Πρώτη θεώρηση: Η φορολογική συμμόρφωση ως ατομική απόφαση σε συνθήκες κινδύνου. Έχει την πιο απλή λογική. Ο φορολογούμενος αποφασίζει να φοροδιαφύγει εάν πιστεύει ότι οι πιθανότητες να ανακαλυφθεί από τις φορολογικές αρχές είναι ελάχιστες και τα πρόστιμα που υπάρχουν για τους παραβάτες χαμηλά. Αν οι έλεγχοι είναι πολλοί, έξυπνοι και καλά σχεδιασμένοι, τότε η απόφαση για συμμόρφωση εμφανίζεται να υπερισχύει έναντι εκείνης για φοροδιαφυγή. Είναι μια απόλυτα ορθολογική θεώρηση που δεν λαμβάνει υπόψιν της όλους τους «παράγοντες» της εξίσωσης: την κυβέρνηση που νομοθετεί, τις ελεγκτικές αρχές που διενεργούν τους ελέγχους, τους λογιστές που υποστηρίζουν φοροτεχνικά τις επιχειρήσεις και τους φορολογούμενους που για να αποφασίσουν πρέπει να σταθμίζουν πολλά και σύνθετα δεδομένα. 

Ads

Δεύτερη θεώρηση: Η φορολογική συμμόρφωση ως δίλημμα κοινωνικής συνεισφοράς. Είναι μια ανάλυση που κάνει ο φορολογούμενος εάν οι φόροι που πληρώνει είναι για το «κοινό καλό» και για την παροχή από το κράτος κοινωνικών αγαθών. Εφόσον θεωρεί ότι κάτι τέτοιο δεν γίνεται και τα χρήματα που πληρώνει δεν έχουν κοινωνικό αντίκρισμα, η ροπή προς τη φοροδιαφυγή αυξάνεται. Το ίδιο συμβαίνει εάν πιστεύει ότι το κράτος δεν κάνει σωστό μοίρασμα των φόρων που εισπράττει. Η λογική του στηρίζεται στην εμπιστοσύνη που πρέπει να έχει ο φορολογούμενος έναντι των συμπολιτών του και του κράτους, καθώς και στην ιδιοτελή και συμφεροντολογική σκέψη που μπορεί να κάνει ότι φοροδιαφεύγοντας μένει «κρυμμένος» στο πλήθος των ατόμων που κάνουν την ίδια πράξη (δηλαδή, ότι είναι ένας από τους πολλούς που δύσκολα ανακαλύπτεται). 

Τρίτη θεώρηση: Η φορολογική συμμόρφωση ως άθροισμα συμπεριφορών πολλών φορολογουμένων. Οι φορολογούμενοι δεν είναι ομοιογενής ομάδα με κοινά χαρακτηριστικά, συμπεριφορές και κίνητρα. Κάποιοι αισθάνονται «δεσμευμένοι» να τηρούν τις φορολογικές τους υποχρεώσεις, ενώ άλλοι νιώθουν ότι έχουν «συνθηκολογήσει» με το κράτος και τις τηρούν, γιατί δεν θέλουν μπλεξίματα. Υπάρχουν επίσης εκείνοι που «αντιστέκονται» και δεν πληρώνουν φόρους θεωρώντας ότι με αυτή την απόφαση δείχνουν τη δυσφορία τους στο κράτος και στην εκάστοτε κυβέρνηση. Μια άλλη κατηγορία είναι αυτοί που «αποστασιοποιούνται» και θεωρούν ότι είναι μάταια όλα και τηρούν τις υποχρεώσεις τους εφόσον μπορούν και έχουν. Τέλος, μια κατηγορία από μόνη της είναι οι φορολογούμενοι που βλέπουν τη συμμόρφωση ως ένα «παιχνίδι σκάκι»: πρέπει να κάνουν τις σωστές κινήσεις για να κερδίσουν το κράτος, πληρώνοντας όλο και λιγότερα. Αν δεν το καταφέρουν, ψάχνουν να βρουν τη λύση με τη μικρότερη ζημία, που θα οδηγεί σε κάποιας μορφής συμβιβασμό. Παρόλα αυτά, η συγκεκριμένη θεώρηση βλέπει τον φορολογούμενο ως τον κύριο και καθοριστικό «παίκτη», αφήνοντας απ’ έξω το κράτος, τις ελεγκτικές αρχές και την κοινωνία. 

Τέταρτη θεώρηση: Η φορολογική συμμόρφωση ως ψυχολογικό συμβόλαιο. Με αυτή τη θεώρηση, ο φορολογούμενος «υπογράφει» ένα ψυχολογικό συμβόλαιο με το κράτος και τις ελεγκτικές αρχές. Κεντρικό ζήτημα είναι ο «κοινωνικός κανόνας»: το άτομο συμμορφώνεται όσο πιστεύει ότι η συμμόρφωση είναι ένας άγραφος κοινωνικός κανόνας (δηλαδή, όλοι οι άλλοι κάνουν ότι κι αυτός). Η φύση των κοινωνικών αλληλεπιδράσεων ενός ανθρώπου με τους άλλους, επηρεάζει τις δικές του αποφάσεις για συμμόρφωση. Ο κοινωνικός κανόνας συνυπάρχει με άλλες έννοιες που έχουν σημαντική επίδραση στην απόφαση της φορολογικής συμμόρφωσης. Είναι οι έννοιες των κοινωνικών ηθών και εθίμων, της ενδογενούς παρακίνησης, της φορολογικής ηθικής, του κοινωνικού χρέους, της επίκλησης στον πατριωτισμό και στη συνείδηση, του αισθήματος αλληλεγγύης, ενοχής ή και αποξένωσης. Το ψυχολογικό συμβόλαιο υποστηρίζει ότι οι πολίτες εμπιστεύονται την κυβέρνηση να κάνει καλή χρήση των χρημάτων τους και ως εκ τούτου, πληρώνουν τους φόρους και υπάρχει συμμόρφωση. Εάν δεν το πιστεύουν αυτό, τότε η επιλογή είναι στη φοροδιαφυγή. Βασικές παράμετροι για τα παραπάνω είναι η «δύναμη» και η «εμπιστοσύνη». Η πρώτη αφορά στη δύναμη του κράτους και των ελεγκτικών του μηχανισμών να καταπολεμά τη φοροδιαφυγή και να υπάρχει καταναγκαστική συμμόρφωση («ο φόβος της τιμωρίας»). Η δεύτερη έχει να κάνει με το βαθμό που εμπιστεύονται οι πολίτες το κράτος ότι κάνει σωστή και δίκαιη κατανομή των φόρων και ότι οι ελεγκτικοί μηχανισμοί είναι αντικειμενικοί και αποτελεσματικοί στο έργο  τους.  

Ads

Αυτή η θεώρηση, λαμβάνει υπόψιν της τόσο τους οικονομικούς παράγοντες, όσο και τους κοινωνικούς και ψυχολογικούς. Είναι μία δυναμική προσέγγιση που εμπλέκει όλους τους «παίκτες» και στηρίζεται στην, κάθε φορά, εύρεση της σωστής ισορροπίας, του σωστού ισοζυγίου, μεταξύ «δύναμης» και «εμπιστοσύνης». Δεν παρέχει μία και μοναδική λύση, καθώς η λογική της είναι ότι πορευόμαστε με βάσει τις αποφάσεις που λαμβάνουμε και αξιολογούμε συνεχώς την αποτελεσματικότητά τους, έτοιμοι πάντα προς αναθεώρηση και επαναπροσδιορισμό των επιλογών και κινήσεών μας.