχονταν από τη θέση της ως θεσμικού και λειτουργικού συμπληρώματος του οθωμανικού συστήματος κυριαρχίας. Και ο λόγος ήταν ότι για πρώτη φορά ιστορικά αμφισβητούνταν με λόγο και πράξεις η ίδια η υπόσταση και ο χαρακτήρας της ορθόδοξης αριστοκρατίας του κλήρου.

Θα παρακάμψω την εμπειρική περιγραφή των πάμπολλων επιθετικών ενεργειών της ορθόδοξης εκκλησιαστικής αριστοκρατίας εναντίον των διαφωτιστών και του περίγυρού τους. Το κρίσιμο, πιστεύω, είναι πως η αντιδιαφωτιστική δράση διαμόρφωνε μια νέα ταυτότητα για την αριστοκρατία του κλήρου, άγνωστη έως τότε και για την ίδια, με εξαίρεση τη σύντομη περίοδο του Κ. Λούκαρι, τον οποίο όμως είχε εξαλείψει. Το θεμελιώδες, δηλαδή το ιστορικά ανεπίστρεπτο που πέτυχαν οι Έλληνες διανοούμενοι διαφωτιστές, όπως άλλωστε και οι Ευρωπαίοι, ήταν ότι το κίνημα του ελληνικού Διαφωτισμού αφαίρεσε από την ορθόδοξη εκκλησιαστική αριστοκρατία, όχι μόνο την αδιατάρακτη επί αιώνες, ιδεολογική ηγεμονία της, αλλά  και τη δυνατότητα να αυτοκαθορίζεται μονομερώς και χωρίς αμφισβητήσεις. Συγκεκριμένα, με την εμφάνιση των πρώτων δημόσιων εκδηλώσεων αρχαιολατρίας από τον  17ο αιώνα και των μέσων σχολείων που ιδρύονταν από το δεύτερο μισό του ίδιου αιώνα, με την αυξανόμενη μετάβαση ελληνόφωνων ραγιάδων για σπουδές σε ευρωπαϊκά πανεπιστήμια και, τέλος, με τις πρώτες εκδηλώσεις νεοτερικής σκέψης στις αρχές του 18ου αιώνα, η ορθόδοξη εκκλησιαστική αριστοκρατία άρχισε να χάνει την αποκλειστικότητα στον πνευματικό έλεγχο, τον οποίο ασκούσε σχεδόν αδιατάρακτα από την εποχή της ενσωμάτωσής της στο οθωμανικό κράτος. Ταυτόχρονα άρχισε να διαμορφώνεται μια κοινωνική σχέση ιδεολογικού και γενικότερα πνευματικού ανταγωνισμού μεταξύ των νεοτερικών διανοουμένων και των υποστηρικτών τους αφενός, και της ορθόδοξης εκκλησίας και της θεοκρατικής της ιδεολογίας αφετέρου. Επρόκειτο για μια σχέση χωρίς κανένα προηγούμενο στα οθωμανικά Βαλκάνια. Εντός αυτής της σχέσης, η ορθόδοξη εκκλησιαστική αριστοκρατία άρχισε βαθμιαία να χάνει όχι βεβαίως την εξουσία της, όσο τον απόλυτο έλεγχο στον αυτοκαθορισμό της έναντι των ραγιάδων, την απόλυτη πνευματική και, ειδικότερα, ιδεολογική ανεξαρτησία έναντι του ποιμνίου της. Αυτή η απώλεια της εκκλησίας εκφραζόταν με την αυξανόμενη έκδοση βιβλίων νεοτερικού περιεχομένου, την ίδρυση αντίστοιχων σχολείων, την υιοθέτηση της κοινής νεοελληνικής γλώσσας, την εμφάνιση της ελευθερίας της έκφρασης. Σε αυτό το πλαίσιο και για πρώτη φορά από την ενσωμάτωσή της στο οθωμανικό κράτος, η ορθόδοξη εκκλησιαστική αριστοκρατία άρχισε να ετεροκαθορίζεται από τμήμα του ποιμνίου της και να μετασχηματίζεται στις συνειδήσεις των κύκλων των διαφωτιστών και των υποστηρικτών τους σε μια δύναμη που εμπόδιζε τις δικές τους ιδέες, τον κόσμο τους και το μέλλον, όπως άρχισαν να το μορφοποιούν μέσω των αρχαιολατρικών αρχικά και των νεοτερικών ιδεών στη συνέχεια. Στο πλαίσιο αυτού του ανταγωνισμού, η ορθόδοξη εκκλησιαστική αριστοκρατία μετεξελίχθηκε στον κατεξοχήν φορέα ο οποίος ανέλαβε τον ρόλο καταστολής των νέων ιδεών, ή σε ό,τι ορίζουμε γενικευτικά ως δύναμη κρούσης του αντιδιαφωτισμού. Φυσικά, επρόκειτο για μια αντιδιαφωτιστική δράση χωρίς την παραμικρή επεξεργασία, χωρίς κάποιους έστω ελάχιστους όρους γνώσης των επιστημονικών και φιλοσοφικών δεδομένων, όπως για παράδειγμα υπήρξαν οι εξαιρέσεις του Χρύσανθου Νοταρά και του Ευγένιου Βούλγαρη μόνο προς το τέλος της ζωής του. Με δεδομένο ότι η ορθόδοξη εκκλησιαστική αριστοκρατία αποτελούσε από αιώνες κεντρικό θεσμό της αυτοκρατορικής πολιτικής εξουσίας, της βυζαντινής και της οθωμανικής στη συνέχεια, η αντίδρασή της στον ελληνικό Διαφωτισμό δεν ξεπέρασε ποτέ το επίπεδο της κοινής άμεσης εξουσιαστικής δράσης. Η αντίδρασή της θεμελιωνόταν ρητά και απερίφραστα, όπως θα διαπιστώσουμε στο τελικό κεφάλαιο για τον επαναστατικό ελληνικό Διαφωτισμό, στο όνομα της τήρησης από τους ραγιάδες χριστιανούς της θρησκευτικής και πολιτικής ορθοφροσύνης, της υποτέλειάς τους προς τους Οθωμανούς. Έτσι, με τις ελάχιστες γνωστές εξαιρέσεις, η ορθόδοξη εκκλησιαστική αριστοκρατία, (όπως άλλωστε και οι Φαναριώτες στη μεγάλη πλειονότητά τους) τοποθετούσε τον εαυτό της εκτός του νέου ιστορικού φαινομένου που διαμορφωνόταν στα Βαλκάνια και συνοψιζόταν στο όνομα «Έλληνες». Έθετε δηλαδή τον εαυτό της εκτός του αναδυόμενου Νέου Ελληνισμού.

