Θέμα πρώτο. Άντε και κέρδισε την Κυριακή η Αχτσιόγλου. Τι πρόκειται να συμβεί την επομένη; Στον ΣΥΡΙΖΑ εδώ και καιρό υπάρχουν δύο διιστάμενα πολιτικά σχέδια: αυτό του Τσακαλώτου (που δεν είμαι σίγουρος ότι εκφράζει την Αχτσιόγλου και τους φίλους της) και εκείνο του Παππά (που όντως συγγενεύει με το «όραμα» του Κασσελάκη). Είναι ποτέ δυνατόν η μία πλευρά, που πιθανότατα θα χάσει την προεδρία με 48-49%, να πάει ήσυχα στη γωνία για να αφήσει ελεύθερο χώρο στους νικητές;

Ads

Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα. Αυτό που μπορεί να συμβεί είναι να συνεχιστεί ο «κλεφτοπόλεμος» των τάσεων και των φατριών, δηλαδή η άρρωστη κατάσταση που παρέλυσε τον ΣΥΡΙΖΑ και τείνει πλέον να διαιωνίσει την ηγεμονία της Δεξιάς.

Δεύτερο θέμα. Υπαινίχθηκα προηγουμένως ότι το «σχέδιο» της Έφης Αχτσιόγλου δεν έχει ορατή (δομική) συνάφεια με εκείνο του Τσακαλώτου. Για την ακρίβεια, το «σχέδιο» της απέχει πολύ από το να είναι σχέδιο. Η αντίπαλος του Κασσελάκη είναι ένα πολύ αξιόλογο στέλεχος, με ευδόκιμη θητεία στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και αξιοπρεπή δημόσια παρουσία αλλά είναι πρόδηλο ότι «κρύβει λόγια» στην προεκλογική εκστρατεία της. Η επίκληση της σοβαρότητας, της συστηματικότητας και μιας αφηρημένα προοδευτικής στόχευσης δεν συνιστούν λόγο για τον οποίο θα ψήφιζε κανείς έναν υποψήφιο για πρόεδρο κόμματος, ακόμα κι αν το κόμμα αυτό ήταν «λίγο» αριστερό.

Μπορεί η Αχτσιόγλου και ο Τσακαλώτος να συνασπίζονται τώρα, αλλά, αν η ατζέντα τους ήταν περίπου η ίδια, προς τι οι δυο ξεχωριστές υποψηφιότητες; Προφανώς, αυτό δεν ισχύει προκειμένου περί Κασσελάκη και Παππά, διότι ο πρώτος εμφανίστηκε πρόσφατα στο προσκήνιο και επομένως δεν είχε το περιθώριο να «διαβουλευθεί» με τον δεύτερο μέσα στους κόλπους του ΣΥΡΙΖΑ. Ενώ η Αχτσιόγλου και ο Τσακαλώτος το είχαν και το παρα-είχαν.

Ads

Θέμα τρίτο. Υποτίθεται ότι βρισκόμαστε στον πολιτικό χώρο της Αριστεράς, όπου δεν θα έπρεπε να υπάρχει πατρονάρισμα, λόμπινγκ και άλλα διάφορα που ενδημούν στα συστημικά κόμματα. Τότε όμως πως να δικαιολογήσουμε τις «συμμαχίες» ανθυποψηφίων πριν την τελική εκλογή; Δεν είναι αυτό μια μορφή υποτίμησης (για να μην πω χειραγώγησης) των μελών του ΣΥΡΙΖΑ, που έχουν προφανώς νου να κρίνουν;

Τα ερωτήματα που θέτω είναι, βεβαίως, ρητορικά. Για χάρη των λιγότερο μυημένων, ακολουθώ εδώ μια κάπως επαγωγική μέθοδο για να καταδείξω αυτό που είναι ορατό στους παλιούς δια γυμνού οφθαλμού: ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αξιώθηκε τόσα χρόνια να παραγάγει ενιαία, πρωτότυπη και κοινωνικά αναγνωρίσιμη γραμμή. Για αυτό μαστίζεται ακόμη από προσωπικές διαμάχες, ιδιοτέλειες, μωροφιλοδοξίες. Και, εντάξει, δεν ανησυχήσαμε όταν αποχώρησε η ομάδα του Λαφαζάνη, διότι εκεί υπήρχε και μια κάποια ιδεολογική διαφορά οι ακρότητες όμως της Κωνσταντοπούλου, τα «μπαϊράκια» των μεγαλοστελεχών, τα «καπετανάτα» βουλευτών της επαρχίας, το «προσωπικό στυλ» στις παρεμβάσεις του Πολάκη ή ο ξυλοδαρμός του Ρήγα τη νύχτα των εκλογών δεν μας θορύβησαν; Τι ήταν όλα αυτά, ιδεολογική ζύμωση ανάμεσα σε «ρεύματα ιδεών»;

Εδώ και ένα διάστημα γίνεται ολοένα και πιο σαφές ότι η κυβερνητική θητεία του ΣΥΡΙΖΑ βρήκε το πολιτικό του προσωπικό ανέτοιμο και, ναι, απρόθυμο να επιτελέσει τον κύριο ρόλο του. Κυριάρχησε η ματαιοδοξία και φούντωσε ο προσωπικός ανταγωνισμός, σε σημείο που να μη διακρίνει πλέον κανείς τις αυθεντικές ιδεολογικοπολιτικές διαφορές (που είναι υγιές να υπάρχουν) από τη διαπάλη για μικροσυμφέροντα. Αυτά τα βλέπουν οι πάντες. Για αυτό, όπως έγραψε κι ο Στέλιος Κούλογλου, το αίτημα «να τελειώνουμε με τα εγώ του ενός και του άλλου» αναδεικνύεται σε παράγοντα που εκτοξεύει έναν μέχρι πριν λίγο άγνωστο υποψήφιο σε φαβορί για τη θέση του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ.

Ο Τσακαλώτος, τον οποίο ψήφισα με ενθουσιασμό και μετά λόγου γνώσεως στον πρώτο γύρο, έλεγε ότι από εδώ και πέρα θα πρέπει να υπάρχει «συνείδηση ΣΥΡΙΖΑ». Αν το εννοούσε, από το στόμα του και στου Θεού τ’ αυτί. Αλλά, δυστυχώς, τέτοια θαύματα δεν γίνονται. Προκειμένου περί αγρίων, ισχύει το ωμό που έλεγε κάποτε ο Σαββόπουλος για «τους φίλους στη στομάχα». Τι να λέμε τώρα, το ζήτημα είναι καθαρά πολιτισμικό.