Η εικόνα των υπαλλήλων του Δήμου που δουλεύουν στον δρόμο με 40 βαθμούς υπό σκιάν, των συνεργείων που λιώνουν στην εθνική και των παιδιών που κάνουν ντιλίβερι μεσ’ το λιοπύρι είναι μια υπόμνηση. Μας υπενθυμίζει επώδυνα τους λόγους για τους οποίους υπάρχει η Αριστερά.

Ads

Η Αριστερά δεν εφευρέθηκε για να επιλύει, έτσι γενικώς, «τα προβλήματα της καθημερινότητας» και να κυβερνάει χρηστά χωρίς να κλέβει. Εφευρέθηκε για πολύ πιο συγκεκριμένους λόγους. Μπορεί τώρα πια να ψηφίζουμε όλοι και να μη δουλεύουμε από την ανατολή μέχρι τη δύση του ηλίου· υπάρχουν όμως ακόμα εξεσημασμένες κοινωνικές ανισότητες, φτώχεια, περιθώριο, άνθρωποι που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα όσο κι αν προσπαθήσουν. Κάποιος πρέπει να τους εκπροσωπεί.

Η αντιδιαστολή έχει τη σημασία της: πολλά κόμματα και παρατάξεις -ακόμα κι η Δεξιά- μπορούν να διεκδικούν σήμερα τον ρόλο του προοδευτικού, του μεταρρυθμιστή και του πολιτικά καινοτόμου χωρίς να θίγουν επί της ουσίας το θέμα των ανισοτήτων· η Αριστερά δεν έχει αυτή την πολυτέλεια. Αυτό θα αποτελούσε contradictio in terminis.

Η εκλογική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ ήταν οδυνηρή. Αποδεικνύεται όμως καθαρτήρια για όσους και όσες παρακολουθούσαν το δράμα να εξελίσσεται μπροστά στα μάτια τους χωρίς να καταλαβαίνουν τι ακριβώς συμβαίνει μέσα στο κόμμα. Κάτι ο κομματικός πατριωτισμός, κάτι ο φόβος του αντιπάλου, κάτι η παράδοση των «λεπτών ισορροπιών», έπρεπε να είναι κανείς πολύ έμπειρος ή προνομιακά πληροφορημένος για να καταλάβει που το πάνε οι τάσεις και τι πραγματικά πιστεύουν τα υψηλόβαθμα στελέχη. Τώρα, βγήκαν όλα σε δημόσια θέα. Κι όποιος θέλει να δει, βλέπει.

Ads

Οι υποψηφιότητες Παππά, Τσακαλώτου και Αχτσιόγλου αντιπροσωπεύουν τρεις διαφορετικές εκδοχές για το μέλλον του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά έχουν πολλά κοινά στοιχεία. Η ατζέντα Παππά παραπέμπει κατευθείαν στο Δημοκρατικό Κόμμα της Ιταλίας, ενώ το πλαίσιο που ιχνογραφεί ο Τσακαλώτος περιγράφει τους Βρετανούς Εργατικούς στις καλές τους ημέρες. Η προοπτική που υπόσχεται η Αχτσιόγλου (με τον Χαρίτση) είναι ένα υβρίδιο αυτών των δύο, με πρότυπο (ίσως) τα σοσιαλιστικά κόμματα της Ιβηρικής.

Με περισσότερο «επαγγελματισμό» (όπως θέλει η Αχτσιόγλου) και περισσότερο «πολιτικό πολιτισμό» και εσωκομματική δημοκρατία (όπως θέλει ο Τσακαλώτος), τα πράγματα μπορεί πράγματι να πάνε καλύτερα για τον ΣΥΡΙΖΑ τα επόμενα τέσσερα χρόνια. Το θέμα είναι όμως η ταμπακιέρα.

