Δεν είναι πολιτεία εκτάκτως  οχυρή
Είναι φριχτότατοι εχθροί οι Ρωμαίοι
Μπορούμε να τα βάλουμε 
μ’ αυτούς οι Καππαδόκες;
Κ. Καβάφης

Ads

Υπάρχει ένας αρχαίος μύθος από την Αφρική που μιλά για έναν ή μία άνθρωπο που δεν μπορούσε να ρίξει άγκυρα στη γη, που περιδιάβαινε σαν εξόριστο ξωτικό την επιφάνεια της, γιατί δεν είχε φυτέψει πουθενά μια ανάμνηση, ένα φως να του καταυγάζει την μνήμη. «Ξέρεις από τι πέθανε η μητέρα Πεγκ; Από σκοτάδι.» γράφει κάπου ο Σάμουελ Μπέκετ. Σε ένα από τα πλέον σκοτεινά κείμενα που γράφτηκαν ποτέ, με τον σιβυλλικά ασθματικό τίτλο  «Το Τέλος του Παιχνιδιού», ο Μπέκετ «ανοίγει φύλο» και συνεχίζει την παρτίδα του πιο αρχαίου παιχνιδιού στον κόσμο, προσκαλώντας μας γι’ ακόμη μια φορά σε μια συνεστίαση αφέντη και σκλάβου, δυνατού κι αδύναμου, ανθρώπου που επιβάλλει το σκοτάδι της δικής του εκδοχής της μνήμης κι ανθρώπου που του απαγορεύεται να θυμάται, δλδ να αναλογίζεται, και να την μετρά απέναντι στους καιρούς, την ίδια του την ύπαρξη. Ο ένας ανάπηρος και τυφλός, ανίκανος να ξεφύγει από την καταστροφική του καθήλωση, ο άλλος ανίκανος να σταθεί σ’ ένα μέρος, μάταια παρεπιδημών σ’ έναν παντοτινά ξένο πλανήτη. Γιατί δεν φύτεψε πουθενά μια Μνήμη δική του.

Μνήμη του Πολυτεχνείου λοιπόν σήμερα και μάλιστα Λογοτεχνική του Μνήμη. Ευκαιρία να δούμε πώς η λογοτεχνία (αναγκαστικά σταχυολογικά, αφήνοντας απέξω αρκετά και σημαντικά)  καταγράφει τον παλμό, τον χτύπο στην συνειδησιακή πόρτα του κόσμου, πώς «Το Μελάνι Φωνάζει» όπως έγραψε ο Ηλίας Γκρης στην περίφημη σχετική του Μελέτη, υπενθυμίζοντας μια εξέγερση που κυοφορώντας τη νιότη του κόσμου λειτουργεί μακροϊστορικά -με όλες τις αντιφάσεις της-  ως ο διαρκώς επανερχόμενος Μεσσίας, μιλώντας για μια φύση ανθρώπινη που δεν νικά, αλλά και δεν παραδίνεται ποτέ. 

Στη  καταληκτική σκηνή των Ρινόκερων ο Μπέρεντζερ, αφού έχει δει με τρόμο τον προτελευταίο άνθρωπο, την σύντροφο του, να  γίνεται κι αυτή Ρινόκερος, κι έχοντας εξαντλήσει κάθε πειθώ ενάντια στην –ιδίως παθητική- βία που κατακλύζει ως «νομιμοφροσύνη» ή «συμμόρφωση» την κοινωνία, σηκώνει το όπλο του κραυγάζοντας «είμαι ο τελευταίος άνθρωπος! Θ’ αντισταθώ!» πυροβολώντας στον τοίχο. Η βάσιμη υποψία ότι ο τοίχος θα του επιστρέψει τα σκάγια κι ο τελευταίος άνθρωπος θα αυτοχειριαστεί, αποτελεί επανάληψη της οδύνης και της ματαιότητας της οδύνης, σε αντιδιαστολή με την αναγκαιότητα της αντίστασης στο όνομα του ανθρώπου που έπρεπε να έχει γίνει πολύ πιο μπροστά και με καλύτερους, πολιτικά και ηθικά, όρους.  

Ads

Μια μουδιασμένη κοινωνία παγκόσμιας μετά-δημοκρατίας, ανίκανη να διαχειριστεί τον εαυτό της, κινδυνεύει να συνθλιβεί κάτω από το βάρος των επιλογών της και να αποκτήσει όλο και περισσότερα κοινά με τον ναζιστικό ολοκληρωτισμό. Κάτι που έχει να κάνει- όπως και τότε- με την πρωτοκαθεδρία μιας ανθρωποφαγικής αγοράς και την κολοσσιαία ηθική πτώση μιας καθεστηκυίας τάξης, η οποία από το να χάσει την υλική ευμάρεια και την αρχή της, πείθει με επιχειρήματα ψυχαναγκαστικά τα (με το αζημίωτο) μέλη της και ξεγελά τον εαυτό της, πριμοδοτώντας έναν κόσμο που πριμοδοτεί την αμνησία της ιστορίας, δλδ την βαθύτερη αήθεια. Για ν’ ακούσουμε, και να θυμηθούμε. 

