Ο εκφασισμός μιας κοινωνίας προχωρά για πολύ καιρό, υπόγεια ως προς την ουσία του, με προκάλυμμα τη δήθεν κοινή λογική και με μια αρχικά φολκλορική -ενίοτε γκροτέσκα- εκδοχή προς τα έξω. Η κατάδειξη του τί πραγματικά συμβαίνει κατ’ αρχήν αφορά λίγους και αντιμετωπίζεται ως περιθωριακό ζήτημα. Η διαβρωτική επίδραση του φασιστικού φαινομένου ωστόσο επεκτείνεται. Του Θέμη Τζήμα

Ads

Ο φασισμός δεν είναι ένα καρκίνωμα στο κοινωνικό σώμα -άλλωστε οι ιατρικοί παραλληλισμοί κουβαλούν μια βαθιά αντιδημοκρατική κουλτούρα.
 
Ο εκφασισμός μιας κοινωνίας προκαλεί τη σήψη της. Μια κοινωνία φοβική, που έχει δηλητηριαστεί από το μίσος προς τον «άλλον», προς το άγνωστο και προς τον «ξένο», που δεν θέλει να αλλάζει αλλά να κυνηγά ένα μυθοποιημένο, αμετακίνητο παρελθόν, κλειστή, σε σύγχυση ως προς τον πυρήνα της κρίσης της, που εμπιστεύεται μπράβους, τσαμπουκάδες και θρασύδειλους είναι μια κοινωνία που σαπίζει και που βαδίζει το δρόμο της πτώσης.
 
Τι συνέβη στη Μανωλάδα που δε γνωρίζαμε από χρόνια πριν και που δεν συμβαίνει και αλλού- και όχι μόνο στην Ελλάδα για να είμαστε δίκαιοι. Οι στρατιές πάμφθηνου, αλλοδαπής καταγωγής εργατικού δυναμικού -στις οποίες ελέω κρίσης και βάσει σχεδίου προστίθενται σταδιακά και οι ντόπιοι- εργάζονται χωρίς δικαιώματα.
 
Ποιος το διασφαλίζει αυτό; οι ευρωπαϊκές συνθήκες και οι κυβερνήσεις μας, που διαχρονικά εξασφαλίζουν ότι θα υφίσταται ένας ανανεούμενος εργατικός στρατός, χωρίς δικαιώματα ή με ελάχιστα, σε μόνιμη υποβόσκουσα αντιπαράθεση με το εγχώριο εργατικό δυναμικό, προς όφελος του πλέον παρασιτικού τμήματος της εργοδοσίας, αυτού που κατεξοχήν -αλλά όχι μόνο- ψηφίζει Χρυσή Αυγή.
 
Όταν λοιπόν το εν λόγω τμήμα του εργατικού δυναμικού διεκδικεί τα δικαιώματά του που πηγάζουν από την εργασία του αντιμετωπίζεται με βία διαφόρων ειδών. Πολλοί ανόητοι βέβαια δεν αντιλαμβάνονται ότι στη φασιστική δυστοπία έτσι θα αντιμετωπίζονται όλοι οι εργαζόμενοι ανεξαρτήτως εθνικότητας.
 
Η εν λόγω κατάσταση δεν μας είναι άγνωστη. Δεν είναι άγνωστη σε κανένα μας, όχι μόνο στους κατοίκους της περιοχής. Τη γνωρίζουμε από τις αρχές του ’90, την αποθεώσαμε παραμονές των Ολυμπιακών, όταν οι αλλοδαποί δούλευαν εκεί που εμείς, οι νέοι «μεγαλοτραπεζίτες» των Βαλκανίων δεν καταδεχόμασταν, καθώς θα γινόμασταν χώρα παροχής υπηρεσιών, ενόσω οι επιχειρηματίες μας μετανάστευαν στα Βαλκάνια και στην Ανατολική Ευρώπη, συχνά επιδοτούμενοι από το ελληνικό δημόσιο.
 
Το ποιοτικό άλμα σήμερα σε σχέση με τότε έγκειται πρώτον στο ότι υπάρχουν άνθρωποι και δυνάμεις που νιώθουν επαρκώς προφυλαγμένες ώστε να πυροβολούν στο ψαχνό. Αυτή η συμπεριφορά περιγράφει ξεκάθαρα τις προνομιακές σχέσεις τους με τις τοπικές αρχές και όχι μόνο. Η άνοδος της Χρυσής Αυγής, ο ακροδεξιός πρωθυπουργικός λόγος και η προϊούσα άλωση των σωμάτων ασφαλείας από φασιστικά στοιχεία έχουν διαμορφώσει μια ομπρέλα προστασίας. Να είμαστε βέβαιοι ότι τη στιγμή που τα πυρά κυριολεκτικά θα στραφούν και εναντίον Ελλήνων θα είναι πολύ αργά πια.
 
Δεύτερον, στο ότι ο εκφασισμός της κοινωνίας προχωρά τόσο γρήγορα που κανένας γενικός ξεσηκωμός δεν υφίσταται για τα γεγονότα. Έχουμε βιώσει πογκρόμ στην Αθήνα, πυροβολισμούς, ξυλοδαρμούς και εμπρησμούς, φασιστική καμπάνια στα σχολεία και ακόμα το αντιφασιστικό κίνημα παρά τις φιλότιμες προσπάθειες αρκετών δυνάμεων παραμένει ανεπαρκές.
 
Αντίθετα, κάθε υποχώρηση της αριστεράς στις φωνές περί δήθεν λογικής αφήνει ελεύθερο χώρο στο δήθεν «αντισυστημισμό» της Χρυσής Αυγής. Η αριστερά και μέσα από αυτήν όλος ο δημοκρατικός κόσμος κινδυνεύει να βρεθεί μεταξύ σφύρας του παραδοσιακού κατεστημένου και άκμονος της φασιστικής παραφυάδας του.
 
Τρίτον και από την αντίθετη πλευρά είναι εξαιρετικά ελπιδοφόρο ότι οι εργαζόμενοι της Μανωλάδας -και η πρωταρχική ιδιότητά τους είναι αυτή και όχι η αλλοδαπή καταγωγή τους- κινητοποιήθηκαν για τα δικαιώματά τους. Το εργατικό κίνημα όμως τί κάνει; Πού είναι οι εργατικές ενώσεις, τα συνδικάτα να κηρύξουν απεργίες και να οργανώσουν κινητοποιήσεις για τα δικαιώματα όλων των εργαζομένων ανεξαρτήτως εθνικότητας; Οι φοιτητικοί σύλλογοι; Οι ενώσεις των αγροτών, αυτών δηλαδή που στο κάτω- κάτω υφίστανται αθέμιτο ανταγωνισμό; Άκρα του τάφου σιωπή.
 
Μια κοινωνία που ανέχεται και σιωπά, που υποκριτικά πέφτει από τα σύννεφα είναι μια κοινωνία που εκφασίζεται, δηλαδή που σαπίζει. Και όταν σαπίζεις έρχεται η ώρα που το πληρώνεις με την πτώση σου σε βάραθρο που ούτε φαντάζεσαι. Όπως και οι Γερμανοί δεν φαντάζονταν σε τί κατάσταση θα τους έβρισκε το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν αποθέωναν το Χίτλερ.