Βασική θέση της πλευράς του Ναι υπήρξε πως το ερώτημα που έθεσε το δημοψήφισμα δεν είχε νόημα και ότι ήταν διατυπωμένο με λάθος τρόπο. Το επιχείρημα ήταν ότι δεν είχε νόημα, αφού η πρόταση των θεσμών είχε ήδη αποσυρθεί πριν την Κυριακή και ότι το πρόγραμμα χρηματοδότησης της Ελλάδας (στο πλαίσιο του οποίου προσφερόταν η πρόταση) είχε λήξει ήδη από την Τρίτη. Σύμφωνα με την ίδια πλευρά, το ερώτημα ήταν διατυπωμένο με λάθος τρόπο, αφού υπέκρυπτε στο βάθος ένα άλλο ζήτημα που αφορούσε στην έξοδό ή όχι της χώρας από την ευρωζώνη.

Ads

Με μία έννοια, συμφωνώ. Το πραγματικό ερώτημα του δημοψηφίσματος δεν ήταν αυτό που είδα όταν βρέθηκα μπροστά στην κάλπη για να ψηφίσω. Όταν διάβασα για ένα έγγραφο με τίτλο «Reforms for the completion of the Current Program and Beyond» και για ένα άλλο με τίτλο «Preliminary Debt sustainability analysis», μου έγινε φανερό πως δεν κλήθηκα εκεί για να πω τη γνώμη μου για αυτά τα δύο κείμενα.

Δεν ξέρω κανέναν που να ψήφισε με βάση την έγκριση ή την απόρριψη αυτών των δύο εγγράφων. Στην ουσία, όλοι όσοι ψηφίσαμε Όχι, απαντήσαμε στα δικά μας φαντασιακά ερωτήματα. “Μπορείς να αντέξεις άλλη λιτότητα;”. “Συμφωνείς με μια Ευρώπη που γίνεται όλο και πιο εκβιαστική ή αυταρχική;”. “Έχω το δικαίωμα να εκλέξω την κυβέρνηση που επιθυμώ;”.

Τα τελευταία αυτά ερωτήματα αναδεικνύουν ένα άλλο σημαντικό θέμα. Η ψήφος είχε κοινωνικά χαρακτηριστικά, παρόλο που και οι δύο πλευρές ήταν έτοιμες να τα υποβαθμίσουν σε περίπτωση ήττας. Η πλευρά του Ναι ήταν έτοιμη (όπως και συνέβη μετά την ήττα της) να χρεώσει το χαμηλό ποσοστό της στον “λαϊκισμό του ΣΥΡΙΖΑ” και όχι στις επιλογές των ψηφοφόρων με βάση την κοινωνική τους θέση. Ακόμα χειρότερα, σε ιδιωτικές συζητήσεις κάποιων υπερασπιστών του Ναι (λίγων εξ αυτών, ευτυχώς) ακούγονται πιο σκληρές ερμηνείες που χαρακτηρίζονται από σνομπισμό και αλαζονεία, του τύπου “οι Έλληνες είναι κατώτεροι των περιστάσεων”, “οι Έλληνες είναι τριτοκοσμικοί”, με απόψεις όπως αυτή που η κοινοβουλευτική εκπρόσωπος του Ποταμιού κ. Λυμπεράκη είχε το θάρρος να εκφράσει και δημόσια πριν από το δημοψήφισμα, λέγοντας πως “οι φτωχοί κάνουν λάθος επιλογές σε κρίσιμες στιγμές”.

Ads

Και από την πλευρά του Όχι, όταν υπήρχαν εκτιμήσεις για επικράτηση του Ναι, βγήκαν πολλοί που χρέωσαν εκ των προτέρων την διαφαινόμενη αποτυχία στην “προπαγάνδα των συστημικών media”, υποβαθμίζοντας την συνειδητότητα της ψήφου (στην πορεία βέβαια αποδείχτηκε ότι η εμετική στάση των ΜΜΕ ήταν τόσο υπερβολική που μάλλον ωφέλησε το Όχι).

Μετά το αποτέλεσμα όμως, έχει σημασία να δούμε τα γεγονότα κάτω από μιαν άλλη οπτική, που δεν στηρίζεται σε απλουστεύσεις σχετικά με την επιλογή της ψήφου, επικεντρώνει στις προθέσεις των ψηφοφόρων ως σκεπτόμενων πολιτών και που τελικά μπορεί να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε καλύτερα τα ποσοστά του δημοψηφίσματος.

Η επιλογή των ψηφοφόρων βασίστηκε κυρίως σε δύο μεγάλα διακυβεύματα, όπως τα έθεσαν και οι αντίπαλες παρατάξεις: στην οικονομική τους κατάσταση και στη στάση τους απέναντι στην Ευρώπη. Η πλευρά του Ναι στηρίχθηκε σε αυταπάτες και στις δύο περιπτώσεις, γι’ αυτό και έχασε. Σε σχέση με το οικονομικό διακύβευμα, η εικόνα που προέβαλλε για τον ΣΥΡΙΖΑ ήταν πως πρόκειται για ένα παλαιού τύπου κομματικό μόρφωμα που υπερασπίζεται με πείσμα παρωχημένα οικονομικά μοντέλα.