Έχουμε πληροφορηθεί ότι άρχισαν να κινούνται τανκς με κατεύθυνση το Πολυτεχνείο, ωστόσο πιστεύομε ότι πρόκειται για εκφοβισμό και τρομοκρατία. Τ’ ασφυξιογόνα που έριξαν ήταν η απόδειξη πως έχουν χάσει την ψυχραιμία τους. Ήθελαν να πανικοβάλουν και να διαλύσουν τις χιλιάδες του κόσμου που μας παραστέκονταν. Οι διαδόσεις μάς ενθαρρύνουν ότι άρχισαν να δημιουργούνται εστίες αντιπερισπασμού. Με την έκταση που πήρε η κατάληψη, την απήχηση που έχει, θα ‘ναι σαν να σκάβουν το λάκκο τους αν μας επιτεθούν. Και γενικά καθήκον μας, αυτήν τη νύχτα, να ελπίζουμε. Απόψε πεθαίνει ο φασισμός και το πιστεύομε.

Η μαθήτρια όμως δεν έλεγε να ηρεμήσει. Ανησυχούσε για τους γονιούς της. Κι έχει ο πατέρας της την καρδιά του, είναι τρομερό. Ειρωνεύτηκα μέσα μου ότι συνήθως οι μανάδες πάσχουν από καρδιά, αλλά το κορίτσι έκλαιγε γοερά και μαζεύτηκα. Πώς να προβλέψει ότι θα την απόκλειαν εδώ μέσα. για όλα όμως φταίει η Πούλια, η οποία έχει πατέρα μακρονησιώτη και παρασέρνει όλα τα κορίτσια στο σχολείο, τους λέει όλο για ήρωες και κατορθώματα και για πολλά άλλα, θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία τους λέει και τα ζαλίζει κι έτσι τα ξετρελαίνει τα κορίτσια, γι’ αυτό πέρσι λίγο έλειψε να την αποβάλουν, αν δεν ήταν η φιλόλογος που απειλούσε με σκάνδαλο, μη μου πειράξετε την καλύτερή μου μαθήτρια, κι υποχώρησε ο γυμνασιάρχης, επειδή, βλέπεις, αυτή η φιλόλογος έχει σπουδαία φήμη ως εκπαιδευτικός σπουδαία, ειδαλλιώς η Πούλια έπρεπε ν’ αποβληθεί διά παντός που όλο τους έλεγε για μοιρασιές δίκαιες κι έξυνε στο θρανίο της σφυριά και δρεπάνια.

Εκείνη τη στιγμή έπεσε κι άλλος χτυπημένος πάνω στην τσιμέντινη νησίδα του δρόμου. Τον βλέπει η μικρή και κόβει τη λογοδιάρροια, έσφιγγε τα κάγκελα μ’ απόγνωση. Κοιτάζω το ρολόι μου, ώρα 11.30΄, αυτήν την ώρα που οι ποιητές λουφάζουν και μετά, όταν θα βγαίνουν και θ’ αερίζουν τα στιχάκια τους, θα επιμένουν κιόλας ότι το Πολυτεχνείο ανήκει στη σιωπή. Μα το Πολυτεχνείο δεν τους ανήκει. Και δεν μπορούσα ώρα 11.30΄ να φανταστώ το τέλος αυτής της νύχτα. Ψάλλουν τον Εθνικό Ύμνο. Τ’ αυτοκίνητα του Ερυθρού Σταυρού δυσκολεύονται απ’ τους πυροβολισμούς να σταματήσουν μπροστά στην πόρτα. Ψηλά, στο ταρατσάκι του θυρωρείου υπάρχουν ακόμη παιδιά.

Συλλογίζομαι πως αν όλες οι πολυκατοικίες στη Στουρνάρα και στον οδόν Πολυτεχνείου άνοιγαν διάπλατα τις πόρτες και τα παράθυρα, αν φώτιζαν όλα τα δωμάτια και τα μπαλκόνια, ετούτα τα μεσάνυχτα δε θα μπορούσαν να μας μακελέψουν. Κι ήξερα πως ό,τι γίνει απόψε εδώ, θα γίνει με την ανοχή των πολυκατοικιών- της σιωπηλής πλειοψηφίας. Κι αυτό που λέει ο Φράντς Φανόν για τους δειλούς και τους προδότες, ήταν εδώ ακριβώς που εφάρμοζε απόλυτα. Αναρωτιόμουν τι να κάνουν στα σπιτάκια τους. Θα κοιμούνταν άραγε; Σκέφτηκα τον πατέρα μου- την προηγούμενη είχε έρθει και μ’ έψαχνε, μ’ είχε κατασυγκινήσει όταν σε μια στιγμή με πήρε στην αγκαλιά του τραυλίζοντας τα μάτια μου δεν είδαν τόπον ενδοξότερον από τούτο το αλωνάκι, και με φίλησε στα μαλλιά κι εγώ το καταλάβαινα μια για πάντα πως θα τον αδικώ και θα τον κρίνω, αλλ’ όμως αυτός είναι ο πατέρας μου, κι εγώ σ’ ευχαριστώ, του ψιθύρισα, που μ’ έμαθες να διαβάζω Σολωμό. 

