Παρατηρώ τους νεοσσούς του πρώτου έτους και γελάω από μέσα μου. Τα χέρια τους παίζουνε πιάνο στο κινητό· ένας βόμβος ακούγεται απ’ το σμήνος· τα λοξά βλέμματα σπαθίζουν τον αέρα. «Her ribbons and her curls/her fog and her pearls», που λέει κι ο Bob Dylan. Πριν προλάβω να τελειώσω την ερώτηση, θ’ ακουστεί το ακαταμάχητο: «κύριε, κύριε!». Σημάδι ότι βρισκόμαστε ακόμα στο προ-προ-στάδιο της διαδικασίας.

Ads

Αγώνας μεγάλος μέχρι να δουν τ’ όνομά τους στα βιβλία της Σχολής. Μερικοί στερημένοι τα στοιχειώδη· άλλοι παλεύοντας με τις ανασφάλειές τους· κι ακόμα περισσότεροι κρύβοντας τις πληγές απ’ τις ματαιώσεις τους. Γιατί ματαίωση είναι όταν ένα παιδί που θέλει να σπουδάσει γιατρός ή να γίνει ζωγράφος δηλώνει ό,τι νάναι στο μηχανογραφικό, γιατί καταλαβαίνει εκ των συμφραζομένων ότι αυτό είναι μάλλον αδύνατον. Αναρωτιέμαι, τα ανεκπλήρωτα τι θα γίνουν στο τέλος, δύναμη ή αδυναμία, γενναιοδωρία ή εγωισμός, αγάπη για τους άλλους ή μίσος;

Μήπως τα ωραιοποιώ, δραματοποιώντας τα; Δεν υπάρχουν τέρατα, παρτάκηδες, κακομαθημένα, ψεύτες, κόλακες και τα τοιαύτα; Υπάρχουν. Όμως, πριν κάνουμε αφ’ υψηλού κριτική, ας έχουμε υπ’ όψιν μας το εξής: αυτό που απεικονίζεται στα μάτια και τις συμπεριφορές των μικρών είν’ ο δικός μας κόσμος: ο κόσμος των μεγάλων. Ένας κόσμος αντιφατικός, πικρόγλυκος, ασυνάρτητος ώρες-ώρες, αλλά κι ωραίος στις εξάρσεις του, όταν καμιά φορά ξεκολλάνε τα πόδια απ’ τη γη κι υψωνόμαστε στον ουρανό. Δεν συμβαίνει κάθε μέρα, αλλά συμβαίνει. «Είναι η χάρη που μας παίρνει, σκάει κι απογειώνεται/βρίσκει την καινούργια βία και ξανασαρκώνεται», που λέει κι ο Σαββόπουλος.

Τα διαισθάνονται οι γονείς, και τα ωραία και τ’ άσχημα. Κι επειδή κατά βάθος θέλουν να γίνουνε τα παιδιά τους καλύτερα -και ευτυχέστερα- απ’ τους ίδιους, εναποθέτουν τις ελπίδες τους σε μας, τους δασκάλους. Η κάθε οικογένεια μας εμπιστεύεται ό,τι έχει και δεν έχει: τη γέννα της, που τη μεγάλωσε με τόσες και τόσες θυσίες. Αυτές τις αγέλες αθώων θηρίων υποδεχόμαστε στο Πανεπιστήμιο, κι είναι μεγάλη η ευθύνη. Πρέπει να μάθουμε στους νεότερους τη γραμματική και το συντακτικό μιας καινούργιας γλώσσας.

Ads

Αυτό το «δωρεάν και δημόσιο» μπροστά στη λέξη «Πανεπιστήμιο» βοηθάει πολύ. Γιατί αλλιώτικα πως να διδάξεις ότι στην Επιστήμη πρέπει κανείς να στηρίζεται στις δικές του δυνάμεις, να σέβεται και να λογαριάζει το έργο των άλλων, να περιμένει πολύ για να ακούσει -αν ακούσει ποτέ- ένα «μπράβο»; Όταν η σύμβαση που σε συνδέει με τους μαθητές σου προβλέπει «αγορά υπηρεσιών» και όχι ελεύθερη ανταλλαγή ιδεών, ονείρων και συναισθημάτων, αυτό δεν γίνεται. Ο άλλος υιοθετεί τη νοοτροπία «πελάτη». Όταν πληρώνει την είσοδο -και την έξοδο- στο Πανεπιστήμιο, επόμενο είναι να θεωρήσει ότι όλα στη ζωή πωλούνται και αγοράζονται -της ευτυχίας συμπεριλαμβανομένης.