Οι αναφορές στην Βόρεια Κορέα και στο πρότυπο ενός συνδικαλισμού των 80s ήταν κλασικές μανιέρες αρθρογράφων της πλευράς του Ναι. Η ανοησία αυτού του επιχειρήματος ήταν τόσο προφανής και κατέπεσε πολύ εύκολα, ειδικά όταν η κυβέρνηση διαπραγματευόταν πάνω σε θέσεις που είχαν ως βάση τις νεοφιλελεύθερες απόψεις των δανειστών και αμυνόταν πάνω σε αυτές, προσπαθώντας απλώς να τις βελτιώσει. Και τελικά, το επιχείρημα της πλευράς του Ναι, ότι με μια πιθανή ρήξη οι Έλληνες θα χάσουν ακόμα περισσότερα από αυτά που έχουν ήδη χάσει, αποδείχτηκε ανεπαρκές: αυτοί που νιώθουν σήμερα ότι δεν έχουν να χάσουν τίποτα όταν τα πράγματα φτάσουν στα άκρα, φαίνεται πως είναι πολύ περισσότεροι από αυτούς που αισθάνονται πως τους έχει μείνει κάτι για να χάσουν.

Εκεί όμως που κατέρρευσε η επιχειρηματολογία του Ναι ήταν στο ζήτημα των ευρωπαϊκών αξιών. Το επιχείρημα αυτό γύρισε μπούμερανγκ. Είναι κλασικός κανόνας της διεθνούς πολιτικής ότι οι εξωτερικές απειλές δημιουργούν εσωτερική συσπείρωση. Και από την αρχή αυτής της ιστορίας οι Έλληνες το μόνο που αισθάνθηκαν από την ευρωπαϊκή πλευρά ήταν μια “απειλή”. Δεν είναι ελληνική ιδιαιτερότητα αυτό, αλλά δείγμα μιας ευρύτερης ευρωπαϊκής παρακμής. Σε πρόσφατη δημοσκόπηση στη Γαλλία, το 42% των ερωτηθέντων απάντησαν ότι θεωρούν την Ευρώπη ως “πηγή ανησυχίας” και μόλις το 26% ως “πηγή ελπίδας” (το 2003 το ποσοστό που θεωρούσε την Ευρώπη ως πηγή ελπίδας ήταν 61%). Βρισκόμαστε μπροστά σε μια προφανή οπισθοχώρηση του ευρωπαϊκού οράματος, που εκφράζεται από πολιτικούς όπως ο Σόιμπλε και ο Ντάισενμπλουμ, και η πλευρά του Ναι, χωρίς καμία διάθεση κριτικής απέναντι σε αυτό το φαινόμενο, απλώς ταυτίστηκε με την παρακμή.

Η αλήθεια είναι ότι η Ελλάδα δεν έχει χωριστεί σε δύο κόσμους (σε αυτόν του Ναι και του Όχι), αλλά σε πολλούς κόσμους που αλληλοδιαπλέκονται. Η πλευρά του Όχι δεν ταυτίζεται με τον ΣΥΡΙΖΑ. Επίσης, η ίδια πλευρά δεν έχει μια ενιαία στάση απέναντι στα πράγματα. Περιλαμβάνει στους κόλπους της ετερόκλητες ομάδες: αριστερούς, εθνικιστές, υπέρμαχους του ευρώ, αντίπαλους του ενιαίου νομίσματος κτλ. Όμως, το δημοψήφισμα αποκάλυψε δύο γεγονότα. Το πρώτο είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ απέκτησε ξαφνικά μια ευρύτερη ιδεολογική ηγεμονία στην ελληνική πολιτική σκηνή, γιατί ήταν στην πρώτη γραμμή του Όχι και γιατί ήταν ο κύριος αντίπαλος των παρακμάζουσών πολιτικών της λιτότητας και ενός ευρωπαϊκού πολιτισμού που δεν είναι πια αυτός που ήταν. Και το δεύτερο είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει σε μεγάλο βαθμό αυτήν την ηγεμονία στους αντιπάλους του. Τόσο οι ‘θεσμοί’ με τις ανάλγητες πολιτικές τους, όσο και τα ελληνικά media με τις υπερβολές τους, ριζοσπαστικοποίησαν τον κόσμο και τον έσπρωξαν προς τον ΣΥΡΙΖΑ που πλέον φαντάζει η μόνη επιλογή.

Η επιλογή της ψήφου αλλάζει έτσι χαρακτήρα. Η κοινωνική και οικονομική θέση υποχωρεί ως κριτήριο πολιτικής επιλογής και οι προσωπικές ταυτίσεις έρχονται στο προσκήνιο. Πολλοί ψηφοφόροι ταυτίζονται απλώς με αυτό που βλέπουν ως τη μόνη ελπίδα και ως το μόνο δίκαιο σε έναν κόσμο που καταρρέει. Ακόμα και την Κυριακή που μας πέρασε δεν ήταν λίγοι αυτοί που ψήφισαν απαντώντας σε πιο εσωτερικά ερωτήματα: “Φοβάμαι;”. “Τι είναι ρεαλισμός;”. “Είμαι διατεθειμένος να κάνω θυσίες για αυτά που πιστεύω;”.

Τώρα που τα πράγματα έφτασαν στα άκρα, το τελευταίο ερώτημα είναι το πιο σημαντικό. Πολλοί περνάνε από το στάδιο της αναζήτησης μιας πλευράς που θα υπερασπιστεί τις θυσίες τους, στο στάδιο της αναζήτησης μιας πλευράς για την οποία είναι έτοιμοι να κάνουν θυσίες. Τα πολιτικά ερωτήματα (όπως αυτά που τίθενται σε ένα δημοψήφισμα) περνάνε σε δεύτερη μοίρα. Αυτό που μετράει πια όλο και πιο πολύ είναι σε ποια πλευρά ανήκει ο καθένας μας. Δεν υπάρχουν “εταίροι” στον μικρόκοσμο της ευρωζώνης, αυτό το ξέρουμε πια καλά. Είναι μια ατυχής κατάληξη. Η διαπραγμάτευση έγινε πόλεμος…