Είναι πια σαφές ότι, μέσα στην κινούμενη άμμο της Μέσης Ανατολής και του πολέμου στη Συρία, η Ρωσία θέλει να διαδραματίσει τον ρόλο -και- της διπλωματικής ηγέτιδας δύναμης, καλύπτοντας το κενό αποτελεσματικής διαμεσολάβησης που οι ΗΠΑ σταδιακά δημιούργησαν και πλέον διευρύνουν με γοργό ρυθμό.

Ads

Η ρωσική ηγεσία δείχνει, μέσα από μια αμυντική έως κατευναστική απέναντι στις ΗΠΑ και γενικά τη «Δύση» πολιτική, να προσπαθεί να κερδίσει χρόνο προκειμένου, μαζί με την παραμονή της συριακής κυβέρνησης, να πετύχει και μια ευρύτερη συμφωνία συνύπαρξης των βασικών περιφερειακών δρώντων που εμπλέκονται άμεσα στη Συρία: της Τουρκίας, του Ιράν και του Ισραήλ. Εξ ου και δεν χρησιμοποίησε βία κατά της Τουρκίας μετά την κατάρριψη του ρωσικού μαχητικού, δεν επιτέθηκε σε δυνάμεις των ΗΠΑ μετά τη μαζική εξόντωση Ρώσων μισθοφόρων στη Συρία και δεν παρέδωσε S-300 στη συριακή κυβέρνηση.

Η Ρωσία προσπαθεί έτσι να ισορροπήσει μεταξύ των περιφερειακών της συμμαχιών και της ανάγκης να υπάρξει μια ευρύτερη πολιτική λύση στην περιοχή, χωρίς περαιτέρω όξυνση της βίας. Η ρωσική πολιτική όμως κάθε άλλο παρά εύκολη ως προς την υλοποίησή της είναι, κυρίως εξαιτίας όσων διαδραματίζονται, όχι για τη Συρία, αλλά με αφορμή και πεδίο μάχης τη Συρία.

Η αντιπαράθεση Ρωσίας – ΗΠΑ είναι στρατηγική και όχι τακτική/συγκυριακή. Η απόφαση των ΗΠΑ και ιδίως του βαθέος κατεστημένου είναι η αντιμετώπιση Ρωσίας και Κίνας ως στρατηγικών ανταγωνιστών. Η όποια απόπειρα Τραμπ να αυτονομηθεί από αυτή την προσέγγιση -και αν υποτεθεί ότι ήταν γνήσια- ήταν καταδικασμένη να ανατραπεί εκ των έσω, όπως και μέχρι σήμερα έγινε.

Ads

Οι ΗΠΑ είναι αποφασισμένες να εξαφανίσουν τη ρωσική επιρροή από τη Μέση Ανατολή. Το μέγιστο που θα επιτρέψουν στη Ρωσία είναι ο ρόλος εγγυήτριας δύναμης ενός «καντονιού» της Συρίας.

Παραλλήλως, το Ισραήλ, που εδώ και χρόνια έχει στοχοποιήσει το Ιράν και τη Χεζμπολάχ ως τους μείζονες κινδύνους για την ασφάλειά του, για πρώτη φορά «έχει» μια τόσο φιλική προεδρία και ομάδα εθνικής ασφαλείας στην Ουάσιγκτον. Ολα δείχνουν ότι οι ΗΠΑ έχουν αναβιώσει το σχέδιο αλλαγής καθεστώτος στο Ιράν, που είχε εγκαταλείψει ο Τζορτζ Μπους ο νεότερος, πιθανότατα μέσα από έναν συνδυασμό οικονομικών πιέσεων, στρατιωτικών χτυπημάτων και απόπειρας περιορισμού των ιρανικών στρατιωτικών δυνατοτήτων.

Η Ρωσία μπορεί να συνεχίσει να προσπαθεί -μέχρι ενός σημείου- να μείνει μακριά από την εν εξελίξει σύγκρουση Ιράν – Ισραήλ, η αλήθεια όμως είναι ότι υπάρχουν σαφή όρια που δεν μπορεί να ξεπεράσει: η δυνατότητα της ίδιας της Ρωσίας να διασώσει τα οικονομικά οφέλη της συμφωνίας για τα πυρηνικά του Ιράν είναι περιορισμένη.

Η ευχέρειά της να διαδραματίσει ρόλο διαμεσολαβητή στο επίπεδο της στρατιωτικής αντιπαράθεσης Ιράν – Ισραήλ θα εξαντληθεί στον βαθμό που το Ισραήλ θα επιλέξει μια τέτοιας έκτασης αντιπαράθεση με το Ιράν, η οποία δεν θα επιτρέψει άλλο στη Ρωσία να αποφεύγει το δίλημμα της υπεράσπισης των συμμάχων της ή της εγκατάλειψής τους και άρα της απώλειας κάθε ρωσικής αξιοπιστίας. Και μπορεί μεν η Ρωσία να επηρεάζει στο τακτικό επίπεδο, μέχρι ενός σημείου, την ένταση της αντι-ιρανικής πολιτικής του Ισραήλ, ωστόσο αυτή η επιρροή στο στρατηγικό επίπεδο είναι περιορισμένη και σίγουρα πολύ μικρότερη από εκείνη των ΗΠΑ.

Επιπλέον, η δυνατότητα της Ρωσίας να αξιοποιεί τις αντιθέσεις εντός του δυτικού μπλοκ είναι κι αυτή περιορισμένη, δεδομένου ότι οι «ενδοδυτικές» αντιθέσεις παραμένουν ελεγχόμενες. Εντέλει, η Ρωσία αντιμετωπίζει το δίλημμα του -κάθε- αμυνομένου: είτε συνεχίζει τον μαχητικό αλλά πάντα αμυντικό κατευνασμό της απέναντι στο μπλοκ της «Δύσης» είτε αποπειράται να συμπήξει ένα αντιεπιθετικό αντίρροπο μπλοκ, με τον κίνδυνο να οδηγηθεί σε ανοιχτή σύγκρουση.

* Θέμης Τζήμας, Δικηγόρος, διδάκτορας Δημοσίου Δικαίου και Πολιτικής Επιστήμης του ΑΠΘ και μεταδιδακτορικός ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας

Πηγή: Νέα Σελίδα