Εχουμε συνηθίσει να πληροφορούμαστε τις διπλωματικές κινήσεις της Ελλάδος μέσω Αγκυρας. Ετσι και τώρα: τη μυστική συνάντηση Ελλάδος-Τουρκίας στο Βερολίνο, με τη μεσολάβηση της καγκελαρίας τη μάθαμε από το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών. Ενδεχομένως να ήταν η συνέχεια του ανακοινωθέντος τηλεφωνήματος Μητσοτάκη-Ερντογάν. Και πάντως είναι σχεδόν βέβαιο ότι  εντάσσεται στις συνεχιζόμενες διαμεσολαβητικές πρωτοβουλίες της Γερμανίας.

Ads

Φαίνεται ότι επρόκειτο για συνάντηση προεδρικών και πρωθυπουργικών συμβούλων, με αφορμή τη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί. Ο προεδρικός σύμβουλος Ιμπραχίμ Καλίν εκπροσώπησε τον Ταγίπ Ερντογάν, η διπλωματική σύμβουλος του πρωθυπουργού, πρέσβης Ελένη Σουρανή, εκπροσώπησε τον Κυρ. Μητσοτάκη, και ο Γιαν Χέκερ την καγκελάριο Μέρκελ.

Πρώτη παρατήρηση: τα υπουργεία Εξωτερικών κρατήθηκαν εκτός της παρούσας άτυπης συνάντησης. Από τουρκικής πλευράς, παρατηρούμε ότι το θέμα της Αγίας Σοφίας το χειρίζεται η Προεδρία· ο Καλίν εμφανίζεται επανειλημμένως για να εξηγήσει τις προεκτάσεις της ενέργειας. Από ελληνικής  πλευράς, με το θέμα ως συνήθως ασχολούνται οι πάντες, ατύπως πλην θορυβωδώς, προτείνοντας θεματικά αντίποινα και κινητοποιήσεις ταξιαρχιών αρμάτων. Η επίσημη γραμμή του Υπουργείου Εξωτερικών ακούγεται πάντα χαμηλότερα από τους φωνασκούντες.

Παρατηρούμε επίσης ότι η Αθήνα αναζητά μεσολαβητή, εν προκειμένω τη Γερμανία, σαν να έχει χάσει τον άμεσο δίαυλο επικοινωνίας με την Αγκυρα, τουλάχιστον σε επίπεδο κορυφής. Αναρωτιέται κανείς τι έχει επιτευχθεί μετά τις δύο συναντήσεις Μητσοτάκη-Ερντογάν. Και αναρωτιέται κανείς επίσης αν οι φωνασκίες των υπερεθνικιστών εντός της ΝΔ λειτουργούν αποτρεπτικά για ενεργητικές  πρωτοβουλίες του πρωθυπουργού· αν δηλαδή το περιρρέον κλίμα συγκαλυμμένων απειλών και η δημαγωγία της μακεδονομαχίας, οι εσωτερικές τριβές και οι ενδοπαραταξιακές φατρίες δηλαδή, καθορίζουν την εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης.

Ads

Η Αγκυρα αποκαλύπτει σχεδόν πάντα τις μυστικές συναντήσεις, για προφανείς λόγους: Θέλει να προβάλλει τα ελληνοτουρκικά ως διμερές θέμα, και να δείχνει ότι έχει την καλή θέληση να συνομιλεί και να διαπραγματεύεται εφ’ όλης της ύλης. Αυτή είναι η στρατηγική της άλλωστε.

Η Αθήνα αντιθέτως φέρεται σαν να κρύβει ένα ένοχο μυστικό, σαν να ντρέπεται που συνομιλεί και διαπραγματεύεται. Δείχνει σαν να σύρεται αναγκαστικά στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Ευλόγως: η κυβερνητική, και κατά προέκτασιν η εθνική, ρητορική στηρίζεται εν πολλοίς στο δόγμα της μη διαπραγμάτευσης· η ελληνική κοινή γνώμη τροφοδοτείται σταθερά με εικόνες και στοιχεία διαφορετικά από αυτά που έχουν στη διάθεσή τους οι διπλωμάτες και οι υπουργοί Εξωτερικών. Ολα είναι δικά μας, ακόμη κι αν δεν τα έχουμε ορίσει, δεν τα έχουμε οριοθετήσει, δεν τα έχουμε κατοχυρώσει στους διεθνείς οργανισμούς ― πάντως όλα είναι δικά μας: αυτή είναι η ρητορική, σε αδρές γραμμές.

