Ενώ οι εκλογές στα κατεχόμενα πλησιάζουν, η ελληνοκυπριακές κομματικές ηγεσίες ποντάρουν τα ρέστα τους σε μία ρητορική που στηρίζει είτε άμεσα (ΑΚΕΛ) είτε έμμεσα (ΔΗΣΥ) την επανεκλογή του Ακιντζί ως αρχηγού του ψευδοκράτους.

Ads

Πρόσφατα, η υπόγεια και έντεχνα κεκαλυμμένη σύγκρουση μεταξύ Ακιντζί και Ερντογάν εξερράγη μέσα από τη δήλωση του Τούρκου ΥΠΕΞ, Τσαβούσογλου, περί αναξιοπιστίας του Τουρκοκύπριου ηγέτη και ασέβειάς του προς τη μητέρα πατρίδα. Ο Ακιντζί, προειδοποιώντας τους Ελληνοκύπριους σχετικά με τον κίνδυνο η Τουρκία να προσαρτήσει τα κατεχόμενα σε περίπτωση μη λύσης, όντως τραβάει το σχοινί σε βάρος του Ερντογάν. Επίσης, ο Ακιντζί θέλει τη βιώσιμη λύση του Κυπριακού. Είναι ο ίδιος πρόσφυγας από τη Λεμεσό ενώ η εκλογική του βάση αποτελείται από μια μορφωμένη μεσαία τάξη, κυρίως τουρκοκυπριακής σύνθεσης καθώς και ένα ανερχόμενο κομμάτι νεολαίας 20-35 ετών που έχει σπουδάσει στο εξωτερικό ή είναι εξοικειωμένο με τις νέες τεχνολογίες και με κάθε ευκαιρία επιδιώκει την αλληλεπίδραση με την προοδευτική ελληνοκυπριακή νεολαία. Αυτοί είναι οι δέκτες των αντιμιλιταριστικών και αντι-φονταμενταλιστικών μηνυμάτων που ο Ακιντζί εκπέμπει προς την Άγκυρα.

Παρά το γεγονός ότι οι Τούρκοι έποικοι, που συστηματικά μεταφέρονται κατά τα τελευταία 45 χρόνια από την Ανατολία, έχουν καταστεί πλειοψηφία, οι κοσμικές, φιλειρηνικές ακόμα και αριστερές δυνάμεις των κατεχομένων παραμένουν ισχυρές. Ας μην ξεχνάμε την ευτυχή συγκυρία αλλά και την άδοξη κατάληξη των ιστορικών συνομιλιών δύο δεδηλωμένων συντρόφων: του Προέδρου Χριστόφια και του Τουρκοκύπριου αριστερού ηγέτη Ταλάτ.

Ίσως το κλειδί για τον προσδιορισμό του αντικτύπου που η σύγκρουση Ακιντζί-Ερντογάν μπορεί να έχει επί του Κυπριακού είναι εκείνη η περίοδος. Τότε, δύο ομοϊδεάτες προσέγγισαν το Κυπριακό με επί της αρχής καλή θέληση. Είχαν προηγηθεί 3 συμφωνίες υψηλού επιπέδου(Μακαρίου – Ντενκτάς 1977, Κυπριανού – Ντενκτάς 1979, Παπαδόπουλου – Ταλάτ 2006) και ακολούθησε άλλη μία (Αναστασιάδη – Έρογλου 2014). Ο εκφυλισμός των συνομιλιών στον Κραν Μοντανά είναι γνωστός παρά το πλέον σοβαρό απότοκό τους: το έγγραφο Γκουτέρες, μέσω του οποίου για πρώτη φορά από τα ψηφίσματα που ακολούθησαν την εισβολή, μετριαζόταν ο τουρκικός μαξιμαλισμός. Το ερώτημα λοιπόν είναι για ποιό λόγο κατέρρεαν ακόμα και στο παρά ’5 οι συνομιλίες αυτές. Όπως σάρκαζε ο Τσόρτσιλ, στις διεθνείς σχέσεις δεν υπάρχουν φιλίες αλλά μόνο συμφέροντα. Συνεπώς, ακόμα και κατά τις ευτυχέστερες συγκυρίες (όπως η ταυτόχρονη άνοδος Χριστόφια και Ταλάτ), ο λόγος της εκατέρωθεν αναδίπλωσης πρέπει αναζητηθεί εκτός του των τραπεζιών των δικοινοτικών συνομιλιών.

Ads

Μέχρι την άνοδο του Ερντογάν στην εξουσία, το βαθύ στρατοκρατικό καθεστώς της Τουρκίας είχε την πολυτέλεια να εντέλει τον Ντενκτάς και τους επιγόνους του κατά πώς ήθελε. Στην μετά Ντενκτάς εποχή, και ιδιαίτερα μετά την είσοδο της Κύπρου στην Ε.Ε., το δόγμα Νταβούτογλου περί πολιτισμικής και οικονομικής επικυριαρχίας παράλληλα με την στρατιωτική επιβολή άλλαξε τα δεδομένα. Στόχος πλέον δεν ήταν μόνο η ad hoc οικονομική και σταθερή στρατιωτική υποστήριξη του ψευδοκράτους αλλά μία μακρόπνοη εξάρτησή του από την Τουρκία. Αυτό θα επιτυγχάνετο με δύο τρόπους: φυσικούς πόρους και θρησκεία. Πριν 5 χρόνια η Τουρκία ολοκλήρωσε την κατασκευή υποβρύχιου αγωγού παροχής νερού προς τα κατεχόμενα – ένα έργο τεράστιας σημασίας για το ημιερημικό κλίμα που επικρατεί στην Κύπρο για 5-6 μήνες τον χρόνο. Παράλληλα, ο Ερντογάν εφάρμοσε και εφαρμόζει ένα εξισλαμιστικό project των κατεχομένων με μαζική αποστολή Ιμάμηδων, κατασκευή πολυάριθμων θηριωδών τζαμιών και προσπάθεια φίμωσης των αντι-νεοθωμανικών φωνών (βλ. πολιορκία οπαδών του Ερντογάν στην εφημερίδα Άφρικα, στην κατεχόμενη Λευκωσία).

Με αυτά τα λίγα, δεν εννοώ ότι η ελληνοκυπριακή κοινότητα και η ελληνική διπλωματία μπορεί ή πρέπει να μείνει αδιάφορη απέναντι στο ποιός θα βρεθεί στο τιμόνι της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Κάθε άλλο. Όμως, δεν μπορούμε να παραγνωρίζουμε το γεγονός ότι τουλάχιστον από το 1974 και μετά, κάθε Τουρκοκύπριος ηγέτης στέκεται πάνω σε ένα τουρκικό χαλί που τραβιέται κάτω από τα πόδια του ανά πάσα ώρα και στιγμή. Το 1983, χρονιά κατά την οποία έλαβε χώρα η ανακήρυξη του ψευδοκράτους, τώρα πια φαίνεται στους δημοκρατικούς Τουρκοκύπριους σαν μία μοιραία ημερομηνία που σήμανε τον αυτοεγκλωβισμό τους στα εκάστοτε τουρκικά επεκτατικά δόγματα. Ωστόσο είναι κάπως αργά και για αυτούς και για όλους εμάς. Και ο κάθε χρόνος που περνά φαίνεται να βαραίνει ακόμα περισσότερο – τουλάχιστον όσο η εξάρτηση των κατεχομένων από την Τουρκία βαθαίνει με την ανοχή ή υποστήριξη του εκάστοτε κατοχικού ηγέτη.