«Τότε στο ΚΚΕ, ήμασταν αλλιώς», έλεγε την προηγούμενη Κυριακή, ημέρα του δεύτερου γύρου των εκλογών, πρώην στέλεχος του κόμματος, από τους ανανεωτικούς που είχαν αποχωρήσει στις αρχές της δεκαετίας του 1990.

Ads

Αναφερόταν σε προηγούμενες εποχές και εξηγούσε, ότι η ισχύς του κόμματος ήταν τόσο μεγάλη, που πήγαιναν στο Μαναβή και απαιτούσαν στους διορισμούς στο δήμο Θεσσαλονίκης να υπάρχουν και στελέχη του ΚΚΕ. Και το πετύχαιναν.

Δε ξέρω τι σκεφτόταν ο αείμνηστος Μαναβής για το δεύτερο γύρο των εκλογών. Δεν ξέρω καν αν έκανε τους διορισμούς και πόσο τον βοήθησαν στον δεύτερο γύρο του 1986, όταν έχασε από το Σωτήρη Κούβελα.

Αν καταδεικνύει, όμως, μετά βεβαιότητος κάτι, ήταν ο τρόπος με τον οποίο το ελληνικό πολιτικό προσωπικό αναζητούσε και επιτύγχανε τη νομιμοποίηση του. Αυτό το οποίο ο Θόδωρος Πάγκαλος πρόσφατα αποκάλεσε «μαζί τα τρώγαμε».

Ads

Όμως το «μαζί» έχει συγκεκριμένη κατανομή. Το πολιτικό προσωπικό, το οποίο αποτελείται από μερικές χιλιάδες άτομα εξασφάλισε- για να μην πω εξαγόρασε- τη διαχρονική επιβίωση του και οι υπόλοιποι υφίστανται τις συνέπειες με μία επισφαλή θέση στο δημόσιο τομέα.

Η υπόθεση άρχισε να αλλάζει από τις αρχές της θητείας Καραμανλή και την πρώτη επιτήρηση. Η πολιτική επιρροή στο δημόσιο τομέα μειώθηκε, οι διαθέσιμες θέσεις περιορίστηκαν και το τρόπαιο ήταν το πολύ μια θέση σε πρόγραμμα stage. Αυτό εξόργισε τη βάση της ΝΔ που προσδοκούσε άλλες παροχές, πιο μόνιμες, ενώ η εκτόξευση των αμοιβών των κομματικών στελεχών του δημόσιου τομέα, που στο μεταξύ είχαν πάρει διευθυντικές θέσεις, αποξένωσε το κόμμα από τους ψηφοφόρους του, που αισθάνθηκαν προδομένοι. Το αποτέλεσμα του Οκτωβρίου 2009 είναι σαφές.

Οι περιοριστικοί όροι που επέβαλε η κατάσταση της οικονομίας δυσχέραναν την κατάσταση, αλλά κατέστησαν σαφές, ότι η εποχή του «μαζί τρώγαμε» είναι πιο μακρινή και από την αντίστοιχη των παγετώνων.

Παράλληλα έγινε κοινός τόπος, ότι η δύσκολη κατάσταση της οικονομίας δεν έχει πολλές επιλογές απαντήσεων από τα κόμματα εξουσίας, οπότε η ανάδειξη της πρότασης ΠΑΣΟΚ από την πρόταση ΝΔ δεν θα έχει καν διαφορά.

Πρακτικά δηλαδή, η πολιτική δεν μπορεί να εξασφαλίσει στον ψηφοφόρο ούτε συλλογική λύση, ούτε ατομική εξυπηρέτηση.

Πρακτικά, αφού όλοι τα ίδια λένε, είναι εξ ίσου ανήμποροι μπροστά στο αδιέξοδο και αδυνατούν να προσφέρουν ατομική λύση, γιατί να πάει να ψηφίσει;

Το μέγιστο δυνατό διακύβευμα του πρώτου γύρου των δημοτικών εκλογών ήταν να εκλεγεί ο ξάδελφος που ήταν υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος και γι’ αυτό στις κάλπες πήγε μόνο ένας στους δύο ψηφοφόρους.

Δυστυχώς σήμερα τις τύχες της χώρας διαχειρίζεται ένα πολιτικό προσωπικό, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου έχει αναδειχθεί κάνοντας προσωπικές εξυπηρετήσεις και δε διαθέτει όραμα. Πρακτικώς οι πελάτες τελείωσαν, διότι το μαγαζί δεν έχει πλέον προϊόν.

Και επειδή το προϊόν του ρουσφετιού δεν πρόκειται να το ξαναέχει ποτέ στο ορατό μέλλον, ο μόνος λόγος, που μπορεί να συγκινήσει τον ψηφοφόρο, είναι να του προσφερθεί η δυνατότητα να επιλέξει μία εκδοχή της επόμενης ημέρας συλλογικά ελκυστική ή συλλογικά αποκρουστική, αλλά σε κάθε περίπτωση πραγματοποιήσιμη εάν επικυρωθεί.

Αλλά με σαφήνεια. Όπως το έκανε προεκλογικά ο Σαρκοζί, όταν έπεισε τους γάλλους ότι η ζωή τους θα αλλάξει εάν εκλεγεί. Και συσπείρωσε και τους δικούς τους και τους απέναντι. Μετά προτίμησε την Κάρλα Μπρούνι, ενώ είναι προφανές ότι η γοητευτική πολιτική του περίοδος ήταν όταν ήταν με τη Σεσιληά.

Στην Ελλάδα το αποπειράθηκε μονάχα ο Γιώργος Καρατζαφέρης, όταν αφού ψήφισε στο 2ο γύρο, είπε: «η Αγίου Δημητρίου και η Αγίου Παύλου θα μείνουν ως έχουν. Αν υπάρχουν φανατικοί του μεγάλου σφαγέα των Ποντίων να πάνε στο τουρκικό προξενείο να τον προσκυνήσουν».

Η απόπειρα δεν τελεσφόρησε, γιατί πολύ κόσμο στα κάλπες δεν έφερε και επιπλέον δεν ξέρω αν ενίσχυσε περισσότερο το Γκιουλέκα ή το Μπουτάρη.

*Ο Χρήστος Μάτης είναι δημοσιογράφος, Στις εκλογές της 7/11 εξελέγη δημοτικός σύμβουλος Θεσσαλονίκης