Με αφορμή για μια ακόμα φορά ένα  θάνατο, μια δολοφονία  και τη  συνενοχή στη βαρβαρότητα…

Ads

«Η αντίσταση παραμένει για μένα ένας σημαντικός όρος, επειδή μία όψη της μη βίας είναι η άρνηση να αναπαράγουμε τη βία που υφίσταται ένα άτομο ή μια ομάδα, κλιμακώνοντας έτσι τις βιαιότητες. Βλέπω τη μη βία με το επιθετικό και δημιουργικό της γνώρισμα, αλλά τη βλέπω και ως μια μορφή αντίστασης.
Τζούντιθ Μπάτλερ»

Κάποια ονόματα και κάποια γεγονότα, έχουν χαραχτεί στην συλλογική μας  μνήμη τα τελευταία χρόνια: Ζακ Κωστόπουλος, Βαγγέλης Γιακουμάκης, Νίκος Σαμπάνης, Άλκης Καμπανός, Βασίλης Μάγγος, Παύλος Φύσσας, Ελένη Τοπαλούδη, Γαρυφαλλιά Ψαράκου, Ελένη Τοπαλούδη, Μιχάλης Κατσουρής, Μυρτώ Παπαδομιχελάκη, Καρολάιν Κράουτς είναι ορισμένοι άνθρωποι από αυτούς/ες που έχουν χαραχτεί έντονα στη δική μου μνήμη, (συγνώμη που ξεχνώ πόσα θύματα ακόμα!), και η αναφορά σε αυτά γίνεται εδώ δίχως χρονολογική ή αξιολογική σειρά.

Κάποια γεγονότα επίσης έχω επιλέξει να τα κρατήσω σαν πολύτιμες μνήμες για μου θυμίζουν, τι σημαίνει κρατικό  έγκλημα ή  κοινωνικός εκφασισμός:

Ads

Τα σώματα των προσφύγων που ξεβράζονται εδώ και χρόνια τις ακτές του Αιγαίου, τα πνιγμένα σώματα των 700 νεκρών προσφύγων στα ανοικτά της Πύλου, οι νεκροί στα Τέμπη, το σώμα της μικρής Όλγας που κειτόταν άψυχο, μαγκωμένο στην πόρτα του εργοστασίου της Αλατίνης, μπροστά στα αδιάφορα βλέμματα των εργατών, τα απανθρακωμένα σώματα των νεκρών μεταναστών στο δάσος του Έβρου, είναι επίσης εικόνες που δεν θέλω να ξεχάσω, που κανένας μας δεν θα έπρεπε να επιτρέψει στον εαυτό του να ξεχάσει!

Αν κάτι υπάρχει κοινό σε αυτά τα γεγονότα είναι ότι αποτελούν την απόδειξη ότι  το σύστημα, με την ελλειμματικότητά του, παράγει εγκλήματα και συλλογικά τραύματα αλλά και ότι από τη μεριά μας, έχουμε αλλοτριωθεί, έχουμε χάσει ένα μέρος της ανθρωπιάς μας  καθώς μέσα από την απάθεια του βλέμματός μας, μέσα από την μανιώδη τάση μας να βιντεοσκοπούμε αντί να δρούμε, μέσα από την ευκολία μας να ξεχνάμε τα όσα τραγικά έχουν συμβεί, μέσα από την εξάντληση της αντίστασής μας στα μέσα της κοινωνικής δικτύωσης, γινόμαστε συνένοχοι στην βαρβαρότητα ή ανεχόμαστε την τάση που έχει το σύστημα εξουσίας να παράγει  συλλογική αμνησία, η οποία είναι απαραίτητη για την από-ιστορικοποίηση και την από-ιδεολογικοποίηση των κοινωνικών αντιδράσεων.

Έτσι ένα στοιχείο που μπορεί να εντοπίσουμε  είναι ότι οι όποιες πρόσκαιρες αντιδράσεις, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, παράγονται από μια «συναισθηματική έκρηξη θυμού ή αγανάκτησης», η οποία όμως είναι κυρίως θυμική και αποσυνδεδεμένη τόσο από το φαντασιακό, όσο και από μια ξεκάθαρη ιδεολογική τοποθέτηση σε σχέση με τον τρόπο που οργανώνεται ζωή μας στον σύγχρονο καπιταλιστικό κόσμο.