Μήπως θα πρέπει να το πάρουμε απόφαση ότι τέλειωσαν τα πολλά-πολλά ριζοσπαστικά; Μήπως θα πρέπει να συμβιβαστούμε με την ιδέα ότι η υπόθεση της κοινωνικής αλλαγής, ακόμα και ως όραμα, αφορά πλέον μόνο το ΚΚΕ; Μήπως εμείς οι υπόλοιποι θα πρέπει τελικά να συνασπιστούμε σε έναν ενιαίο φορέα μαζί με το ΠΑΣΟΚ, για να καταστήσουμε τη διαφορά μας από τη Δεξιά ακόμα σαφέστερη;

Τα πράγματα πρέπει να λέγονται με το όνομά τους. Αλλά αυτό που δεν μπορούμε σε κάθε περίπτωση να αγνοήσουμε είναι το ιστορικό προηγούμενο: οσάκις αριστερά κόμματα (κομμουνιστικά ή σοσιαλδημοκρατικά) προσπάθησαν να μετακινηθούν προς το Κέντρο, προέκυψε ένα πολιτικό έκτρωμα, που τελικά συνέβαλε με τον τρόπο του στην περαιτέρω συντηρητικοποίηση της κοινωνίας και την άνοδο της ακροδεξιάς. Ποιο παράδειγμα να πρωτοπάρει κανείς, τη Γαλλία, την Ιταλία, τη Γερμανία ή τη Βρετανία; (Η Ισπανία έπεται.)

Ας ξαναδιαβάσουμε προσεχτικά πως το εξηγεί ο Thomas Fazi (Οι περισσότεροι Ιταλοί έχουν χάσει την πίστη στη δημοκρατία. tvxs, 23 Οκτωβρίου 2022): «Αν αναφερόμαστε σε αυτό που κοινώς εννοούσαν ως αριστερά μέχρι πριν από τριάντα περίπου χρόνια – δηλαδή, μια πολιτική ιδεολογία που είχε τις ρίζες της στη σοσιαλιστική και κομμουνιστική παράδοση, η οποία στόχευε στη βελτίωση της ζωής των ανθρώπων της εργατικής τάξης και επικεντρωνόταν σε ταξικούς αγώνες για τα δικαιώματα των εργαζομένων, την κοινωνική δικαιοσύνη, την οικονομική ασφάλεια κ.λπ. – τότε δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα όπως αριστερά ή έστω κεντροαριστερά στην Ιταλία (ή στις περισσότερες άλλες ευρωπαϊκές χώρες για την ακρίβεια).

Αυτό που περνάει σήμερα ως κεντροαριστερά στην Ιταλία – δηλαδή το Partito Democratico – είναι ένα κλασικό παράδειγμα του είδους του προοδευτικού νεοφιλελευθερισμού που είναι το σήμα κατατεθέν της σύγχρονης δυτικής αριστεράς: εκείνου που δεν θέτει πλέον τα κοινωνικά και πολιτικοοικονομικά προβλήματα στο επίκεντρο της πολιτικής του, και στην πραγματικότητα έχει υιοθετήσει πλήρως το νεοφιλελεύθερο παράδειγμα (υπέρ της παγκοσμιοποίησης, υπέρ της ΕΕ, υπέρ της αγοράς), αλλά μάλλον ζητήματα που αφορούν τον τρόπο ζωής, τις καταναλωτικές συνήθειες και τις ηθικές στάσεις (πράσινες επιλογές, φεμινισμός, αντιρατσισμός, πολυπολιτισμικότητα, δικαιώματα LGBTQ κ.λπ. ). Για προφανείς λόγους, αυτή η αριστερά απολαμβάνει χαμηλή και φθίνουσα συναίνεση, ιδίως μεταξύ των εργατικών τάξεων, και υποστηρίζεται πλέον σχεδόν αποκλειστικά από τις προοδευτικές μεσαίες και ανώτερες τάξεις των πόλεων».