/…/ Το τανκ προχωρούσε, μ’ έπαιρνε το κύμα προς τα πίσω. Με τα χέρια στις τσέπες του παλτού μου έτρεχα κι άκουα τ’ αναφιλητά μου- κάτι σαν ουρλιαχτά ζώου, πάσχιζα να χωθώ στον εαυτό μου για να γλιτώσω. Έξω από τη Σχολή Μηχανολόγων μαζεύτηκα ανακούρκουδα σε μια γωνιά κι έκλαιγα. Γυρίζει ένας και μου λέει κουράγιο συντρόφισσα. Ανασηκώθηκα και στάθηκα ίσια. Έβγαλα τα χέρια απ’ τις τσέπες κι έσιαξα τα μαλλιά μου. Έβλεπα το τανκ με τις μπούκες του στραμμένες στην Αρχιτεκτονική. Οι φαντάροι έπαιρναν θέσεις. Κάτι φώναζε ένας με γαλόνια. Κοίτα τις περασιές στις μασχάλες του, έλεγα. Είδα την οδόν Τοσίτσα γεμάτη μπάτσους. Οι φαντάροι, φαίνεται, πυροβόλησαν. Φωνάζομε μεταξύ μας να καθίσουμε όλοι κάτω. Στέκομαι αποξεραμένη και περιμένω. Δυο, τρία δευτερόλεπτα η σιωπή βάθαινε και ρίζωνε.

Άρχισε η υποχώρηση, με τα χέρια ψηλά, κατά ομάδες. Με παίρνει το πλήθος και προχωρώ, με λαχτίζουν τα κοντάκια των φαντάρων, τώρα λέω και θα μου την ανάψουν πισώπλατα. Νιώθω σπόνδυλο σπόνδυλο τη ραχοκοκαλιά μου και τον τρόμο, που τη συναρμολογεί λεπτεπίλεπτα. Μπερδεύονται τα πόδια μου, σκύβω μπροστά, παρ’ ολίγο να σωριαστώ. Περνώ την καγκελόπορτα, πατώ αίματα και προκηρύξεις’’

Τούτο το αίμα, όπως και Πολλές από τις προκηρύξεις, ανήκαν στα παιδιά που κατέγραψε ο Ρίτσος στο «Ημερολόγιο μιας βδομάδας», το οποίο άρχισε να γράφει στις 14 του Νοέμβρη. Όπως η  Ελληνούδη στον Ριζοσπάστη αναφέρει: «ο ποιητής της Ρωμιοσύνης ήταν ο πρώτος από τους πρώτους λογοτέχνες, οι οποίοι παρορμητικά, τις μέρες της εξέγερσης την απαθανάτισαν με την τέχνη τους. Ο Ρίτσος από την πρώτη ως την τελευταία μέρα πήγαινε στο Πολυτεχνείο για να παρασταθεί «στα ωραία παιδιά» και επιστρέφοντας σπίτι του στον Κάλαμο στις 17 του μήνα μέχρι την Κυριακή (19/11/1973) έγραψε τη σύνθεση «Το σώμα και το αίμα», παρηγορώντας την οδύνη του», την οδύνη μας:

 «Ο θόρυβος απ’ τις ερπύστριες το ανορθωμένο τρίχωμα της νύχτας/ αδέρφια φωνάζαν πρώτα αδέρφια αδέρφια/ 
φονιάδες φώναζαν ύστερα πληρωμένοι φονιάδες φονιάδες/ τραυματιοφορείς αργά πιο αργά/ 
αργά να βγεις αργά να μείνεις αργά να κάνεις πίσω/ 
κρύψε στη μέσα τσέπη σου ένα κομμάτι φωτιά κρύψε τη σημαία/ 
θα ‘ρθει πάλι ο καιρός θα ‘ρθουν δέντρα απογεύματα στα κατώφλια(…)/
Ωραία παιδιά με τα μεγάλα μάτια σαν εκκλησίες χωρίς στασίδια/
ωραία παιδιά, δικά μας, με τη μεγάλη θλίψη των αντρείων/
αψήφιστοι, όρθιοι στα προπύλαια, στον πέτρινο αέρα/
έτοιμο χέρι, έτοιμο μάτι,- πώς μεγαλώνει/
το μπόι, το βήμα και το ύψος του ανθρώπου. 