Αυτό ωστόσο που είναι ιδιαίτερα επικίνδυνο είναι ότι, μέσω της έλλειψης ενός εναλλακτικού φαντασιακού, μέσω της από-ιστορικοποίησης και της από-ιδεολογικοποίησης, διευκολύνεται ο φασιστικός λόγος και ο ατομικισμός.

Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι ο Λόρκα, σε μια ιστορική περίοδο που ο φασισμός γιγαντωνόταν, μας προειδοποιεί, στο ποίημα «Άυπνη πόλη», για το τον κίνδυνο να κλείσουμε τα μάτια στον ανθρώπινο πόνο και στον θάνατο: «Αν κάποιος σφαλίζει τα μάτια μαστιγώστε τον, παιδιά μου, μαστιγώστε τον! Για να υπάρχει ένα πανόραμα ανοιχτών ματιών και πικρές πληγές που καίνε», ούτε ότι ο Κούντερα έχει γράψει την εμβληματική φράση: «Ο αγώνας ενάντια στη λήθη είναι ο αγώνας ενάντια στην εξουσία».

Τι ακριβώς είναι όμως αυτό που δεν πρέπει να ξεχάσουμε:

Όλοι οι άνθρωποι που αναφέρθηκαν παραπάνω, έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: έχει υπάρξει ενάντια τους, μια βία, (ατομική ή θεσμική ή συλλογική, συνειδητή ή «ασυνείδητα τυχαία»), που έχει οδηγήσει στον θάνατο τους, το χαρακτηριστικό της οποίας είναι η  απαξίωση της ανθρώπινης ζωής.

Τα αίτια  για την κυριαρχία της βίας στη ζωή μας μοιάζουν  κάθε φορά να  είναι διαφορετικά, αλλά εκτιμώ ότι στις μέρες μας, στην ουσία υπάρχει ένας κοινός παρονομαστής, που είναι η φετιχοποίηση : άλλοτε η βία είναι συνδεδεμένη με την ομοφοβία και τροφοδοτείται από την πατριαρχία, όπως στην περίπτωση του Ζάκ και του Βαγγέλη, άλλοτε είναι οπαδική όπως στην περίπτωση του Άλκη και τροφοδοτείται από το μίσος, άλλοτε είναι έμφυλη, όπως στις ιστορίες της Ελένης, της Μυρτώς και της Καρολάιν, και συνδέεται για μια ακόμα φορά με την πατριαρχία, άλλοτε είναι φασιστική, όπως στην περίπτωση του Μιχάλη και του Παύλου, άλλοτε είναι συστημική   και κρατική όπως στην περίπτωση του Νίκου και του Βασίλη, άλλοτε είναι οικονομική ή οικολογική και παράγεται από την καπιταλιστική οικονομία.

Σε όλες όμως τις ιστορίες, των θυμάτων, υπάρχει μια αγριότητα που μας τρομάζει, μια  πρακτική που οδηγεί σε μια θέαση του κόσμου στην οποία ο άλλος δεν υφίσταται ως ύπαρξη, ενώ το σώμα μπορεί να κυριαρχηθεί και να καταστραφεί ανάλογα με τις παρορμήσεις, τον φανατισμό, τις προκαταλήψεις ή το θυμικό των δραστών και αυτό χρειάζεται να το ορίσουμε ως βαρβαρότητα

Κάθε φορά που ένα καινούργιο περιστατικό μας θυμίζει τις ιστορίες των ανθρώπων που έχουν πέσει θύματα αυτής της  βαρβαρότητας,  κατακλύζομαι από αποκρουστικές εικόνες: τα πόδια των οργισμένων καθώς πρέπει ιδιοκτητών και οικογενειαρχών, (αλλά  και η απάθεια όσων παρακολουθούσαν  και βιντεοσκοπούσαν δίχως να παρέμβουν!),   που χτυπούν μανιασμένα το πεσμένο σώμα του Ζάκ Κωστόπουλου, το φοβισμένο βλέμμα του Βαγγέλη Γιακουμάκη καθώς το τραμπουκίζουν οι νταήδες μάτσο συμμαθητές του, το σώμα της Γαρυφαλλιάς καθώς τσακίζεται στα βράχια στην Φολέγανδρο, λόγω  της «κακιάς ώρας», όπως κυνικά είχε δηλώσει ο δολοφόνος της,  είναι,  για παράδειγμα, εικόνες, ανάμεσα σε πολλές άλλες ακόμα, που δεν πρέπει να ξεχαστούν από τη μνήμη μας γιατί μας δείχνουν το μέγεθος της βαρβαρότητας και της απαξίωσης της ζωής.