Σε αυτή την ιδιότυπη εξωτερική πολιτική, που τελείται σε καφενεία συνωμοσιολόγων αλλά και σε ανακοινώσεις βουλευτών και επισκόπων, εγκλωβίζεται συχνά πυκνά η Δεξιά, και ακολουθεί εν συνεχεία το δόγμα της ακινησίας.

Υπό πολλές έννοιες, άρα, η ελληνική διπλωματία, η οποία και γνώση και εμπειρία διαθέτει, βρίσκεται μονίμως περιορισμένη από τις αντιφάσεις και την ατολμία της πολιτικής ηγεσίας, και εντέλει παγιδευμένη από την έλλειψη μιας μακρόπνοης στρατηγικής.

Τα αίτια είναι πολλά. Κάποια ανιχνεύονται σε ένα υπέδαφος ατταβισμού, στο υπέδαφος μιας μηδέποτε ολοκληρωθείσας Μεγάλης Ιδέας, και στο υπέδαφος της υπεραναπλήρωσης. Η σχολική ιστορία και η δημόσια ιστορία συμβάλλουν επίσης στη συσκότιση των πραγματικών δεδομένων, στη σύμφυρση ιστορικών και μυθικών στοιχείων,  σε μια αυτοεικόνιση μεγαλείου και υπεραναπλήρωσης. Αλλά η κύρια ευθύνη βαραίνει τις πολιτικές δυνάμεις, οι οποίες ενώ γνωρίζουν τα πραγματικά δεδομένα και τις πραγματικές δυνατότητες, σχεδόν πάντα καταφεύγουν σε παραμυθητικές και παραπλανητικές περιγραφές των προβλημάτων, άρα και των πιθανών λύσεων. Ετσι συνέβη στο Μακεδονικό. Κι έτσι συμβαίνει στο απείρως πιο περιπλεγμένο και κρίσιμο πεδίο των ελληνοτουρκικών σχέσεων.

Η μυστική διπλωματία του Βερολίνου, λοιπόν, η αποκαλυφθείσα από τους Τούρκους δείχνει τη δυσκαμψία και τους δισταγμούς της κυβερνώσας Δεξιάς, κατά την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής. Δείχνει την υποκρισία και τη διγλωσσία της: άλλα λέγονται στο εσωτερικό για κατανάλωση στα καφενεία, άλλα ομολογούνται έξω· στα τηλεπάνελ οι ιππότες της βλαχομπογδανίας κατατροπώνουν μυσαρούς εχθρούς, και στα διπλωματικά  φόρα οι ομόσταυλοι τους σύρονται σε διομολογήσεις. Η άγαρμπη μυστική διπλωματία δείχνει και κάτι άλλο, το σημαντικότερο ίσως στην παρούσα φάση: ότι δεν υπάρχει συνεκτικό σχέδιο μακράς πνοής, αντιθέτως υπάρχει όλο και εντονότερη η τάση για ανάθεση και  outsourcing των ελληνοτουρκικών σε εξωχώριους διαμεσολαβητές και εξωπολιτικά κέντρα.

Ομως οι ώρες είναι κρίσιμες. Η χώρα καλείται σε επιλογές ιστορικής σημασίας στην εξωτερική της πολιτική, επιλογές που άπτονται της κυριαρχίας της και πιθανότατα θα θερμάνουν εθνικές ταυτοτικές ευαισθησίες. Αυτά τα προβλήματα δεν επιλύονται με επικοινωνιακή υπεροπλία, παπαγάλους και τρυκ. Ποτέ δεν επιλύθηκαν· επιδεινώθηκαν. Και βέβαια η συναίνεση, την οποία αρνήθηκε λυσσαλέα Δεξιά στη Συμφωνία των Πρεσπών, δεν είναι ούτε απροϋπόθετη ούτε δεδομένη· ίσως μάλιστα η κρυψίνοια, η υποκρισία και ο ενδεχόμενος εκβιασμός για συναίνεση, να οδηγήσουν σε εναντιώσεις και αντιπαραθέσεις με απρόβλεπτες συνέπειες. Ο Κυρ. Μητσοτάκης φοβάται τους εσωκομματικούς του αντιπάλους στα εξωτερικά θέματα· μάλλον όμως θα πρέπει να φοβάται τις απρόβλεπτες αντιδράσεις του λαού και της αντιπολίτευσης.