Το ύψος του ανθρώπου μεγαλώνει όχι σπάζοντας κεπέγκια βέβαια, κατά πως κάνουν κάποιοι που αμαυρώνουν την μνήμη, μα με εκκλήσεις στην αξιοπρέπεια και στην ανθρωπιά, συνοδευμένες από ανάλογες πράξεις και συχνά με μόνο όπλο «την πίστη μας για την ελευθερία».

Ενα απόσπασμα από την Εξέγερση της Μ. Λυμπεράκη που καταγράφει τα περίφημα λόγια του Δ. Παπαχρήστου από το μικρόφωνο του ραδιοφωνικού σταθμού:

Είμαστε άοπλοι, είμαστε άοπλοι! Το μόνο μας όπλο είναι η πίστη μας για την ελευθερία!… Το μόνο όπλο είναι τα γυμνά μας στήθια!… Όπως και αν μας ξαναεπιτεθεί ο κατακτητής, με τανκς, με πολυβόλα, εμείς θα αντισταθούμε με τα γυμνωμένα στήθια μας! Γιατί πιστεύουμε ότι οι φαντάροι μας, τ’ αδέλφια μας δε θα μας χτυπήσουν, δε θα σηκώσουν χέρι, δε θα ρίξουν στ’ αδέλφια τους, δε θα χυθεί αδελφικό αίμα.

Είμαστε αδέλφια, όλοι είμαστε αδέλφια! Αγωνιζόμαστε ενάντια στη χούντα, στην ξενόδουλη χούντα. Στους ξενοκίνητους, στους πράκτορες της χούντας.
Έλληνες, ελεύθεροι πολίτες που ακόμα βρίσκεστε κατά χιλιάδες στους δρόμους, μείνετε κοντά μας, μη φοβηθείτε τα τανκς που υπάρχουν στους δρόμους της Αθήνας. Είναι ακίνητα, μόλις κινηθούν πάρτε τα από πίσω ψάλλοντας τον Εθνικό ύμνο και οι φαντάροι θα σας χαιρετίσουν. Οι καρδιές των φαντάρων μας, που βρίσκονται μέσα στα τανκς, χτυπούν στο δικό σας παλμό.
Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο. Ελληνικέ λαέ, αυτή τη στιγμή μαθαίνεις την αλήθεια, μαθαίνεις την αναγέννηση της χώρας μας. Η στρατοκρατία δεν μπόρεσε επί έξι χρόνια να ριζώσει το φόβο στις καρδιές μας.

Αυτή τη στιγμή ο φόβος έχει εξαφανιστεί. Η Λευτεριά έχει αναπτερώσει το ηθικό όλων των αγωνιζόμενων Ελλήνων.

Αυτή τη στιγμή οι νέοι, οι εργαζόμενοι, οι φοιτητές, όλοι ενωμένοι, και οι στρατιώτες, αυτή τη στιγμή βρίσκονται κοντά μας. Γιατί αγωνιζόμαστε για μια καλύτερη Ελλάδα, αγωνιζόμαστε να φτιάξουμε ένα καλύτερο αύριο.

Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο!… Σας μιλά ο ραδιοφωνικός σταθμός των ελεύθερων αγωνιζόμενων φοιτητών, των ελεύθερων αγωνιζόμενων Ελλήνων.

Ο Ρίτσος όμως, δεν ήταν η μόνη περίπτωση ποιητικής φωνής που κατέγραψε τους αγώνες «των ελεύθερων αγωνιζόμενων φοιτητών, των ελεύθερων αγωνιζόμενων Ελλήνων.»

Ο  Γιώργος Σαραντής, θρηνεί σ’ ένα δυνατό  ποίημα, το συμβολικό πρόσωπο του Αλέξανδρου, θύμα και νέμεση των καταπιεστών του, σύμβολο των καιόμενων νιάτων κι ανθρώπων γενικότερα όπου γης, όπως τώρα στο Ιραν γράφοντας πως ο βαθύτερος φόβος είναι να βρεθείς σε σταυροδρόμι με την ανθρωπιά σου απέναντι να την διαχειρίζονται άλλοι:

“Τρείς νύχτες καίγανε οι φωτιές
την τελευταία ακούστηκαν καμπάνες
Κάπου αλλού θα παίζεται η ζωή μας σκέφτηκα
και τότε τον είδα
λαμπαδιασμένο απ’ τις ζητωκραυγές
να τρέχει προς το θάνατο
Αλέξανδρε του φώναξα
Αλέξανδρε
κι ύστερα πιο σπαραχτικά Αλέξανδρεεε,
πάλι και πάλι
Καθώς έσκυψα να τον σηκώσω από την άσφαλτο
δε βρήκα παρά στάχτη
Σ’ όλους τους δρόμους
οι στρατιώτες πυροβολούσαν το φόβο τους.”
Όμως αυτός ο τύμβος του Πολυτεχνείου ήταν η αφορμή ώστε ο Ν. Βρεττάκος να γράψει τον δικό του μικρό τύμβο, μιλώντας για την ανάγκη της σιωπής, όπως οι θόρυβοι ζώντων υποκριτών ανέβαιναν,  μπροστά στους πεθαμένους. 
Μικρός τύμβος – Νικηφόρος Βρεττάκος
“Δίχως τουφέκι και σπαθί, με το ήλιο στο μέτωπο,
υπήρξατε ήρωες και ποιητές μαζί. Είστε το Ποίημα.
Απλώνοντας το χέρι μου δεν φτάνει ως εκεί
που ωραία λουλούδια τις μορφές σας
Λιτανεύει ο αέρας της αρετής. Ω παιδιά μου,
Μπροστά σ’ αυτό το ποίημα μετράει μόνο η σιωπή.”

Ο πάνδημος;; θρήνος για τους νεκρούς του Πολυτεχνείου, ήδη υπαρκτών σύμφωνα με την 1η Επίσημη Ανακοίνωση της Ασφάλειας εκείνων των μαύρων ημερών που τώρα κάποιοι αμφισβητούν με το απίστευτης λογικής (η λογική των δυνατών όταν μπροστά στην ιστορία αδύναμοι είναι) επιχείρημα ότι σκοτώθηκαν απέξω, δημιούργησε πολλές και σημαντικές ποιητικές συνυποδηλώσεις, φέρνοντας από το παρελθόν σύμβολα ενός αιώνιου, ακατανίκητου πόθου για δικαιοσύνη, όπως η Αντιγόνη μπροστά στον Κρέοντα. Χαρακτηριστικό είναι το ποίημα Προς Αντιγόνην της – Λεία Χατζοπούλου-Καραβία, απόσπασμα από το οποίο παραθέτουμε:

 “Φέτο δε θα ‘ρθει η άνοιξη, δε θ’ αφήσουμε
τους κούκους να τιτιβίσουν τα τραγούδια
των στασιαστών, τις μυγδαλιές να τους μυρώσουν,
όχι, τον ήλιο δε θα τον αφήσουμε
να ξεκαλοκαιριάσει, και τα τζιτζίκια
να τσιρίζουν ζει ζει ζει.
Ετούτος ο Νοέμβρης θα μείνει καρφωμένος
μέσα στο χρόνο, με τις ατέλειωτες του νύχτες,
με το βοριά στα στηλωμένα μάτια μας,
με τους τριγμούς κλαριών ή πατημάτων,
κρωγμούς ή συνθηματικές κραυγές συνωμοτών.
Δεν ξεγελιόμαστε απ’ τα τεχνάσματα σας.
Κάποιος ρίχνει κόκκινο χρώμα στα ποτάμια —
δεν έρευσε από φλέβες τόσο κόκκινο.
Κάποιος βάφει πορφυρένια τη θάλασσα
και τα σύννεφα στάζουν αίματα, αίματα,
πλημμυρίζουν οι δρόμοι.”

Η μυθιστορία κι η ποίηση βέβαια, δεν ήταν οι μόνες μορφές λογοτεχνίας που ασχολήθηκαν με την καταγραφή του Πολυτεχνείου. Η θεατρική γραφή, που όμως αποτελεί ξεχωριστό κεφάλαιο από μόνη της, παρενέβη, με κυριολεκτική ναυαρχίδα το λογοκριμένο Μεγάλο μας Τσίρκο του Καμπανέλη, όπως όμως και τα γεγονότα εκείνων των ημερών δεν είναι τα μόνα που αφορούν στη μνήμη του Πολυτεχνείου. Χαρακτηριστικό είναι το Φοβάμαι του Μ. Αναγνωστάκη, που περιγράφει μετά την Μεταπολίτευση με ιστορική παρρησία την πολιτική παρενδυσία πολλών που παραδίδονται βολικά στην όποια πλειοψηφούσα τάση για να κερδίσουν. Από το αίμα και τους Αγώνες των άλλων.

“Φοβάμαι
τους ανθρώπους που εφτά χρόνια
έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου–
βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας
«Δώστε τη χούντα στο λαό».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που με καταλερωμένη τη φωλιά
πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που σου ‘κλειναν την πόρτα
μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια
και τώρα τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο
να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που γέμιζαν τις ταβέρνες
και τα ‘σπαζαν στα μπουζούκια
κάθε βράδυ
και τώρα τα ξανασπάζουν
όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη
και έχουν και «απόψεις».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν
και τώρα σε λοιδορούν
γιατί, λέει, δεν βαδίζεις στον ίσιο δρόμο.
Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους.
Φέτος φοβήθηκα ακόμα περισσότερο.”