Αυτή τη  φορά την αφορμή την έδωσε η ιστορία του Αντώνη Καργιώτη, που πνίγηκε και δολοφονήθηκε από ανθρώπους που είχαν ξεχάσει  ότι είναι άνθρωποι, εργαζόμενοι και εκμεταλλευόμενοι από ένα καπιταλιστικό σύστημα που τους απομυζά τη  ζωή και τους στερεί την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο.

Κάθε φορά που μια ακόμα ιστορία προστίθεται στο πάνθεον της βίας τα συναισθήματα και τα ερωτήματα που τα συνοδεύουν, με κατακλύζουν: οργή, αγανάκτηση, λύπη αλλά και επιθυμία να αρθρώσουμε ένα εναλλακτικό λόγο στον εκφασισμό της κοινωνικής ζωής και σε μια κουλτούρα που θεωρεί αναλώσιμη τη ζωή.

Όλα όμως τα συναισθήματα με οδηγούν στην ακόλουθη σκέψη:

Τρομάζω με τον κίνδυνο να γίνω/να γίνουμε μέρος της βαρβαρότητας, τρομάζω με την ιδέα ότι η βία θα κανονικοποιηθεί, ότι θα συνηθίσουμε, ότι θα εθιστούμε σε αυτή, ότι θα ξεχάσουμε για παράδειγμα ότι πίσω από τις στατιστικές για την ενδοοικογενειακή βία βρίσκονται άνθρωποι και κακοποιημένα σώματα παιδιών και γυναικών, ότι πίσω από τις εικόνες των νεκρών βρίσκονται άνθρωποι που υποφέρουν.

Τα ερωτήματα  διαδέχονται το ένα το άλλο:

Πως μπορούμε να δράσουμε;

Πως μπορούμε να υπερασπιστούμε την ζωή;

Πως μπορούμε μέσα από τα δικά μας “όπλα” να αντιπροτείνουμε την αλληλεγγύη, την  τρυφερότητα  και την αγάπη, αντί για τη βία, ως ένα τρόπο να οργανωθούν οι διαπροσωπικες και κοινωνικές σχέσεις;

Αυτά τα ερωτήματα με αφορούν τόσο ως ενεργό πολίτη αλλά και ως επιστήμονα και ψυχοθεραπευτή.

Έτσι δεν αποδέχομαι καμία ουδετερότητα όσον αφορά στην προσέγγιση του φαινομένου της βίας και της βαρβαρότητας και εκτιμώ ότι έχει τεράστια αξία να ακουστούν δημόσια οι φωνές όσων εργαζόμαστε με ανθρώπους, (όπως π.χ. στην ψυχοθεραπεία και στην παιδεία), ή τον πολιτισμό, δίπλα στις φωνές των ανθρώπων που διαμαρτύρονται στους δρόμους κάθε φορά που με διάφορες αφορμές η βία έρχεται στο προσκήνιο.

Η μη ουδετερότητά μου μου επιτρέπει να κατανοώ ότι η βία είναι ένα συστημικό φαινόμενο, ότι είναι άμεσα συνδεδεμένη με την έλλειψη του φαντασιακού και της ελπίδας, ότι είναι άμεσα συνδεδεμένη με εσωτερίκευση του φασισμού και της πατριαρχίας στο ατομικό και συλλογικό ασυνείδητο.

Εκτιμώ επίσης ότι χρειάζεται να αναγνωρίσουμε  ότι ζούμε σε μια ιστορική περίοδο, σε τοπικό και παγκόσμιο επίπεδο,  που χαρακτηρίζεται από την  ρευστότητα, την αβεβαιότητα, τις παρατεταμένες οικονομικές κρίσεις και την  αδυναμία να διατυπωθούν  ατομικές και συλλογικές αφηγήσεις σχετικά με την παραγωγή νοήματος και προτάσεων που να συνδέονται με το φαντασιακό και το μέλλον.
Αντιλαμβάνομαι ότι  ένα  βασικό χαρακτηριστικό αυτής της περιόδου είναι  ότι  η  βία  που μας κατακλύζει δεν  αποτελεί μια εξαίρεση στην κοινωνική ζωή, (παρά μονάχα στις ακραίες της εκδοχές), ούτε απλά εκφράζεται σαν  μια  στιγμιαία εκτόνωση μιας συλλογικής  δυσαρέσκειας  ή μιας  ατομικής ψυχικής  έντασης ή ενός ανεπεξέργαστου θυμού   αλλά καθίσταται  ολοένα και περισσότερο ένα φετίχ, μια πράξη που επιλέγεται  όχι τόσο για τον σκοπό που θα επιτελέσει αλλά ασκείται για την απόλαυση που επιφέρει η καταφυγή σε αυτήν και για την επιβεβαίωση μιας θέσης δύναμης και κυριαρχίας.

