Το αμερικανικό κανάλι Fox, το πιο φιλορεπουμπλικανικό μέσο ενημέρωσης στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, ήταν το πρώτο τηλεοπτικό δίκτυο που μετέδωσε τη νίκη του Τζο Μπάιντεν στην Αριζόνα. Ο γιος του Ντόναλντ Τραμπ έγινε έξαλλος και τηλεφώνησε στον ιδιοκτήτη Ρ. Μέρντοχ για να ζητήσει την παρέμβασή του, αλλά δεν υπήρξε ανταπόκριση στο αίτημά του. 

Ads

Οι Δημοκρατικοί ενοχλήθηκαν που το “δικό τους” CNN άργησε να ανακηρύξει νικητή των εκλογών τον Τζο Μπάιντεν και ασκήθηκαν οι προφανείς πιέσεις, χωρίς απολύτως κανένα αποτέλεσμα. 

Στις αμερικανικές εκλογές νίκησε η δημοσιογραφία. Και ήταν μια νίκη θριαμβευτική που χτίστηκε σε βάθος χρόνου από τότε που εγκαταστάθηκε ο Ντ. Τραμπ στον Λευκό Οίκο και κήρυξε τους δημοσιογράφους εχθρούς του λαού (enemy of the people). Aλλοι κέρδισαν τη διαπίστευσή τους με δικαστικές αποφάσεις, άλλοι άντεξαν χυδαίες επιθέσεις και απειλές, οι περισσότεροι συνέχισαν να κάνουν τη δουλειά τους χωρίς να αφήσουν την οργή να τους οδηγήσει σε τυφλή στράτευση στο αντίπαλο πολιτικό χαράκωμα. 

Ο Marty Baron  της Washington Post έδωσε μια πολύ ωραία απάντηση όταν ρωτήθηκε για τη στάση της εφημερίδας του απέναντι στην διοίκηση Τραμπ: 
“The way I view it is, we’re not at war with the administration, we’re at work. We’re doing our jobs”. Δηλαδή, δεν κάνουμε πόλεμο, κάνουμε τη δουλειά μας. Τόσο απλά.  

Ads

Οι New York Times έφτιαξαν κώδικα δεοντολογίας για την παρουσία των συντακτών τους στα social media ώστε να μην τραυματίζεται η επαγγελματική τους αξιοπιστία  από τη συμπεριφορά τους στον ελεύθερο χώρο του διαδικτύου. Είναι η ίδια εφημερίδα που δεν δίστασε να αποκαλύψει το σκάνδαλο που έστειλε φυλακή τον Χ. Γουάινστάιν, παραδοσιακό χρηματοδότη των “Δημοκρατικών”, του κόμματος δηλαδή που υποστηρίζει και που επένδυσε σε πολυετή έρευνα για τις φορολογικές απάτες του Ντ. Τραμπ αποδομώντας πλήρως το αφήγημά του για την επιχειρηματική του ευφυία. 

Η δημοσιογραφία δοξάζεται τα τελευταία χρόνια στις ΗΠΑ γιατί επανανομιμοποιείται ηθικά. Οι συνδρομές στα ΜΜΕ αυξήθηκαν εντυπωσιακά. Γιατί ο κόσμος αναγνώρισε στις εφημερίδες, τις ιστοσελίδες και τα podcast την αξία τους για την προστασία της δημοκρατίας. Ενα παράδειγμα: Η κυκλοφορία του περιοδικού The New Yorker μετά την εκλογή του Τραμπ  υπερδιπλασιάστηκε κερδίζοντας κυρίως τις νεότερες γενιές. Εχει 106% νέους συνδρομητές ηλικίας 18-34 ετών και 129% νέους 25-34 ετών – τι άλλο να διεκδικήσει ένα έντυπο; 

Είχαν δικαίωμα να “κόψουν” τις δηλώσεις του Τραμπ με τις οποίες αμφισβητούσε το εκλογικό αποτέλεσμα τα κανάλια; Σίγουρα δεν είχε δικαίωμα ο ίδιος να χρησιμοποιεί τον Λευκό Οίκο σαν πολιτικό γραφείο και προεκλογικό στρατηγείο. Αφού κανείς δεν τον σταμάτησε στην αντιθεσμική κατρακύλα, τα fake news που διέσπειρε καταπολεμήθηκαν με διακοπή της απευθείας σύνδεσης. Ηταν νόμιμη άμυνα. 

Στα δικά μας: Η οικονομική κρίση στα ΜΜΕ δεν αντιμετωπίζεται με κυβερνητική χρηματοδότηση ούτε με διαπλεκόμενη διείσδυση στην διαφημιστική αγορά. Αντιμετωπίζεται με ανάκτηση της εμπιστοσύνης των πολιτών και με νέους αναγνώστες, τηλεθεατές, ακροατές που δεν πιστεύουν τίποτα από όσα μεταδίδονται και λαχταρούν για υπεύθυνη ενημέρωση.
 
Είναι δύσκολο εγχείρημα αλλά είναι το μόνο βιώσιμο. Συνέβη στην Αμερική.