Αλλά  το ποίημα Αντί στεφάνου της Κοραλία Θεοτοκά, που πολλά χρόνια αργότερα συνδέει την Μνήμη του Πολυτεχνείου με νέα κινήματα δικαιοσύνης απέναντι στην ζωή σε κάθε μορφή της, όπως αυτό του βιοκεντρισμού, που αντιδρά στο είδος του φαύλου ανθρωποκεντρισμού που καταστρέφοντας ζώα και φυτά σκοτώνει κι ανθρώπους δείχνει όχι μόνο την διαρκή δυνατότητα της εξέγερσης να «συνομιλεί» με τους καιρούς, την πολύσημη δυναμική της σε περιθώρια συλλογικών και προσωπικών ερμηνειών- αλλά και θυμίζει πως μεγαλύτερος φόβος μιας κοινωνίας ίσως είναι η έλλειψη Ιστορικής Μνήμης: 

“Ποια απάντηση, ποιος χτύπος στο κοιμισμένο στήθος σου αγόρι
γαζωμένο από τις σύγχρονες μηχανές σε σχήμα χελιδονιού
άγγελε με χλωρή γενειάδα κάτω από τις ερπύστριες
συνείδηση βαμμένη στον τοίχο και στις πέτρες
σώπασες τ’ όνομά σου μες στη βοή της λάσπης
περιστέρι μπροστά στα ηλεκτροφόρα σύρματα
με το σύνθημα της δικαιοσύνης στο χώμα.
Με το τραγούδι χαιρετίζω όσους μοχθούν
για τη ζωή, όχι στο χαμό της
για την τροφή, όχι τη στέρηση της
για τη γνώση, με τη γνώση
ενάντια στις αριθμομηχανές των κρεάτων
ενάντια στον οργασμό της κατανάλωσης
ενάντια στις τρομερές λυχνίες της δισχιλιετηρίδας.
Θα ‘ρθει ένας κόσμος χλόης αγόρι
και θα δουλεύουμε στη μοιρασιά των λουλουδιών.”

Η Μνήμη του Πολυτεχνείου, ζωντανή κι εμμένουσα μέσα στην γραφή, στην μερίδα των λογοτεχνών που επέμειναν να την καταγράψουν, συνδέεται έτσι όχι μόνο με τα γεγονότα εκείνων των ημερών, όχι μόνο με την αιώνια ανθρώπινη μακροϊστορία ως μια ψηφίδα της, αλλά και με τον ανειρήνευτο αγώνα ν’ ανοίξει ο και η άνθρωπος τη συνείδηση του, να σεβαστεί την απόλυτη ετερότητα ως μέρος της δημιουργίας. Την άλλη μορφή ζωής. Και πράγματι, αν το σκεφτούμε, είμαστε η ίδια ανθρωπότητα που γέλασε όταν  άκουσε πως ο άνθρωπος δεν ήταν πράγμα, που κάγχασε όταν άκουσε για τα δικαιώματα των παιδιών, των εργατών των αναπήρων των ομοφυλόφιλων, των εθνών. Όπως και τώρα που ακούει για τα δικαιώματα των άλλων ζωών, όπως μια νέα κρίσιμη μάζα σέρνει το άρμα της λίγο πιο μπροστά, προς τον ήλιο, σε εποχές γενικευμένου σκοταδιού.

Λοιπόν; «Ξέρεις από τι πέθανε η μητέρα Πεγκ; Από σκοτάδι.» γράφει κάπου , όπως είπαμε στην αρχή, ο Σάμουελ Μπέκετ.

Τόσες δεκαετίες μετά ο Χαμ κι ο Κλοβ, οι ήρωες του έργου του, (ξανα)συναντιούνται στην Ελλάδα. Ο ένας διαχειρίζεται όχι την κοινωνική/οικονομική ασθένεια κι ας ισχυρίζεται σθεναρά το αντίθετο, αλλά τις κυρίαρχες πεποιθήσεις για την ασθένεια, εξαρτώντας όπως πάντα την αξιολόγηση της ίδιας και της θεραπείας της από το κυρίαρχο πλαίσιο αναφοράς, εφόσον αυτό το πλαίσιο αναφοράς τον συμφέρει. Ο άλλος, ο σκλάβος, προσπαθεί με σπασμωδικά κι αβέβαια βήματα (λόγω πρόστυχων επιθέσεων από πανίσχυρα διεθνή think tank που στηρίζουν μέτριους τοπικούς διεκπεραιωτές άνομων συμφερόντων από τη μια, αλλά και των δικών του παθογενειών από την άλλη)  να αντισταθεί σε αυτήν την κυνικότατη νοµιµοποίηση του κοινωνικού συστήµατος ενός νέου ολοκληρωτισμού, έχοντας όμως εγκολπώσει, και το χειρότερο αποδεχτεί, βασικές πλευρές αυτού του συστήματος.