Ο Fazi τα λέει χύμα, αλλά μάλλον έχει δίκιο. Είναι εντυπωσιακό ότι τα κόμματα που αυτοπροσδιορίζονται σήμερα ως «αριστερά» ή «σοσιαλδημοκρατικά» στην Ευρώπη περιφρονούν ακόμα και τις θέσεις που είχε παλιότερα η σκανδιναβική Σοσιαλδημοκρατία, π.χ., το σουηδικό μοντέλο σε ό,τι αφορά το φορολογικό σύστημα. Αλλά αν δεν αλλάξει ριζικά το φορολογικό σύστημα, πως θα στηριχτεί το κοινωνικό κράτος και θα δοθεί ώθηση στην επιστημονική έρευνα; Αν δεν υπάρξουν πολιτικές δραστικής αναδιανομής, πως θα αμβλυνθούν οι ανισότητες; Αυτά δεν θίγονται γιατί διώχνουν -υποτίθεται- τα μεσοστρώματα.

Όπως παρατηρεί η Νικόλ Λειβαδάρη (Η μεσαία τάξη της φοροδιαφυγής. tvxs, 7 Ιουνίου 2023), «Πάνω από το 67% των αυτοαπασχολούμενων δήλωσαν (εννοεί το 2021) καθαρό εισόδημα κάτω από 10.000 ευρώ. Το συνολικό δηλωθέν εισόδημα ήταν 4,2 δισ. ευρώ επί συνολικών εσόδων 48,6 δισ. ευρώ, γεγονός που δείχνει κραυγαλέα φοροδιαφυγή. Ανάλογης έκτασης φοροδιαφυγή προκύπτει και από τα στοιχεία που δείχνουν ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ελευθέρων επαγγελματιών (σε ποσοστό 90%) δηλώνει εισόδημα έως 10.000 ευρώ ετησίως και πως 4 στους 10 Έλληνες δηλώνουν μόλις 5.000 ευρώ τον χρόνο.

Πρόκειται για κοινό προνομιακό για την ΝΔ, καθώς υπήρξε από τους πλέον ευνοημένους των ενισχύσεων που δόθηκαν (επί δικαίων και αδίκων) τον καιρό της πανδημίας. Και υπήρξε από τους στυλοβάτες της νίκης της… ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ, ούτε το ΠΑΣΟΚ αγγίζουν αυτοαπασχολούμενους και ελεύθερους επαγγελματίες στην θορυβώδη συζήτηση που γίνεται για την φορολογία, επειδή και εκείνοι προσβλέπουν στην δεξαμενή των ψήφων αυτοαπασχολούμενων, ελεύθερων επαγγελματιών και μικροεπιχειρηματιών – ήτοι, στην ευρεία δεξαμενή των ψήφων της μεσαίας φοροδιαφυγής που, παρ’ ότι νεόπτωχη με βάση το δηλωθέν εισόδημα, αυτοπροσδιορίζεται ως μεσαία τάξη».

Αλλά υπάρχει και κάτι άλλο. Σε ένα «αναπτυξιακό κράτος» προσβλέπει ο Τσακαλώτος, αλλά σε τι θα διαφέρει αυτό από το «αναπτυξιακό κοινωνικό κράτος», που έχει ήδη περιγράψει εδώ και περίπου είκοσι χρόνια ο Ευάγγελος Βενιζέλος (Προς ένα αναπτυξιακό κοινωνικό κράτος. evenizelos.gr, 29 Ιουνίου 2006); Πως θα αναπτυχθεί η οικονομία χωρίς δημόσιες επενδύσεις και ενίσχυση της δημόσιας περιουσίας; Σήμερα, ο όρος «εθνικοποίηση» είναι μια απαγορευμένη λέξη. Ποιος θα την αποκαταστήσει και θα την υπερασπιστεί;

Θα ήταν παράλογο να περιμένουμε από τον ΣΥΡΙΖΑ και όσους φιλοδοξούν να αναλάβουν την ηγεσία του να εισηγηθούν ένα πολιτικό πλαίσιο που δεν έχει ακόμα αναδυθεί στην υπόλοιπη Ευρώπη. Αλλά μέχρι τότε, και εδώ οφείλει να συμφωνήσει κανείς με τον Τσακαλώτο, ας μάθουμε επιτέλους όσοι βρισκόμαστε ακόμη εκτός ΚΚΕ ποιοι είμαστε πραγματικά.

Ειλικρίνεια, χαμηλά το κεφάλι και πολλή δουλειά. Τα υπόλοιπα στον δρόμο.