Κ. Μ. Κούμας, Ιστορίαι των Ανθρωπίνων πράξεων, τ. ΙΒ΄, σ. 575-576.

Άλκης Αγγέλου, (επιμ.), Ιώσηπος Μοισιόδακας, σ. 80.

Κωνσταντίνος Θ. Δημαράς, «Δημήτριος Καταρτζής», Νεοελληνικός Διαφωτισμός, σ. 177-243.

Για τον αντιαριστοτελισμό βλ. Λίνος Μπενάκης, «Από την ιστορία του μεταβυζαντινού αριστοτελισμού στον ελληνικό χώρο. Αμφισβήτηση και υπεράσπιση του φιλοσόφου στον 18ο αιώνα. Νικόλαος Ζερζούλης, Δωρόθεος, Λέσβιος», Φιλοσοφία, 7/1977.

Τη θαυμάσια αυτή ανάλυση οφείλουμε στους ιστορικούς των επιστημών Θεόδωρο Ε. Μπεχράκη και Θύμιο Νικολαΐδη, Στατιστική ανάλυση λεξικών δεδομένων. Οι πρόλογοι βιβλίων των θετικών επιστημών την περίοδο του νεοελληνικού Διαφωτισμού, πρόλογος Jean Paul Benzécri, ΕΚΚΕ-ΚΝΕ, Αθήνα 1990.

Monique Cottret, Culture et politique dans la France des Lumières (1715-1792), Arman Colin, Παρίσι 2004.

Με βάση τον ορισμό του Zeev Sternhell, Les anti-Lumières. Du XVIIIe siècle à la guerre froide, Fayard, Παρίσι 2006. (Το έργο αυτό έχει εκδοθεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πόλις).

* Από το βιβλίο του Πέτρου Θ. Πιζάνια, Η ιστορία των Νέων Ελλήνων. Από το 1400c έως το 1820, εκδόσεις της Εστίας, Αθήνα 2014.