Κι ανάμεσα τους μια κατακερματισμένη, ψευδεπίγραφη σε πολλά (ευτυχώς όχι σε όλα) πολιτική σκηνή και μια κοινωνία όπου τα πιο ανθεκτικά κομμάτια της προσπαθούν ακόμα αλλά μάταια να παρασύρουν κι άλλους απέναντι στην μαζική αποχαύνωση. Αποχαύνωση «πραγματική» η οποία εκφράζεται με  το σύρσιμο της παντόφλας και την κραυγή μιας –κενής- σιωπής, από τους δρόμους ως τα κοινωνικά δίκτυα, σε απόψεις και πρόσωπα εφόσον καθησυχαστικά μας βολεύουν. Κι όμως! 

Ποιος/α δεν πρέπει να διαβάσει τον Θάλαμο Ανανήψεως της Πέπης Ρηγοπούλου που κυκλοφόρησε σαν Μνήμη και σα Νέμεση τα νεότερα χρόνια, το βιβλίο στο οποίο η αγάπη για την Ελλάδα, ξεκινώντας από την μικρασιάτισσα γιαγιά, ως την ώρα που ξύπνησε από την εντατική στο ΚΑΤ του 73 μετά την πόρτα που έπεσε πάνω της από το τανκ, οι αγώνες για την χώρα και τους λαούς του κόσμου μιας γενιάς που ρημάχτηκε, καπελώθηκε, μα είναι ακόμη εδω. Κι έξω από τα βουλευτικά έδρανα… Ποιος/α μπορεί, ή δικαιούται, να ξεχάσει τον Θάλαμο Ανανήψεως, αυτήν την αυτο-εθνογραφία της υγείας της όπως την αποκάλεσε ο Εύαγγελος Αυδίκος στην Εφημερίδα των  Συντακτών   που «γίνεται πολιτισμική και πολιτική εθνογραφία των όσων συνέβησαν στις κρίσιμες εκείνες ημέρες – και όχι μόνο. Της Πέπης που ανασύρει από την αφάνεια πρόσωπα που διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο για τη διάσωση πολλών αγωνιστών, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Τα πρόσωπα αυτά συγκροτούν την πινακοθήκη των λαϊκών ηρώων που διατρέχουν την ελληνική ιστορία. Είναι δε εξαιρετικά επιτυχημένος, και σε συμβολικό επίπεδο, ο τρόπος που ανοίγουν την πόρτα του βιβλίου, άρα και της σύγχρονης ιστορίας, κάποια από τα πρόσωπα (γιατροί, νοσοκόμες, τραυματιοφορείς, οικοδόμοι) που έσωσαν τη ζωή της Ρηγοπούλου, αλλά και την ψυχή του πολιτισμού μας.» 

Άλλωστε, η Θέλησή μας να θυμόμαστε είναι η θέλησή μας ν’ αλλάξουμε τον κόσμο… κατά πώς έγραψε η Αμερικανίδα πανεπιστημιακός Τζόαν Νεστλ.  Η θέληση μας να συνδέουμε την λογοτεχνία με την πολυώνυμη κρίση μέσα από τη ιστορία, είναι η θέληση μας να αντισταθούμε στον ίδιον τον σκληρό πυρήνα της πολυώνυμης, πολύπλευρης κρίσης
Οι λογοτέχνες που επέλεξαν να θυμηθούν και να καταγράψουν την Μνήμη του Πολυτεχνείου τράβηξαν από το χέρι μορφές «ανωνύμων Αγίων» (για να θυμηθούμε τον Ρίτσο) αναγκάζοντάς τες να εμφανιστούν στην κεντρική σκηνή της αφήγησης, με την παράθεση ιστορικών στιγμών αλλά και της προσωπικής τους μαρτυρίας να φωτίζει τα γεγονότα. Με αυτό που επέλεξαν, με αυτό που τόλμησαν, με αυτό που μπόρεσαν.

Σε εποχές επίκτητης ανημπόριας, σε εποχές που τα μιντιακά τραστ έχουν εξορίσει τους πολίτες του λόγου, όπως εσείς, για να θυμηθούμε τον Έκο,  η Μνήμη του Πολυτεχνείου μας ξεβολεύει. Και η υπεράσπιση της ύπαρξης του που αμαυρώθηκε, αποτελεί όχι μόνο φιλολογικό μα και πολιτικό- με την αρχαιοαθηναϊκη έννοια καθήκον του και της ανθρώπου, απέναντι στην λογική του καθεστωτικού ολοκληρωτισμού και του ιστορικού αναθεωρητισμού. Άλλωστε η «Λογική είναι η τρέλα των δυνατών», έγραψε ο Ευγένιος Ιονέσκο), γεγονός που θέτει από μόνο του το ερώτημα: Γιατί είναι τόσο ενοχλητική η Μνήμη του Πολυτεχνείου σήμερα; 