Καταλαβαίνω τους γονείς που στέλνουν τα παιδιά τους στα ιδιωτικά σχολεία, γιατί υπάρχει το σχολικό και αποφεύγεται έτσι το χάσιμο χρόνου στα πέρα-δώθε -συν τα ατυχήματα. Καταλαβαίνω επίσης αυτούς που τα στέλνουν σε ξενόγλωσσα ιδιωτικά, γιατί έχουν μια ιδιαίτερη σχέση με τη γερμανική ή τη γαλλική κουλτούρα. Καταλαβαίνω ακόμα κι εκείνους που προτιμούσαν κάποτε το ιδιωτικό, γιατί το παιδί είχε μια ιδιαίτερη κλίση και στο σχολείο δίδασκε ο (πατήρ) Λιγνάδης ή ο Γεωργουσόπουλος. Αλλά οι άλλοι γιατί; Γιατί αυτή η ενδογαμία (ως επί το πλείστον) πλουσίων με (ως επί το πλείστον) πλούσιους; Και το κυριότερο: γιατί στο ιδιωτικό Πανεπιστήμιο;

Ναι, ίσως το κόστος να είναι τελικά το ίδιο ή μικρότερο -αν και δεν το νομίζω. Ίσως η φοίτηση να είναι ευκολότερη -αν και δεν ξέρω που οδηγεί αυτή η «ευκολία». Ίσως να μπορεί ένα παιδί να σπουδάσει αυτό που πραγματικά θέλει -αν και κανένας δεν μας εξήγησε γιατί αυτό δεν θα μπορούσε να γίνεται στο δημόσιο Πανεπιστήμιο.

Κάθε φορά που πιάνουμε αυτή τη συζήτηση στο ίδιο σημείο καταλήγουμε: την ελεύθερη πρόσβαση. Ορισμένοι θεωρούν την ελεύθερη πρόσβαση στο Πανεπιστήμιο ως μια ελευθεριακή συνθήκη συνώνυμη του «μπάτε σκύλοι». Αλλά δεν είναι καθόλου έτσι, αν το Λύκειο γίνει Λύκειο και το κοινωνικό κράτος κοινωνικό κράτος που ξέρει να σχεδιάζει στρατηγικά. Εκτός πια κι αν ενοχλεί η αύξηση των πτυχιούχων, η συνολική άνοδος του μορφωτικού επιπέδου μας ή αν κάποιο ταυτίζουν το πτυχίο με το επάγγελμα -κάτι που πόρρω απέχει από την πραγματικότητα.

Μπορεί η πανεπιστημιακή κοινότητα να στηρίξει έναν τέτοιο μεγάλο, εθνικό στόχο; Τόσα χρόνια στο συνάφι, ξέρω καλά πια την «ψυχή» των δημόσιων λειτουργών. Δεν πρόκειται περί «τελείων», «αρίστων» ή «αγγέλων». Και ημιμαθείς έχουμε και νάρκισσους και αργυρώνητους. Το θέμα όμως είναι το εξής: οι ανάξιοι είναι σχετικά λίγοι και δεν αφήνουν αποτύπωμα. Ποτέ δεν «γράφανε». Γιατί, ποιος θα θυμάται τον «πρύτανη των τανκς», τους συμπλεγματικούς με τα σεντόνια τους στην αρχαϊζουσα, τους μεγαλόσχημους που δεν ξέρανε να χειρουργήσουν, τους μιαρούς που την πέφτανε αδιακρίτως σε φοιτητές και φοιτήτριες; Αυτό που έμεινε κι εκείνο που αποτελεί την όποια ακαδημαϊκή παράδοση διαθέτουμε στην Ελλάδα είναι το έργο και η πολιτεία του Σβορώνου, του Κακριδή, του Μάνεση, του Μαρωνίτη, του Χατζηιωσήφ, της Ιλίνσκαγια, του Βέργαδου, του Τραχανά -κι ας μην ήταν τυπικά καθηγητής- του Στεφανή, του Γαρδίκα -κι ας ήταν τόσο συντηρητικός στις πολιτικές του πεποιθήσεις. Δεν λέω για άλλους και άλλες γιατί θα κατηγορηθώ για μεροληψία. Αλλά δεν κρατιέμαι. Δεν ήταν η Άννη Βρυχέα ένα υπόδειγμα ακαδημαϊκής στάσης;

Οι κυβερνώντες κάνουν παιχνίδι με τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια γιατί δεν υπάρχει στιβαρή και ενιαία αντιπολίτευση, που θα απομυθοποιήσει το κυβερνητικό αφήγημα και θα αντιπροτείνει κάτι συνεκτικό -εκτός κι αν θεωρήσουμε σοβαρή αντιπρόταση τα φληναφήματα περί «σουηδικού μοντέλου». Αλλά υπάρχει και άλλος λόγος. Η κοινωνία παραπλανάται και απογοητεύεται. Όταν καθηγητής συνταγματικού δικαίου και τέως αντιπρόεδρος της κυβέρνησης κάνει τα στραβά μάτια στην καραμπινάτη παραβίαση του Συντάγματος, όταν τέως πρύτανης του ΕΜΠ εκφράζεται με αυτόν τον χυδαίο τρόπο για τον επικεφαλής της αντιπολίτευσης, και όταν άλλος καθηγητής συνταγματικού δικαίου και τέως υπουργός Παιδείας μιλάει με αυτόν τον αποτρόπαιο τρόπο για τις «οροθετικές», τι συμπέρασμα να βγάλουν οι απλοί πολίτες;

Παρ΄ όλα αυτά, το δημόσιο Πανεπιστήμιο εκπέμπει ακόμα ένα φως. Το φως που περιγράφει στο αριστούργημά του ο άγιος των ελληνικών Γραμμάτων Κώστας Βάρναλης:

«Tην εφτυχιά τη γνώρισα στο δόσιμο χωρίς μιστό/τη λεφτεριά, στο σκλάβωμα σε κάποιο ιδανικό σωστό...».