Η  γενίκευσή της βίας, πέρα από το ότι καταδεικνύει την αδυναμία  να διατυπωθούν οι ανάγκες και οι επιθυμίες μέσω του διαλόγου,  δημιουργεί τον κίνδυνο να καταστεί μια παράδοξη  μορφή «οργάνωσης»  του ατομικού  και του  κοινωνικού γίγνεσθαι, (παράδοξη γιατί την ίδια στιγμή αποδιοργανώνει  και καταστρέφει, τον εαυτό,  τις σχέσεις και τους κοινωνικούς δεσμούς! ), αν κανείς την διερευνήσει σε όλες τις μορφές, τις εκφράσεις και τους τόπους που εμφανίζεται.

Αυτή η  γενίκευση, εκφράζεται τόσο ατομικά όσο και συλλογικά, κοινωνικά και πολιτικά  καθώς οι κοινωνίες  καθίστανται σταδιακά ολοένα και πιο φοβικές, η «μεικτοφοβία» επικρατεί της φιλίας έναντι των έτερων ξένων  ενώ παράλληλα   τα κράτη συντηρικοποιούνται και  γίνονται όλο και πιο αυταρχικά, παράγοντας περισσότερη βία και ασφυκτικό έλεγχο, υπό το πρόσχημα της αντιμετώπισής της βίας !

Κλείνοντας αυτό κείμενο-παρέμβαση στο διάλογο σχετικά με τη βία που μας κατακλύζει καθημερινά, παραθέτω ένα απόσπασμα από ένα κείμενο του νομπελίστα βιολόγου Huberto Maturana σχετικά με την αγάπη.

Ο  Maturana μας προσκαλεί να αναρωτηθούμε για την σημασία που έχει η αγάπη όχι μόνο για την επιβίωση μας ως ανθρώπινα όντα αλλά και για την ανέλιξή μας, γράφοντας πως  «Η αγάπη είναι το πεδίο εκείνων των συμπεριφορών ή των δυναμικών σωματικών διαθέσεων, μέσα από τις οποίες ο άλλος αναδύεται ως ο νόμιμος άλλος σε  συνύπαρξη μαζί μας. Επίσης, η επιθετικότητα είναι το πεδίο εκείνων των συμπεριφορών ή των δυναμικών σωματικών διαθέσεων, μέσα από οποίες αρνείται κανείς τον άλλο  ως νόμιμο άλλο σε  συνύπαρξη μαζί μας. Παρόμοια, ο φόβος είναι το πεδίο εκείνων των συμπεριφορών ή των δυναμικών σωματικών διαθέσεων, μέσα από τις  οποίες κάποιος απομακρύνεται από τις συνθήκες  μέσα στις οποίες βρίσκεται. Με αυτούς τους όρους η αγάπη δεν είναι αρετή ή κάτι το ιδιαίτερο, αλλά είναι απλώς ένα βιολογικό φαινόμενο, με την έννοια του πεδίου εκείνων των συμπεριφορών διαμέσου των αναδύεται και οργανώνεται η κοινωνική ζωή. Είναι απλώς εκείνη η βιολογική δυναμική που συγκροτεί την εμπιστοσύνη και την αμοιβαία αποδοχή σε σωματικές και πνευματικές σχέσεις εγγύτητας και οικειότητας»

Το παράδειγμα του 80χρόνου ψαρά στη Θεσσαλία, που έθεσε ως βασική αρχή τον αλτρουισμό  και την ανθρωπιά, όπως και οι φωτογραφίες του εθελοντή που έσωζε τα ζώα στις πυρκαγιές στην Πάρνηθα, είναι ένα αισιόδοξο μήνυμα ότι υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που αντιστέκονται στην βαρβαρότητα, που μας δίνουν ελπίδα ότι το κακό δεν έχει απλώσει τις ρίζες του παντού!

*Ο Ηλίας Γκότσης είναι Κοινωνιολόγος- Ψυχοθεραπευτής-συγγραφέας

Υ.Σ Μια εκτεταμένη ανάλυση σχετικά με τις μορφές, τις εκφράσεις και την τοπολογία της βίας μπορεί να αναζητηθεί στο www.synixiseis.gr