Όπως έχουμε ξαναγράψει, πάλι για ενοχλητική ιστορική Μνήμη, αυτή των τοπικών Ολοκαυτωμάτων, ο Pierre Nora έχει διατυπώσει την άποψη ότι ο τρόπος που οι κοινωνίες «θυμούνται» και η παραγωγή πλήθος μνημονικών τόπων τις τελευταίες δεκαετίες δεν είναι άσχετος με την υποχώρηση της ζωντανής, προφορικής μνήμης μιας κοινωνίας στην οποία ο μόνος συλλογικός κανόνας είναι η αποξένωση, αφού οι ισχυρές συλλογικότητες υποχωρούν και οι «μεγάλες αφηγήσεις» τους αμφισβητούνται. Η συρρίκνωση των ψυχικών και ηθικών περιβαλλόντων μνήμης έχει δημιουργήσει (και έχει δημιουργηθεί από) την ανάγκη για κοινωνικά υποκείμενα, ατομικά και συλλογικά, που θα μπορούν να επαναδιαπραγματευτούν τις πολιτιστικές και πολιτικές μας/τους ταυτοτήτων στο παρόν.

Αλλά αυτή η επαναδιαπραγμάτευση δεν ήταν ποτέ ομοιογενής, και πολύ συχνά μπορούσε να αποτελεί αντίδραση στην αποσιώπηση που οι ισχυρές συλλογικότητες επέβαλλαν, που για τις μειονότητες στο εσωτερικό της βιώνονταν ως «το κενό στην ταυτότητα» (Κ. Μπάδα, Ευ. Ματσούκη, Προσεγγίσεις στην Υλική Μνήμη και στους Μνημονικούς Τόπους).

Στην πραγματικότητα το πλήθος των ιεροτελεστιών, των τελεστικών πράξεων (βλ. Connerton), μέσω των οποίων επικυρώνεται η «Mνήμη» έχει να κάνει με την δυναμική ισορροπία, με τον συσχετισμό δυνάμεων, μεταξύ αυτών των δύο. 

Τι είναι, λοιπόν, αυτό που ενοχλεί τόσο πολύ στο Πολυτεχνείο; Τι είναι αυτό που ενοχλεί τόσο πολύ σε σχέση με την μεταπολίτευση; Οι κυρίαρχες ρητορικές από την μεριά ενός σημαντικού μέρους της (ακρο)δεξιάς δημιουργούν μια εντελώς έωλη, ανιστορική ανάγνωση, που ανάγει τα πλέον διαχρονικά φαινόμενα της κοινωνικής και πολιτικής μας ζωής όπως η διαφθορά, η διαπλοκή και η ένταση, σε φαινόμενα της συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου.

Ο Καστοριάδης αναφέρει κάπου ότι oι παραδοσιακού τύπου κοινωνίες (και δεν παραδέχεται καμιά ως νέου τύπου και καλά κάνει) αποδίδει τα παράγωγα της σε μια υπεράνω κριτικής “ετερότητα”, μια προνομιακή αρχή. Είτε θρησκευτικής, είτε πολιτικής υφής, αυτή η ετερότητα που δρα ως “ο σημαντικός άλλος” των παιδικάτων μας (για να θυμηθούμε τον Μead) παίζει κρυφτό με μια κοινωνία που στο βάθος αυτοθεσμίζεται εφευρίσκοντας τους θεσμούς και τα ιδεολογήματα που την βολεύουν και το ξέρει.

Αλλά όχι μόνο αυτό! Γιατί θα προσθέταμε όταν η ετερότητα αλλάζει τότε μια πολιτιστική μεταβολή συντελείται. Όταν η ετερότητα δρα διαφορετικά (κάτι σπανιότερο) η μεταβολή βαθαίνει και γίνεται σταδιακά πολιτισμική. Το ασυγχώρητο στην μεταπολίτευση, το καινοφανές, υπήρξε η νομιμοποίηση των από κάτω ως ικανών να παρέμβουν στην ιστορία όσο κι οι άριστοι ηγετίσκοι τους, η ισότιμη συνλειτουρία τους στον καθεαυτό ή στον σημειολογικό δημόσιο χώρο.

Εκεί που, μεταφέροντας τις πράξεις των ανθρώπων στο χαρτί, δρα ο δρόμος και η Λογοτεχνία. Εκεί που «το Μελάνι φωνάζει» για να θυμηθούμε τον Ηλία Γκρη. Εκεί δηλαδή που οι αποσυνάγωγοι –παρά κάποια καπελώματα- μπορούν, και πρέπει, όπως στην περίπτωση του Πολυτεχνείου και τότε και τώρα, 50 παρά 1 χρόνια μετά, να δημιουργήσουν μια Μνήμη δική τους. Θυμίζοντας αυτό που είπε ο Καζαντζάκης. Πως το σημαντικότερο δεν είναι να είσαι Ελεύθερος, είναι να μάχεαι για την Ελευθερία.